Οι πρόσφατες εκλογές διεκδικούν μία μεγάλη
πρωτιά στην ελληνική ιστορία: Πριν απ’ όλα, για το πρωτοφανές ποσοστό αποχής
που, μαζί με τα λευκά και τα άκυρα, πλησιάζουν σε πραγματικούς αριθμούς το 35%
του εκλογικού σώματος (αφαιρώντας από τους εκλογικούς καταλόγους τους
αποβιώσαντες, τους μετανάστες κ.ο.κ.).
Επιπλέον, ήδη από το βράδυ των εκλογών, δεν
πανηγύρισε σχεδόν κανένας εκτός απ’ όσους –και είναι μερικές δεκάδες χιλιάδες–
έχουν να κερδίσουν από την επιστροφή του Τσίπρα και του Καμμένου στην εξουσία
(οι βουλευτές, οι υπουργοί και οι σύμβουλοί τους και οι πέντε με δέκα χιλιάδες
διορισμένοι από τις εκάστοτε κυβερνήσεις).
Οι υπόλοιποι, ακόμα και όσοι ψήφισαν τα
δύο κυβερνητικά κόμματα, αντιμετώπισαν το αποτέλεσμα των εκλογών με επιφύλαξη
και το κύριο συναίσθημα που κυριαρχεί είναι η κατάθλιψη, διότι όλοι γνωρίζουν
πως με αυτές τις εκλογές κατεβαίνουμε ή θα κατέβουμε αναπόφευκτα μερικά
σκαλοπάτια στην κρίση, την οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωση και τη
γεωπολιτική υποβάθμιση της χώρας…
Αυτές οι εκλογές συνιστούν μια ιστορική τομή, τόσο στο συγκυριακό επίπεδο όσο και στο μεσο-μακροπρόθεσμο. Στο συγκυριακό, επισφράγησαν την ήττα του αντιμνημονιακού κινήματος και την αποδοχή αυτής της ήττας, όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα των αντιμνημονιακών κομμάτων, όσο και από τον ίδιο τον κόσμο. Μετά από πέντε χρόνια αντίστασης, έστω και στρεβλής ή ατελούς, αλλά πάντως υπαρκτής, ο ελληνικός λαός αποδέχθηκε την ήττα του.
Παράλληλα, αποτελεί και το τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, της μεταπολιτευτικής, στη διάρκεια της οποίας ο ελληνικός λαός με τίμημα την αποδυνάμωση της ταυτότητάς του, της ανεξαρτησίας του, της πολιτιστικής του ιδιοπροσωπίας και του ήθους του, κέρδισε, τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο και στο κοινωνικό μια σημαντική αναβάθμιση των όρων της διαβίωσής του.
Η εποχή των μνημονίων, όμως, που ολοκληρώνεται με την οριστική επισφράγιση/αποδοχή τους, στις 20 Σεπτέμβρη του 2015, οδηγεί και στην αναίρεση των οικονομικοκοινωνικών κατακτήσεών του, εξαιτίας ακριβώς του παρασιτικού χαρακτήρα του εκσυγχρονισμού, ιδιαίτερα κατά την ύστερη μεταπολίτευση μετά το 1993. Τελικώς, η αποσάθρωση της οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας κατέληξε και σε σαρωτική μείωση του ΑΕΠ και σε κατάρρευση της υλικής ευμάρειας και του κοινωνικού κράτους που είχε κατακτηθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Υπ’ αυτή την έννοια, το τέλος της μεταπολίτευσης
δεν αποτελεί απλώς το τέλος των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού μιας
περιόδου, αλλά οδηγεί ή κινδυνεύει να οδηγήσει και σε ολοκληρωτική αναίρεση και
των θετικών κατακτήσεών της. Η αρνητική όψη της, η παρασιτική υφή του
εκσυγχρονισμού, τείνει να καταβροχθίσει τις θετικές της κατακτήσεις και απειλεί
εν τέλει και την ίδια την έστω τυπική δημοκρατία που εγκαθίδρυσε.
Και οι εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη αποτελούν μια σταυρική στιγμή γι’ αυτό, διότι σηματοδοτούν την αποδοχή του τέλους της περιόδου της οικονομικής ευμάρειας και της απρόσκοπτης κοινωνικής αναπαραγωγής τάξεων και στρωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του δημόσιου τομέα. Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ο δημόσιος τομέας διογκωνόταν, προσεγγίζοντας το ένα εκατομμύριο απασχολούμενους, από περίπου τριακόσιες χιλιάδες στις αρχές της περιόδου! Αντίθετα, με την έναρξη της κρίσης, όχι μόνο συρρικνώθηκε ταχύτατα κατά τουλάχιστον τριακόσιες χιλιάδες, αλλά με τη μνημονιακή στροφή του επισφραγίστηκε και η ιδεολογική στροφή προς τις ιδιωτικοποιήσεις, το μικρότερο κράτος, την αλλαγή του χαρακτήρα και της φύσης της οικονομικής ανάπτυξης προς την κατεύθυνση του ιδιωτικού τομέα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως το Νεοπασόκ του τέλους της μεταπολίτευσης, είναι υποχρεωμένος, για να διατηρήσει την εξουσία, να πριονίσει την ίδια την κοινωνική βάση της ανάδειξής του σε αυτήν, ακριβώς δηλαδή τα εξασφαλισμένα τμήματα της εργασίας και τον δημόσιο τομέα.
Η σύμπτωση αυτών των δύο κύκλων, της ήττας του αντιμνημονιακού κινήματος και του τέλους της μεταπολιτευτικής περιόδου, εγκυμονεί προφανώς τεράστιους κινδύνους, αλλά ίσως εμπεριέχει και τις δυνατότητες μιας νέας πορείας για τη χώρα.
Οι κίνδυνοι είναι προφανείς. Η είσοδος της χώρας σε μια καθοδική σπείρα εκπτώχευσης, ιδεολογικής και γεωπολιτικής αποδυνάμωσης, κινδυνεύει να την οδηγήσει σε μια κατώτερη βαθμίδα βαλκανοποίησης και μεσανατολικοποίησής της. Εξέλιξη η οποία ενέχει κινδύνους όχι μόνον για ένα πιθανό grexit, αλλά ακόμα και για την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ακόμα και για τους δημοκρατικούς της θεσμούς.
Και οι εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη αποτελούν μια σταυρική στιγμή γι’ αυτό, διότι σηματοδοτούν την αποδοχή του τέλους της περιόδου της οικονομικής ευμάρειας και της απρόσκοπτης κοινωνικής αναπαραγωγής τάξεων και στρωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του δημόσιου τομέα. Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ο δημόσιος τομέας διογκωνόταν, προσεγγίζοντας το ένα εκατομμύριο απασχολούμενους, από περίπου τριακόσιες χιλιάδες στις αρχές της περιόδου! Αντίθετα, με την έναρξη της κρίσης, όχι μόνο συρρικνώθηκε ταχύτατα κατά τουλάχιστον τριακόσιες χιλιάδες, αλλά με τη μνημονιακή στροφή του επισφραγίστηκε και η ιδεολογική στροφή προς τις ιδιωτικοποιήσεις, το μικρότερο κράτος, την αλλαγή του χαρακτήρα και της φύσης της οικονομικής ανάπτυξης προς την κατεύθυνση του ιδιωτικού τομέα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως το Νεοπασόκ του τέλους της μεταπολίτευσης, είναι υποχρεωμένος, για να διατηρήσει την εξουσία, να πριονίσει την ίδια την κοινωνική βάση της ανάδειξής του σε αυτήν, ακριβώς δηλαδή τα εξασφαλισμένα τμήματα της εργασίας και τον δημόσιο τομέα.
Η σύμπτωση αυτών των δύο κύκλων, της ήττας του αντιμνημονιακού κινήματος και του τέλους της μεταπολιτευτικής περιόδου, εγκυμονεί προφανώς τεράστιους κινδύνους, αλλά ίσως εμπεριέχει και τις δυνατότητες μιας νέας πορείας για τη χώρα.
Οι κίνδυνοι είναι προφανείς. Η είσοδος της χώρας σε μια καθοδική σπείρα εκπτώχευσης, ιδεολογικής και γεωπολιτικής αποδυνάμωσης, κινδυνεύει να την οδηγήσει σε μια κατώτερη βαθμίδα βαλκανοποίησης και μεσανατολικοποίησής της. Εξέλιξη η οποία ενέχει κινδύνους όχι μόνον για ένα πιθανό grexit, αλλά ακόμα και για την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, ακόμα και για τους δημοκρατικούς της θεσμούς.
Η εμφάνιση και η επιμονή του φαινομένου της Χρυσής
Αυγής αποτελεί μια σαφέστατη ένδειξη για τους κινδύνους που βρίσκονται
μπροστά μας. Εξάλλου, η εξάντληση του αριστερόστροφου λαϊκισμού της μεταπολίτευσης,
από τον Ανδρέα Παπανδρέου έως το σημερινό κακέκτυπό του, κινδυνεύει να φέρει
στο προσκήνιο τις πιο ακραίες δυνάμεις μιας ακροδεξιάς ρεβάνς, σε κοινωνικές
και πολιτικές συνθήκες που θυμίζουν τη Βαϊμάρη (και αυτός ίσως είναι ένας
επιπλέον λόγος που δεν μας επιτρέπει σήμερα να αποπειραθούμε μια αποσύνδεσή μας
από την Ε.Ε.).
Τίποτα όμως δεν είναι προδιαγεγραμμένο, εξάλλου ουδέν κακόν αμιγές καλού. Το μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού και του πολιτικού και κοινωνικού υποδείγματός του, που εκπροσωπούσε προνομιακά ο «πασοκοσύριζα», ολοκληρώθηκε με τη μετατροπή και των δύο πόλων του –και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, εσχάτως– σε μνημονιακούς και νεοφιλελεύθερους σχηματισμούς. Έτσι, ένα τμήμα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα το πιο παραγωγικό και δημιουργικό, θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη μιας νέας πορείας, στηριγμένης στις εσωτερικές δυνάμεις του τόπου ή ό,τι έχει μείνει από αυτές, και την οικοδόμηση ενός «ενάρετου εκσυγχρονισμού», του μόνου δυνατού εξάλλου, του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης». Μέσα από μια επώδυνη και γενικευμένη διαδικασία αυτοκριτικής του ίδιου του λαϊκού σώματος, και πιθανώς ενός μέρους των ελίτ, μέσα από την ανάδειξη νέων πολιτικών και ιδεολογικών προταγμάτων, ίσως η σημερινή κατάθλιψη να αποτελεί τον προάγγελο ενός μεγάλου αναστοχασμού. Ίσως οι Έλληνες, στριμωγμένοι απελπιστικά, εγκαταλείψουν επιτέλους την καταρρέουσα εξάλλου δανεική ευμάρεια και την απώλεια του εαυτού, μέσα στην «ευρωστία της σαρκός», για να βαδίσουν έναν νέο δρόμο δημογραφικής ανάταξης, παραγωγικής ανασυγκρότησης και πολιτισμικής αναγέννησης, αν θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως συλλογικό υποκείμενο τις επόμενες δεκαετίες.
Δεν είναι η ώρα λοιπόν για μικροεγωϊσμούς και στρουθοκαμηλισμούς· ατενίζοντας την ίδια την πραγματικότητα, πρέπει να μετατρέψουμε την κατάθλιψη σε περισυλλογή αρχικώς, να εγκαταλείψουμε τα ιδεολογικά ναρκωτικά που κατέστρεψαν και το αντιμνημονιακό κίνημα και να διατυπώσουμε επιτέλους ένα νέο πρόταγμα για τον ελληνισμό.
Τίποτα όμως δεν είναι προδιαγεγραμμένο, εξάλλου ουδέν κακόν αμιγές καλού. Το μοντέλο του παρασιτικού εκσυγχρονισμού και του πολιτικού και κοινωνικού υποδείγματός του, που εκπροσωπούσε προνομιακά ο «πασοκοσύριζα», ολοκληρώθηκε με τη μετατροπή και των δύο πόλων του –και του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, εσχάτως– σε μνημονιακούς και νεοφιλελεύθερους σχηματισμούς. Έτσι, ένα τμήμα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα το πιο παραγωγικό και δημιουργικό, θα βρεθεί μπροστά στην ανάγκη μιας νέας πορείας, στηριγμένης στις εσωτερικές δυνάμεις του τόπου ή ό,τι έχει μείνει από αυτές, και την οικοδόμηση ενός «ενάρετου εκσυγχρονισμού», του μόνου δυνατού εξάλλου, του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης». Μέσα από μια επώδυνη και γενικευμένη διαδικασία αυτοκριτικής του ίδιου του λαϊκού σώματος, και πιθανώς ενός μέρους των ελίτ, μέσα από την ανάδειξη νέων πολιτικών και ιδεολογικών προταγμάτων, ίσως η σημερινή κατάθλιψη να αποτελεί τον προάγγελο ενός μεγάλου αναστοχασμού. Ίσως οι Έλληνες, στριμωγμένοι απελπιστικά, εγκαταλείψουν επιτέλους την καταρρέουσα εξάλλου δανεική ευμάρεια και την απώλεια του εαυτού, μέσα στην «ευρωστία της σαρκός», για να βαδίσουν έναν νέο δρόμο δημογραφικής ανάταξης, παραγωγικής ανασυγκρότησης και πολιτισμικής αναγέννησης, αν θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν ως συλλογικό υποκείμενο τις επόμενες δεκαετίες.
Δεν είναι η ώρα λοιπόν για μικροεγωϊσμούς και στρουθοκαμηλισμούς· ατενίζοντας την ίδια την πραγματικότητα, πρέπει να μετατρέψουμε την κατάθλιψη σε περισυλλογή αρχικώς, να εγκαταλείψουμε τα ιδεολογικά ναρκωτικά που κατέστρεψαν και το αντιμνημονιακό κίνημα και να διατυπώσουμε επιτέλους ένα νέο πρόταγμα για τον ελληνισμό.
Γιώργος Καράμπελιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου