Το 2015 ήταν η «καλύτερη», μετά το 2001, χρονιά
για την τρομοκρατία και για τον τρόμο στον πλανήτη: αυτό τα λέει όλα και ο
απολογισμός θα μπορούσε να τελειώσει εδώ.
Και οι τρεις μεγάλες εξελίξεις που έλαβαν χώρα –
τα χτυπήματα στο Παρίσι (αλλά και στην Κοπεγχάγη και την Τύνιδα), η απώλεια του
ελέγχου στις μεταναστευτικές ροές και η προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής
αλλαγής- έχουν στη βάση τους ένα φόβο, τον οποίο απέχουν πολύ από το να έχουν
υπερνικήσει: το φόβο του ISIS, της ανατροπής του «δυτικού» τρόπου ζωής, της
εκδίκησης του περιβάλλοντος για τις ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Βαριά τραυματισμένη η πολιτική δύσκολα μοιάζει
να μπορεί να δώσει λύσεις.
Το 2015 ήταν χρονιά αίματος και φραχτών: με
χυμένο αίμα σκιτσογράφων μπήκε, με πνιγμένα κορμιά μεταναστών βγαίνει –κι
ανάμεσα στα δύο, αίμα Σύρων από βομβαρδισμούς του Προέδρου τους, του χαλιφάτου
αλλά και των «σωτήρων» τους, αίμα στρατιωτών, αμάχων, δημοσιογράφων (η πιο
φονική χρονιά για τον Τύπο αλλά και για την ελευθερία του) σε πάμπολλες εστίες
συρράξεων, αίμα νέων που είχαν πάει να ακούσουν μια συναυλία, αίμα
αντικαθεστωτικών ακόμα και σε «δημοκρατικές» χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία,
αίμα καταπιεσμένων μειονοτήτων, αίμα, όλο και περισσότερο αίμα, στις φτωχογειτονιές
της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας, αίμα ανθρώπων που τρέχουν και πέφτουν σε
φράχτες που φυτρώνουν για να τους κρατήσουν έξω.
Το αίμα, αναμιγμένο αλλού με θρησκεία κι αλλού
με πολεμοκαπηλεία, απέκτησε σχεδόν έναν τελετουργικό χαρακτήρα: από τους
αποκεφαλισμούς των απίστων ως τις εκτελέσεις των αθώων και τους πνιγμούς των
απελπισμένων, η ανθρωπότητα –και ο ίδιος ο φάρος της, η Ευρώπη- είναι σα να
δηλώνει ότι δεν μπορεί πια να αντιμετωπίσει τη βαρβαρότητα.
Το 2015 ήταν η χρονιά που οι ευπατρίδες έφυγαν,
από την πολιτική (Ναπολιτάνο) ή από τη ζωή (Χέλμουτ Σμιτ), και οι λαϊκιστές
θριάμβευσαν: Πούτιν, Όρμπαν, Κατσίνσκι, Νετανιάχου, Ερντογάν –όλοι ενσαρκωτές
της ανελευθερίας, όλοι νικητές εκλογών ή κυρίαρχοι στη χώρα τους με όπλο το
φόβο. Στο μέσο στέκεται ένας Τσίπρας, που θέλει αλλά δεν μπορεί, ένας Κάμερον,
που δεν χρειάζεται ούτε να θέλει ούτε να μπορεί, ένας Γιούνκερ, που κάνει ό,τι
μπορεί αλλά κανείς άλλος δεν θέλει, μια Μέρκελ, που έδειξε ότι όταν θέλει
(μεταναστευτικό) μπορεί ακόμα και να συν-κινήσει, αντίθετα απ’ όταν μένει
πεισματική και ακίνητη (οικονομική κρίση).
Διάσπαρτες κι αδύναμες μορφές του σχετικού
καλού, ένας Ομπάμα –πάντα σοβαρός, στο τέλος της θητείας του και
απελευθερωμένος: η ανθρωπότητα του χρωστά μεγάλο μέρος της προόδου στο μέτωπο
της κλιματικής αλλαγής και της αποφυγής μιας ακόμα γενικότερης και
αιματηρότερης παγκόσμιας σύρραξης-, μια Σούου Κιι που μετέτρεψε επιτέλους τη
λαϊκή λατρεία σε εξουσία -αλλά πόσο διαφορετική θα είναι η άσκησή της;
(Δυσκολεύομαι, ακόμα, να βάλω στη λίστα του «καλού» το Ρέντσι, που είναι μεν
πειραματιστής και κινητικός, αλλά μοιάζει, στα μάτια μου, όλο και περισσότερο
με το Σαρκοζί).
Αναμφισβήτητα εμβληματικό πρόσωπο της χρονιάς, ο
Ντόναλντ Τραμπ, καρικατούρα από το όνομα ως κάθε του λέξη και κίνηση, ανοιχτά
απειλητικός για κάθε μικρό βήμα προς τα μπροστά κι όμως λαοφίλητος και
προελαύνων.
Το 2015 η ελπίδα έδωσε ισχνούς καρπούς: τη
Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, μετέωρη όμως καθώς στηρίζεται στην (καλή)
βούληση (ασθενών) κρατών και ηγετών΄ τις «Ημι-Συμφωνίες» (περισσότερο
διακηρύξεις) της Λωζάνης για την υποβάθμιση του πυρηνικού προγράμματος Ιράν και
της Αβάνας για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στην Κολομβία΄ τη
δημοκρατική μετάβαση στη Νιγηρία, μεγαλύτερη και πιο «δύσκολη» χώρα της
Αφρικής, που παραμένει όμως βαθιά διχασμένη και ματωμένη (ελέω ανέχειας και
Μπόκο Χαράμ)΄ το μάθημα δημοκρατίας που ήταν το δημοψήφισμα για το γάμο των
ομοφυλοφίλων στην Ιρλανδία –και γενικά την αξιοπρέπεια με την οποία ξανασηκώνει
κεφάλι η ωραία αυτή χώρα΄ την απόκρουση των άκρων, ακόμα και μέσα από εκλογές
κατακερματισμού και απελπισίας, σε όλη την Ιβηρική χερσόνησο΄ τον πραγματικό
θρίαμβο –πολιτισμικό περισσότερο παρά κομματικό- του Τζάστιν Τριντό στον Καναδά
και την άμεση ανάδυση της χώρας του στο φως΄ το συνεχιζόμενο, σταδιακό αλλά
πάντα εύθραυστο ξεπάγωμα της τεράστιας Κίνας, που έδωσε τέλος στην πολιτική του
ενός παιδιού, συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ για το κλίμα, αντέδρασε, αν και όχι με τα
μέσα του καπιταλισμού, στο καπιταλιστικό της πρόβλημα (η κεφαλαιαγορά της λίγο
έλειψε να πνιγεί το καλοκαίρι) και ήταν λίγο λιγότερο επιθετική με τους
γείτονες της.
Το 2015 η Ευρώπη δοκιμάστηκε και σχεδόν ράγισε.
Ακόμα και στο επίσημο σκορ ηττήθηκε 1-3: για μια χώρα που εισήλθε στην ευρωζώνη
(Λιθουανία), έχασε μια που απέσυρε την υποψηφιότητα της για συμμετοχή στην
Ένωση (Ισλανδία), μια που δημο-ψήφισε, στην ουσία, εναντίον της (Ελλάδα) και
μία που απέρριψε τη στενότερη πρόσδεσή της (Δανία).
Υπό την πίεση μιας ασφυκτικής τριπλής πίεσης
–οικονομική κρίση, μεταναστευτικό/προσφυγικό, εξτρεμισμός/ αντιευρωπαϊσμός- και
υπό την σαφή πια απειλή διασπάσεων, αποχωρήσεων ή υποχωρήσεων (Βρετανία,
Καταλονία, ευρώ, Σένγκεν, κοινωνικό κράτος), το «φρούριο» μπάζει από παντού κι
απλώς αμύνεται, όσο μπορεί κι αντέχει: με το «μπαζούκα» του Ντράγκι (που όμως
φουσκώνει τεχνητά την οικονομία και καθυστερεί την πραγματική εξυγίανση), το
ντε φάκτο πέρασμα σε ζώνες δύο ταχυτήτων (εντός του Συμβουλίου, της Ευρωζώνης,
στον τρόπο αντιμετώπισης των «απείθαρχων» χωρών, αφού κάποιες –Γαλλία, Ιταλία-
αφήνονται να ξεπερνούν τα όρια που τόσο βασανίζουν κάποιες άλλες), τα ηχηρά
αλλά προς το παρόν άδεια «κοινά σχέδια» της Επιτροπής: Κοινή Αγορά
Κεφαλαιαγορών, Κοινή Ενεργειακή Αγορά, Κοινή Ψηφιακή Αγορά, Υπουργείο
Οικονομικών και κοινός Προϋπολογισμών της Ένωσης. Αντίθετα, τα σημάδια
διάσπασης διαφημίζονται λιγότερο αλλά προχωρούν ταχύτερα: φράχτες μεταξύ των
χωρών, βαθιά –και πλέον και ψυχικού τύπου- αντίθεση στον τρόπο αντιμετώπισης
της Ελλάδας (οι πληγές του Συμβουλίου του Ιουλίου φοβούμαι ότι θα κάνουν πολλά
χρόνια να κλείσουν), σχεδόν ανοικτή, μετά και τη στροφή της Πολωνίας, σύγκρουση
των «ορμπανιστικών» και των ουμανιστικών δυνάμεων.
Το 2015 η Ελλάδα έθαψε, ακόμα και στις ψυχές
αυτών που «νίκησαν», τις όποιες ελπίδες για σχετικά γρήγορη επάνοδο στην
κανονικότητα. Μέσα από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και δύο ξυστά περάσματα από
την ευρωπαϊκή έξοδο (ευρώ, Σένγκεν), η χώρα έχει κυβέρνηση αλλά όχι
διακυβέρνηση, ελευθερία αλλά καταπιεζόμενες ελευθερίες, επιλογές αλλά όχι
διεξόδους.
Με εύθραυστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, ένα
βαρύ τριετές Μνημόνιο, περιορισμούς αντί για ανάπτυξη, το στοίχημα για το 2016
δεν μπορεί, αντικειμενικά, να είναι άλλο από το να περισώσουμε ό,τι μπορεί να
περισωθεί. Συλλογικά, που πάει να πει ξεκινώντας όλοι από τον εαυτό μας.
Κώστας Μποτόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου