Λάβαμε και
δημοσιεύουμε με ευχαρίστηση μια επιστολή- κατάθεση ψυχής, του αναγνώστη μας
Ντίμη, με την οποία βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους… στη σωστή τους βάση.
Διαβάστε την, για να μην πέφτετε θύματα της παραπληροφόρησης των
"σαμαροβενιζέλων", όπως μας υπογραμμίζει ο Ντίμης (τα πλήρη στοιχεία του οποίου
είναι στη διάθεσή μας).
Ορθογράφος
Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1981! Λίγες μόνο μέρες
μετά την σημαδιακή εκείνη Κυριακή, που ο λαός μας ύψωσε τον ήλιο πάνω απ την
Ελλάδα.
Μάλιστα, όπως μου λέει η μαμά μου, που τότε ήταν
εθελόντρια ακτιβίστρια και αγωνίστρια της Αλλαγής (σταύρωνε τα ψηφοδέλτια του Καστανίδη), με
πήρε μωρό ημερών, φασκιωμένο, και με πήγε στην Πλατεία Αριστοτέλους να
χορέψουμε μαζί με τους υπόλοιπους αγωνιστές του φωτός για την πολυπόθητη νίκη
του λαού μας...
Αν και λεχώνα, δεν δίστασε όχι μόνο να
πανηγυρίσει, αλλά και να χορέψει, και να τραγουδήσει αντάρτικα (του
Παπακωνσταντίνου) μέσα στο κρύο και γεμάτο υγρασία φθινοπωρινό βραδάκι, ως μια
πρώιμη «μπουτού», με αποτέλεσμα να πουντιάσει, να την πιάσουν τα λαιμά της, να
βγάλει παραμυγδαλικό απόστημα, και μετά να είναι με αντιβίωση και ενέσεις,
κλινήρης, επί έναν μήνα... για την Ελλάδα! Ευτυχώς, λίγο αργότερα, τελείως
τυχαία διορίστηκε στην Ολυμπιακή, οπότε χαλάλι τα βάσανα που τράβηξε με την
υγεία της για την πατρίδα…
Μεγαλώνοντας σε εκείνη την ένδοξη εποχή της πλέριας
δημοκρατίας, επί Κουτσόγιωργα, Κουλούρη, Κατσιφάρα, και όλων εκείνων των
σύγχρονων ηρώων, ήμουν περήφανος που μπόρεσα να συμμετάσχω κι εγώ, μέσα από το
δικό μου μετερίζι (στο δημοτικό της Μενεμένης), στην μεταμόρφωση της πατρίδας
μου για την εμπέδωση της λαϊκής
κυριαρχίας.
Αντί για παραμύθια για την κοκκινοσκουφίτσα, κι
αντί για μίκι μάους, και Μπόλεκ και Λόλεκ, η δική μου οικογένεια με εφοδίασε με
άλλου είδους παραμύθια, πραγματικές ιστορίες δηλαδή, πραγματικών ηρώων… όπως ο
θείος μου ο Προκόπης (ο κουτσός), που επί κατοχής ήταν βοηθός κουρέα στον ΕΛΑΣ,
κι αργότερα διετέλεσε ιδρυτικό μέλος του ΚΟΔΗΣΟ. Οι αγώνες του αναγνωρίστηκαν,
και το 1984 τον διόρισε μόνιμο στο υπουργείο ο Κατσανέβας. Ή η θεία μου η Σούλα (η μοδίστρα), που 13
χρονώ κοπέλα είχε κλεφτεί με έναν αντάρτη του Σαράφη, και έζησε τον έρωτα μαζί
με τον αγώνα για τον σοσιαλισμό στα ελεύθερα
βουνά, κάπου έξω απ τα Κερδίλια της Καβάλας. Το ότι την κατηγόρησαν οι φασίστες
ότι ήταν σουμπερίτισσα, και ότι συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους και τους Σλαβομακεδόνες
είναι ένα ψέμα, που όμως σημάδεψε την αθώα και άδολη ψυχή της για πάντα.
Το ’83 , επιστρέφοντας από την Τσεχοσλοβακία, μάζεψε
τα συντρίμια της, έφτιαξε δικιά της βιοτεχνία με άτοκο δάνειο, ως πρώην
αντάρτισσα, και βόλεψε μάλιστα και τις ξαδέλφες μου στο υπουργείο Οικονομικών,
ως καθαρίστριες, επί Ανδρέα.
Για να μην αναφερθώ στον μπατζανάκη του μπαμπά
μου, τον κυρ Θανάση (τον Τανάλια), που διετέλεσε μέλος του κόμματος, έγινε
πολιτικός κομισάριος στα βουνά της Μακεδονίας, και έφτασε μέχρι αναπληρωτής
ανταρτοδίκης, ενώ στη συνέχεια, όταν επιβλήθηκε το σκοτάδι, έφυγε με τα παλικάρια του στο Ουζμπεκιστάν,
απ όπου γύρισε το 1983, τσακισμένος μεν, περήφανος δε… άσχετα αν οι πρώην
«σύντροφοί» του τον κατηγορούσαν ως χαφιέ, και ως συνειδητό πράκτορα των
«Εγγλέζων». Το ΠΑΣΟΚ τον αγκάλιασε, και μάλιστα του έδωσε και μια καλή σύνταξη,
διορίζοντας παράλληλα και τα 6 παιδιά του στην Ολυμπιακή.
Αυτή είναι η οικογένειά μου, και είμαι περήφανος
για την ιστορία της. Με αυτές τις ιστορίες και με αυτές τις παραστάσεις
μεγάλωσα, που με έκαναν να πειστώ ότι όπως ελάχιστοι, έτσι κι εγώ κατάγομαι από
αληθινούς ήρωες.
Γι αυτό στην εφηβεία μου έγινα αγωνιστής, λόγω
του DNA, συμμετέχοντας στις καταλήψεις
των σχολείων, παλεύοντας να πραγματωθεί το σοσιαλιστικό όραμα, μέσα σε μια
Ελλάδα που την πλάκωνε βαριά η σκιά του Εφιάλτη. Να φτηνύνουν οι τυρόπιτες, να
αυξηθούν οι εκδρομές και οι περίπατοι, να διδαχθούμε τα κατορθώματα του Σιάντου,
να καταργηθούν οι εξετάσεις, να επιδοτούνται τα φροντιστήρια, αυτά και άλλα
τέτοια αυτονόητα ζητούσαμε, που όμως το κατεστημένο πολεμούσε με νύχια και με
δόντια.
Λίγο μετά την μαύρη παρένθεση του Μητσοτάκη, και
αφού η ελπίδα επανήλθε, η Λιάνη (με την Τουρλουμπούση) τα έκανε θάλασσα, πέθανε
ο φάρος ο Αντρέας, κι ανέλαβε την χώρα ο νεοφιλελεύθερος γερμανόφιλος Σημίτης, ο
γδάρτης των σοσιαλιστικών ονείρων μας, οπότε ξαναμπήκαμε οικογενειακώς γερά
στον αγώνα για την λευτεριά και την προκοπή του τόπου, αυτή τη φορά μέσα από
τις τάξεις του ΔΗΚΚΙ, παρέα με τον Πάντζα, αυτόν τον σύγχρονο Αριστοφάνη.
Μάλιστα, ο μπαμπάς μου, που ήταν παλιός εναερίτης της ΔΕΗ, από το 1982
παρακαλώ, χρησιμοποίησε την τέχνη του, αναρτώντας πανό και αφίσες του Τσοβόλα σε
σημεία που κανένας κομματόσκυλος της αντίδρασης δεν μπορούσε να φτάσει.
Το
συγκεκριμένο κόμμα όμως δεν είχε μέλλον, και επειδή έφτανε η ώρα που και εγώ θα
έπρεπε να βολευτώ κάπου, προκειμένου να μπορώ να συνεχίσω τους αγώνες χωρίς να
με απασχολεί η καθημερινότητα του επιούσιου, ξαναπροσέγγισα
(με την βοήθεια της μαμάς) τον Χάρη τον Καστανίδη που ήταν πια μεγαλοϋπουργός
επί των Μεταφορών… και του ζήτησα να με χώσει στην Ολυμπιακή ως πιλότο. Πάπαλα.
Δεν κούνησε καν το δαχτυλάκι του, παρά τα προσόντα μου (απολυτήριο λυκείου, και
παππούδες αντάρτες).
Γι αυτό, απογοητευμένος από το σάπιο σύστημα,
που μεταμορφώνει τους τσολιάδες σε Μπίλυ Μπο, μόλις πάρουν εξουσία, έκανα πέτρα
την καρδιά και γράφτηκα στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, όπου
βρήκα πλήρη απασχόληση πουλώντας έντυπα, και συμμετέχοντας στους αγώνες του
κινήματος μέσα από το ίντερνετ, που τότε ακόμη ήταν στα σπάργανα. Εκεί
γνωρίστηκα και με την σύγχρονη Μπουμπουλίνα, νέο κορίτσι τότε, γεμάτο επαναστατικό
ζήλο, την Ζωζώκα μου (έτσι την έλεγα), που έφτασε να γίνει μέχρι και πρόεδρος
της Βουλής, αλλά τα βρόντηξε όταν είδε τα όνειρά της να προδίδονται από
κάποιους επιτήδειους δεξιόστροφους σαλτιμπάγκους.
Τα χρόνια περνούσαν, η χώρα έμπαινε από την μια
σπηλιά στην άλλη, και εκεί κοντά στα τριάντα μου, μου δόθηκε και εμένα (με τη
σειρά μου) η μεγάλη ευκαιρία να παλέψω για το μέλλον του τόπου. Βαδίζοντας στα
χνάρια των ηρωικών ανταρτών προγόνων μου.
Ήταν στα τέλη του 2008, που η Αθήνα πάλλονταν
από επαναστατική ζέση… που ο ανθός της νεολαίας μας (μαζί κι εγώ) βγήκε στους
δρόμους διεκδικώντας ένα καλύτερο αύριο. Ακόμη θυμάμαι τις φωτιές, τις μολότοφ,
τις συγκρούσεις με τους μπάτσους, και τα βράδια τις ρετσίνες, τα κονιάκ, τα
τραγούδια του Πάνου Κιάμου, τους έρωτες, τα βίντεο του Λάκη, και τον άφθονο
αλβανικό μπάφο που μοιραζόμασταν με τα συντρόφια στα διάφορα σπίτια (των παλιών
αστών κλεφτών) στα οποία είχαμε κάνει κατάληψη εκ μέρους του λαού.
Επιτέλους ζούσα κι εγώ το όνειρο. Ζούσα την
επανάσταση… και δεν απείχε πολύ ο καιρός που η εργατιά, με τον Σύριζα (έτσι
λεγόταν τώρα το κίνημα) μπροστάρη, θα έκανε την έφοδο στον ουρανό… θα έπαιρνε
τα χειμερινά ανάκτορα….
Εσύ είσαι που το λες; Η αντίδραση έχει πολλά
πρόσωπα… και κάνει ότι περνά απ το χέρι της για να κρατάει γονατισμένο τον λαό,
και υπόδουλα τα νιάτα. Το λέει άλλωστε και η Αντζι Σαμίου… χώρια που σε μια
κατάληψη κόλλησα και βλεννόρροια, και ήμουν τρεις μήνες κλινήρης, με κάτι
ενέσεις ναααα……
Μεσολάβησαν μερικά χρόνια ζόφου, με τον
Αμερικάνο αρχικά, και τον Καλαματιανό αργότερα, όπου όλα τα σκίαζε η φοβέρα και
τα πλάκωνε η σκλαβιά. Η μαύρη εποχή του Στουρνάρα και του Μπένυ. Μόνη αχτίδα
φωτός το κίνημα ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ, και εκείνο των Αγανακτισμένων, στα οποία
συμμετείχα ενεργά. Μάλιστα, μια φορά, στα διόδια των Μαλγάρων, κόντεψα να σπάσω
την κλείδα μου, όταν μαζί με τα συντρόφια προσπαθήσαμε να γκρεμίσουμε μια
μπάρα, που οι γερμανοτσολιάδες την είχανε πακτώσει με τσιμέντο! Εκείνο το βράδυ
γνωρίστηκα και με την γλυκιά Νάντια, την Ρόζα Λούξεμπουργκ του κινήματος, που
αργότερα θα γίνονταν και υπουργός της σύγχρονης κυβέρνησης του βουνού. Ένας
έρωτας όμως που δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, αφού τόσο οι αγωνιστικές
υποχρεώσεις, όσο και η διαφορά ηλικίας, μας το
απαγόρευσαν!
Και πάλι όμως, παρά τους αγώνες, η αντίδραση μας
νίκησε, και το κίνημα ξεψύχησε. Μέσα μου
βέβαια ήξερα ότι ο σπόρος της επανάστασης έχει φυτευτεί για τα καλά, και όπου
να’ ναι ο λαός μας θα ξυπνήσει, και θα σηκώσει και πάλι τον ήλιο πάνω απ την
Ελλάδα, αυτή την φορά στα αλήθεια… το έγραφε και ο Φίλης στην ΑΥΓΗ, διότι ο
νέος ηγέτης της αλλαγής, δεν είναι σαν τους άλλους… Όχι! Είναι ένας από εμάς…
το χαμογελαστό παιδί, που πέρασε μιαν ολόκληρη ζωή δίνοντας άνισες μάχες για
τον λαό του… πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στους αγώνες!
Και έτσι επιτέλους ξημέρωσε εκείνη η άγια μέρα
του περασμένου Γενάρη… και το φως επέστρεψε στην χώρα μας. Ο Αλέξης μπήκε στο
Μαξίμου, και οι δοσίλογοι κούρνιασαν… μαζί κι οι τοκογλύφοι δανειστές… σκυλάκια
του καναπέ μπροστά στις στοχευμένες επιθέσεις του Γιάνη, του Λεουτσάκου, του
Στρατούλη, του Κουράκη, του Κυρίτση, και των άλλων παιδιών της επανάστασης.
Αγωνιστές και συγχρόνως τεχνοκράτες. Από τέτοιους έχει ανάγκη η πατρίδα, αν
θέλει να πάει μπροστά. Από Λαπαβίτσες και Μηλιούς…
Οι αγώνες μου λοιπόν (και της οικογένειάς μου)
επιτέλους δικαιώθηκαν. Μπορούσα πια να ξαποστάσω. Η Βαστίλη έπεσε! Ανήκα στους λίγους, στους εκλεκτούς, στους
παλιούς αγωνιστές του κινήματος, που τώρα η πατρίδα θα αντάμειβε… Γι αυτό και
διορίστηκα επιστημονικός συνεργάτης σε υπουργό (παλιός πασόκος, αλλά δεν με
πειράζει), ενώ εξ αντανακλάσεως διορίστηκαν και όλα τα ξαδέρφια μου σε διάφορα
υπεύθυνα πόστα, αφού η νέα κυβέρνηση χρειάζεται ανθρώπους έμπιστους,
καταρτισμένους, και πάνω απ όλα δημοκράτες, για να μπορέσει να υλοποιήσει τον
σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και να
ξεδιπλώσει το όραμά της…
Πολλοί με ρωτάνε, πως με τόσους αγώνες στην
πλάτη μου, δεν παρασύρθηκα από τον παλιό σύντροφο Λαφαζάνη και την Πασιονάρια
Ραχήλ, να τα βροντήξω και να συνεχίσω την πάλη από άλλο μετερίζι…
Κορόιδο είμαι; Εγώ ότι έκανα το έκανα. Αφιέρωσα
την ζωή μου στον σκοπό… μεγάλωσα πια… κοντεύω 35… ήρθε η ώρα να ξαποστάσω, και
να παραδώσω την σκυτάλη στους νέους… να ψηθούν κι αυτοί επιτέλους… να βάλουν κι
αυτοί ένα λιθαράκι για την πρόοδο του τόπου… να δώσουν τον δικό τους αγώνα, και
που ξέρεις; Μπορεί η πατρίδα κάποτε να τους το ανταποδώσει. Κοιτάξτε εμένα…
έπαιξα, αλλά δεν έχασα.
Εγώ γέρασα… πολέμησα, πέρασα απογοητεύσεις, έζησα
θριάμβους, αλλά τώρα τα βράδια δεν βασανίζομαι πια… κοιμάμαι ήσυχος… η
δημοκρατία νίκησε… ο ήλιος ανέτειλε και πάλι… ο λαός πήρε τις τύχες του στα
χέρια του… εξάλλου διορίστηκα … τι άλλο να κάνω πια;
Ε ρουφιάνοι της Μέρκελ, που φαγωθήκατε;
Ντίμης Β.
(Επιστ. Συνεργάτης υπουργού, πτυχιούχος 13ου
Λυκείου Επταλόφου, συνθέτης Χιπ Χοπ, street artist, και πάνω απ όλα Αγωνιστής με κεφαλαίο το Α)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου