31.1.16

Ο Χίτλερ πέρα από τη δαιμονοποίηση…



«Ονειρεύομαι ή είμαι ζωντανός — αυτό διερωτώμαι τώρα! Κάθομαι στο γραφείο της Καγκελαρίας στη Wilhelmsplatz. Πολυάριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι πλησιάζουν αθόρυβα περπατώντας πάνω στο μαλακό χαλί, ώστε να προσκομίσουν έγγραφα για την “Καγκελαρία του Ράιχ”, η οποία τώρα προεδρεύει του Υπουργικού Συμβουλίου και ετοιμάζει τα πρώτα κυβερνητικά μέτρα. Έξω, ο λαός περιμένει υπομονετικά, όλοι μαζί περιμένουν “Αυτόν” να τους οδηγήσει μακριά — αρχίζουν να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και φωνάζουν, “Ζήτω ο Φύρερ!” και “Ζήτω ο Καγκελάριος του Ράιχ!” […] Η βραδινή παρέλαση βάδισε ενώπιον του ευτυχούς ηλικιωμένου [του Προέδρου Χίντενμπουργκ] ο οποίος άντεξε μέχρι να περάσει και ο τελευταίος SA στρατιώτης, γύρω στα μεσάνυχτα.





Έπειτα ακολούθησε ο ενθουσιασμός για τον Φύρερ, για τον Πρόεδρο του Ράιχ. Στιγμές κατά τις οποίες άντρες και γυναίκες παραμερίζουν το παρελθόν, κρατούν αγκαλιά τα παιδιά τους αντικρίζοντας τον Φύρερ, νεαρά κορίτσια και αγόρια με πρόσωπα να ακτινοβολούν αναγνωρίζοντας “Αυτόν” στο παράθυρο της Καγκελαρίας του Ράιχ! Ο Αρχηγός συμπεριφέρεται με απερίγραπτη αυτοπεποίθηση. Και με συνέπεια! Πάντα λίγα λεπτά νωρίτερα από τον προκαθορισμένο χρόνο! Πρέπει να το πάρω απόφαση να αγοράσω ένα ρολόι. Μια νέα εποχή έχει ανατείλει!»…



Ήταν 30 Ιανουαρίου 1933 όταν ο Ρούντολφ Ες έγραφε τα παραπάνω λόγια στο ημερολόγιό του. Ήταν η ημέρα της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία. Νωρίτερα την ίδια ημέρα, στο γραφείο του Καγκελάριου ο Χίτλερ, μιλώντας με τον Γκέμπελς, είπε: «Καμία δύναμη στον κόσμο δεν θα με βγάλει ζωντανό από εδώ μέσα» — μια προφητεία που επιβεβαιώθηκε.
Τα 12 χρόνια της ύπαρξης του Γ΄ Ράιχ η 30ή Ιανουαρίου ήταν επίσημη επέτειος του καθεστώτος και εορταζόταν με παρελάσεις και εκδηλώσεις θαυμασμού στο πρόσωπο του Φύρερ. Λίγες ημέρες μετά, στις 27 Φεβρουαρίου, ακολούθησε ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ, ένα από τα πιο καθοριστικά συμβάντα για την εγκαθίδρυση του ναζισμού.
Αν και οι συνθήκες πυρπόλησης του κτιρίου δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί ιστορικά με απόλυτη βεβαιότητα, η πράξη αυτή αποτέλεσε το απόλυτο «Θείο δώρο» δώρο για τον Χίτλερ. Η ναζιστική κυβέρνηση απέδωσε τον εμπρησμό στον Ολλανδό κομουνιστή Μαρίνους Βαν Ντερ Λούμπε, εξαπολύοντας μία πρωτοφανή εκστρατεία κατά του κομουνισμού και του «αδύναμου» παλαιού καθεστώτος και, στις έκτακτες εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, κατέκτησε την απόλυτη πλειοψηφία. Αμέσως μετά, και μέσα στο κλίμα έντασης και ανασφάλειας που είχε δημιουργηθεί, με εξουσιοδοτικούς νόμους και αναγκαστικά διατάγματα, ο Χίτλερ άρχισε να καταργεί δημοκρατικά δικαιώματα και να επιβάλλει την εξουσία του με απόλυτο και βίαιο τρόπο. Εφημερίδες έκλεισαν, λογοκρισία επιβλήθηκε παντού, πολιτικοί αντίπαλοι φυλακίστηκαν, τα Τάγματα Εφόδου (SA) ανέλαβαν να καταπνίγουν κάθε αντίσταση.
Έπειτα από λίγους μήνες, ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ πεθαίνει, ο Χίτλερ αναλαμβάνει και το δικό του αξίωμα και γίνεται η απόλυτη εξουσία του Γ΄ Ράιχ.
 Τα αίτια της ανόδου του Χίτλερ, έχουν μελετηθεί αρκετά. Η οικονομική κρίση, τα αισθήματα ταπείνωσης των Γερμανών από την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους όρους που τη συνόδευσαν, ο ριζοσπαστισμός μιας εποχής κατά την οποία η Δημοκρατία αποτελούσε μια έννοια προβληματική, καθώς είχε χρεωθεί τόσο τον πόλεμο όσο και την κρίση, προκάλεσαν μια βίαιη ριζοσπαστικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον πανίσχυρο γερμανικό εθνικισμό, δημιούργησαν ένα πλέγμα αιτιών που έστρεψαν τους πολίτες σε έναν χαρισματικό πλην όμως μοιραίο εξτρεμιστή. Εξίσου μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για τις πολιτικές αποφάσεις του Χίτλερ. Τις στρατηγικές επιλογές του, τα λάθη του, τα χρόνια των θριάμβων, το τέλος του ιδίου και του καθεστώτος του μέσα σε συνθήκες που δοκίμαζαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης.



Η «δαιμονοποίηση» του Χίτλερ (σύμφωνα με τον όρο που καθιέρωσε ο σπουδαίος βιογράφος του Γιοαχίμ Φεστ) έχει πλήξει την ιστορική παρουσίασή του, καθώς πολλά ζητήματα παραμένουν ακόμη ταμπού. Υπάρχουν όμως πτυχές της προσωπικότητάς του, καθώς και γεγονότα που αφορούν τους στόχους και τους λόγους της κυριαρχίας του, που πρέπει να αναλυθούν περαιτέρω, προκειμένου να κατανοηθεί ακόμα περισσότερο το φαινόμενο Χίτλερ. Εξάλλου, όπως είχε πει ο Λα Ροσφουκό: «Υπάρχουν κακοί άνθρωποι στον κόσμο που θα ήταν λιγότερο επικίνδυνοι αν δεν είχαν κάτι καλό πάνω τους»
Ο «αγράμματος δεκανέας» που όλοι υποτιμούσαν
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους επικράτησης του Χίτλερ ήταν η υποτίμησή του από τους αντιπάλους του. Τον αποκαλούσαν ειρωνικά «ο αγράμματος δεκανέας». Τον υποτίμησαν οι αρχικοί του συναγωνιστές στο μικρό κόμμα όπου είχε γραφτεί. Τον υποτίμησαν το παλαιό πολιτικό καθεστώς και η μεγαλοαστική τάξη της Γερμανίας, που πίστεψαν ότι θα κατάφερναν να τον ελέγξουν. Τον υποτίμησαν οι δυτικές κυβερνήσεις τη δεκαετία του ’30, όταν μόνο ο Τσόρτσιλ προειδοποιούσε για τους κινδύνους της ανόδου του. Ο Χίτλερ απέδειξε ότι είχε δυνατότητες που του επέτρεψαν από επαρχιώτης δημαγωγός να εξελιχτεί σε πολιτικό ηγέτη της εποχής του.
Με τις μεγάλες ικανότητες και τον ακόμα μεγαλύτερο κυνισμό
Ο Χίτλερ είχε εξαιρετικά δυνατή σκέψη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πανεπιστημιακή μόρφωση. Μελετούσε όμως πολύ και είχε διάθεση συνεχώς να μαθαίνει. Ήταν εν πολλοίς αυτοδίδακτος. Αναμφίβολα ήταν πολύ ευφυής. Ως προσωπικότητα ήταν τόσο ισχυρή, που κατάφερε να επιβληθεί σε απόλυτο βαθμό σε προσωπικότητες πολύ μεγαλύτερης μόρφωσης και ανώτερης κοινωνικής-οικονομικής προέλευσης. Το μεγαλύτερο πολιτικό ταλέντο του ήταν αναμφίβολα η ρητορική του δεινότητα. Οι ομιλίες του ήταν κατά κανόνα εξαιρετικά σύντομες και υψηλής έντασης. Το μεγαλύτερο τακτικό ατού του το ότι «μύριζε» τις αδυναμίες των αντιπάλων του και καταλάβαινε πού το πάνε. Ήταν επίσης αδιανόητα κυνικός. Τη μια μέρα έδινε τα χέρια, την επομένη έκανε ακριβώς το αντίθετο. Δεν τήρησε σχεδόν καμία από τις συμφωνίες που έκανε. Κορόιδεψε τους ηγέτες των μικρών κομμάτων που τον δέχτηκαν στις τάξεις του. Άδειασε τον συναρχηγό του στο εθνοσοσιαλιστικό κόμμα. Κορόιδεψε τους Δυτικούς μετά τη συμφωνία του Μονάχου, την οποία πρώτος αυτός καταπάτησε λίγες εβδομάδες μετά. Κορόιδεψε τους Σοβιετικούς καταπατώντας το σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότοφ.
Η καλλιτεχνική φύση 

Αυτό που πάντα ήθελε ο Χίτλερ ήταν να γίνει καλλιτέχνης. Μετά την αποτυχία του να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, έκανε ένα σωρό επαγγέλματα για να επιβιώσει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Αρχικά μπογιατζής, οικοδόμος, ταπετσέρης. Μετά πωλητής καρτ ποστάλ που ζωγράφιζε ο ίδιος και διαφημιστής — το επάγγελμα που του άρεσε περισσότερο από όλα. Η καλλιτεχνική φύση του τον συνόδευε και στην πολιτική. Τις πρώτες αφίσες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος τις έφτιαξε μόνος του. Το σύμβολο των Ναζί, τη σβάστικα και το «λογότυπο» του καθεστώτος, τα σχεδίασε ο ίδιος. Ήταν επίσης φανατικός της τεχνολογίας και το μεγάλο του πάθος ήταν η αρχιτεκτονική. Μαζί με τον αγαπημένο του αρχιτέκτονα, τον Σπέερ, σχεδίαζε πόλεις, πάρκα, κτίρια, κ.ά. Πολλά δε ήταν και πολύ ενδιαφέροντα, καθώς από τότε σχεδίαζαν υπόγεια πάρκινγκ, μεγάλους κοινόχρηστους χώρους, τεράστια πάρκα κλπ. Ομορφότερη πόλη στον κόσμο θεωρούσε το Παρίσι και ήθελε να κάνει το Βερολίνο ακόμη πιο εντυπωσιακό. Λίγο πριν το τέλος και ενώ οι Σοβιετικοί είχαν μπει στο Βερολίνο, που ήταν ήδη ένα σωρό από χαλάσματα, ο Χίτλερ μαζί τον Σπέερ κοίταζαν αμίλητοι τη μακέτα με το Βερολίνο του μέλλοντος την οποία είχαν από κοινού σχεδιάσει…
Τα παιδικά τραύματα, οι γυναίκες, τα θέματα υγείας
Ως παιδί, ο Χίτλερ ήταν κακοποιημένος, κυρίως από τον πατέρα του. Αν και ο ίδιος τα απέκρυπτε (στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», τη σημασία του οποίου σταδιακά υποβάθμιζε ο ίδιος, σχεδόν δίνει την αίσθηση ότι μεγάλωσε σε ιδανική οικογένεια), η αλήθεια είναι ότι μεγάλωσε με συμπλέγματα και χαμηλή αυτοεκτίμηση, η οποία και δημιούργησε το υπόστρωμα για το μίσος που έτρεφε μέσα του. Όσα έχουν κατά καιρούς ακουστεί για σεξουαλική ανικανότητα και τα συναφή είναι ανοησίες. Είχε απολύτως φυσιολογική σεξουαλική ζωή, τόσο με την Εύα Μπράουν όσο και με άλλες γυναίκες παλαιότερα. Η φήμη ότι η σχέση του με τη Λένι Ρίφενσταλ δεν ήταν μόνο «επαγγελματική-πολιτική» πιθανότατα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κάποια στιγμή γύρω στο 1938 άρχισε να εμφανίζει κάποια προβλήματα υγείας και πίστεψε ότι θα πεθάνει νωρίς, οπότε άρχισε να επισπεύδει τα σχέδιά του. Αργότερα προσεβλήθη από πάρκινσον, ενώ είχε θέματα και με το στομάχι του. Τα προβλήματα αυτά τον είχαν καταβάλει αισθητά τα τελευταία χρόνια του πολέμου.
Ο νοσηρός βολονταρισμός και το τυφλό μίσος
Ο Χίτλερ ήταν η προσωποποίηση του νοσηρού βολονταρισμού. Πίστευε στην υπέρτατη δύναμη της θέλησης και στην υπεροχή που προσέδιδε η κατ’ αυτόν κυριαρχία των ιδεών του. Πίστευε πραγματικά ότι ένας ναζί στρατιώτης αξίζει περισσότερα από έναν δημοκράτη ή κομουνιστή στρατιώτη, όχι μόνο επειδή ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος αλλά και λόγω της υπέρτερης δύναμης των πεποιθήσεών του. Αυτή η στρεβλή πρόσληψη της πραγματικότητας, πέραν τού ότι τον οδήγησε σε πολλές λανθασμένες εκτιμήσεις, τον έκανε να βιώσει με τρόπο παραληρηματικό την ήττα. Να θεωρεί ότι ηττήθηκαν επειδή έπαψαν να πιστεύουν στις ιδέες τους και όχι επειδή η αναλογία δυνάμεων, από ένα σημείο και μετά, ήταν συντριπτική εις βάρος του. Ο Χίτλερ μισούσε. Θεωρούσε δε το μίσος ευλογία, καθότι αποτελούσε κίνητρο για τον αγώνα του, την εσωτερική δύναμη που χρειαζόταν το σχέδιό του για να εφαρμοστεί. Και θεωρούσε διπλή ευλογία ότι τον μισούσαν και οι άλλοι. Γι’ αυτόν η πολιτική σύγκρουση ήταν απόλυτη και οι συμβιβασμοί ήταν αποδεκτοί μόνο ως τακτικό μέρος του ολοκληρωτικού πολέμου — όχι ως πολιτική στάση. Έχει ειπωθεί ότι ενσάρκωνε τη γνωστή ρήση του Κλαούζεβιτς αλλά αντίστροφα: ότι για αυτόν, δηλαδή, «η πολιτική ήταν συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα».



Το μίσος γα τους Εβραίους
Το μίσος του για τους Εβραίους ήταν παθολογικό. Και καταστρεπτικό, ως απεδείχθη. Ενώ οι προσεγγίσεις του ήταν κατά κανόνα ορθολογικές, όταν στη συζήτηση ή την ανάλυση έμπαινε ο παράγοντας Εβραίοι, ο Χίτλερ έχανε —λόγω εμπάθειας— τα λογικά του. Τα αίτια του μίσους του για τους Εβραίους δεν είναι ακόμη γνωστά. Ασφαλώς δεν αφορούσαν μόνο την ανάγκη κατασκευής ενός «αναγκαίου εχθρού». Ήταν βαθύ και ειλικρινές μίσος, όχι στρατηγικό τέχνασμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην πολιτική διαθήκη του, την οποία υπαγόρευσε μία ημέρα πριν την αυτοκτονία του, αναφέρεται στην ανάγκη διατήρησης των φυλετικών νόμων. Για το αν το μίσος αυτό οφειλόταν σε κάποιο προσωπικό βίωμα ή αν ήταν απόρροια του αντισημιτισμού που προϋπήρχε στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έχουν γραφτεί πολλά. Πιθανότατα ισχύει το δεύτερο. Ήταν η ακραία έκφραση ενός αντισημιτικού ρεύματος που ήδη υπήρχε.
Τα χρόνια πριν τον πόλεμο
Η επταετία 1933-39 ήταν περίοδος ευημερίας για τη Γερμανία. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν εντυπωσιακή, η ανεργία έπεφτε, τα εισοδήματα είχαν βελτιωθεί. Η Γερμανία παρουσίαζε ρεκόρ γάμων και γεννήσεων, και συνολικά υπήρχε μεγάλη αισιοδοξία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Εξ ου και η στήριξη στο ναζιστικό καθεστώς ήταν συντριπτική. Στα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου, ελάχιστοι ενδιαφέρονταν για τη δημοκρατία: οι περισσότεροι νοιαζόταν για το ποιος μπορούσε να φέρει ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι. Αυτό ίσχυε και για άλλες χώρες, καθώς ο θαυμασμός για τον Χίτλερ είχε γίνει σχεδόν καθολικός, ανάμεσα και σε ηγέτες άλλων χωρών. Η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής ηγεμονίας χωρίζεται (χοντρικά) σε δύο φάσεις: μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936 είναι κάπως πιο ήπια, διότι τον Χίτλερ τον ενδιέφερε η διεθνής εικόνα του καθεστώτος και παράλληλα ήθελε να καθησυχάζει τους ξένους ώστε να μπορεί να προχωρεί ανεμπόδιστος στον επανεξοπλισμό της χώρας· μετά το ’36, άρχισε να γίνεται ακόμη πιο αυταρχικός στο εσωτερικό και επιθετικός στο εξωτερικό με συνεχείς επιδείξεις δύναμης, χωρίς ωστόσο αυτές να επηρεάσουν τη δημοτικότητά του. Στα τέλη της δεκαετίας η ευφορία ήταν τόσο μεγάλη, που τα στελέχη του καθεστώτος έλεγαν μεταξύ τους: «Σε μερικές δεκαετίες ο κόσμος δεν θα μπορούσε να φανταστεί πώς ήταν η ζωή πριν την ύπαρξη του Εθνικοσοσιαλισμού».
Μια ανάσα από τη νίκη
Το σχέδιό του Χίτλερ ήταν η κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο στόχος του ήταν ένας αστραπιαίος πόλεμος που θα του επέτρεπε την ενοποίηση όλων των εδαφών όπου κατοικούσαν γερμανικά φύλα και η δημιουργία κρατών-δορυφόρων. Και έφτασε πολύ κοντά στο να το πετύχει. Μέχρι τα μέσα του 1941, μόνος αντίπαλός του σε αυτό τον σχεδιασμό ήταν η Βρετανία, με την οποία ο ίδιος προσπάθησε να έρθει σε συμβιβασμό, προσφέροντάς της την απόλυτη ακεραιότητά της και της κτήσεις της. Της είπε ουσιαστικά, «Κάνε τη δουλειά σου στην αυτοκρατορία και άσε μου την Ευρώπη», άποψη που πολλοί στη Βρετανία ήταν έτοιμοι να συζητήσουν. Αν στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου 1940 —με τη Γαλλία να καταρρέει μέσα σε 20 μέρες και τον Χίτλερ να κυριαρχεί διά περιπάτου σε όλη τη Δυτική Ευρώπη— οι Βρετανοί υπέκυπταν και δέχονταν τους όρους ειρήνης του Χίτλερ, όλα όσα ξέρουμε από εκεί και πέρα θα ήταν μια διαφορετική ιστορία. Το σχέδιο χάλασε ένας επίσης αποφασισμένος, επίσης συγκροτημένος, επίσης ιδιοφυής και χαρισματικός ρήτορας: ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος αρνήθηκε τη συνθηκολόγηση και παρέσυρε τον Χίτλερ σε έναν μεγάλο και μακροχρόνιο πόλεμο που μακροπρόθεσμα ήταν καταδικασμένος να χάσει. Από την ώρα που ο Χίτλερ δεν κέρδισε τον πόλεμο-αστραπή και μπήκε σε διμέτωπο αγώνα (ειδικά μετά την είσοδο και των ΗΠΑ), η ήττα του ήταν προδιαγεγραμμένη, ήδη από το φθινόπωρο 1942. Μπορεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική ζημιά στους Ναζί να την έκαναν οι Σοβιετικοί, αλλά η ήττα του Χίτλερ θεμελιώθηκε στο Λονδίνο, στα τέλη Μαΐου του 1940. Από τον Τσόρτσιλ.
Η φρίκη του ναζιστικού λυκόφωτος
Παρά το ότι η ήττα είχε προδιαγραφεί αρκετά νωρίτερα, ο Χίτλερ και το απολύτως προσωποπαγές καθεστώς του, στο οποίο ο ίδιος αποτελούσε την πηγή νομιμοποίησης κάθε εξουσίας, διατηρούσε απολύτως τον έλεγχο της πολιορκούμενης Γερμανίας. Παρά τη βέβαιη συντριβή, οι μηχανισμοί του Ράιχ διατηρούσαν τον έλεγχο της χώρας, ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως χαρισματικός (με τη βεμπεριανή έννοια του όρου) ηγέτης από τους συμπατριώτες του. Η άρνηση να παραδοθούν ήταν απόλυτη. Παρ’ όλα αυτά, η φρίκη και η παράνοια των ημερών εκείνων δεν είχε όρια. Δεκάδες χιλιάδες Γερμανοί πολίτες εκτελέστηκαν από τα τάγματα των SS και τους πολιτοφύλακες επειδή δεν βρέθηκαν στη θέση τους. Δεκαπεντάχρονα παιδιά στέλνονταν με ποδήλατα και ρουκέτες πάνω σε σοβιετικά τανκς. Στα υπόγεια της Καγκελαρίας, με τους Σοβιετικούς μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, τα ανώτατα στελέχη του καθεστώτος επιδίδονταν σε ξέφρενα πάρτι και σεξουαλικά όργια και μετά αυτοκτονούσαν ομαδικώς. Πάνω από 2.800 στελέχη του καθεστώτος αυτοκτόνησαν, ακολουθώντας τον ηγέτη τους — απόδειξη και αυτό της απόλυτης πνευματικής κυριαρχίας του Χίτλερ επί των μυαλών και των συνειδήσεών τους.



Επιλογικά
Αν και αποτελεί το ιστορικό πρόσωπο για το οποίο έχουν γραφτεί οι πιο πολλές σελίδες, η ιστοριογραφία γύρω από τον Χίτλερ παραμένει προβληματική. Οι εντάσεις και τα πάθη που ακόμη αναπτύσσονται επιδρούν αρνητικά στην ιστορική έρευνα, η οποία οφείλει να στέκεται πάνω από αυτά και να αναζητεί την αλήθεια, στον βαθμό και το εύρος που αυτή μπορεί να είναι αντικειμενική. Η παρουσίαση του Χίτλερ ως μιας ημίτρελης καρικατούρας συμβάλλει μεν στην απομυθοποίησή του, δεν συμβάλλει όμως στην κατανόηση του ναζιστικού φαινομένου, στα αίτια της ανόδου και της κυριαρχίας του, στα βαθύτερα αίτια που τον έκαναν να δημιουργήσει το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός του περασμένου αιώνα. Μπορεί εντέλει αυτό να λειτουργεί εις βάρος του Χίτλερ ως ιστορικού προσώπου, αλλά εντέλει λειτουργεί ως συνηγορία υπέρ των απεχθών ολοκληρωτικών θεωριών, στον βαθμό που δεν έχουμε μάθει να εντοπίζουμε τα ψήγματα που τις θεριεύουν: εν προκειμένω, τον ακραίο εθνικισμό, τον ρατσισμό και τον βίαιο λαϊκισμό. Μπορεί το δίδαγμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η πολιτική διαπαιδαγώγηση που ακολούθησε να μείωσε την ισχύ των φαινομένων αυτών, αλλά είναι αβέβαιο πόσο θα διαρκέσει αυτό. Εξ ου και ορθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε ακόμη τελειώσει με τον Χίτλερ.

Ευτύχης Βαρδουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου