Ανήμερα την εορτή Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου
1954, ήρθε στην ζωή ο άνθρωπος που δικαιωματικά μπορεί να χαρακτηριστεί...
ποδοσφαιρικός πολιούχος της Θεσσαλονίκης. Ο Βασίλης Χατζηπαναγής είναι ο αυτός
που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν το ποδόσφαιρο οι Ελληνες φίλαθλοι και
ορθώς αναδείχθηκε ως ο κορυφαίος Ελληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών.
Γεννημένος 5.218 χιλιόμετρα μακριά από εκεί που
θα έκανε τον κόσμο να παραμιλάει μαζί του, στην μακρινή Τασκένδη του
Ουζμπεκιστάν (τότε Σοβιετική Ενωση), από Ελληνες πολιτικούς πρόσφυγες,
κυπριακής καταγωγής, ο Χατζηπαναγής έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 22 Νοεμβρίου
1975. Ηταν ξημερώματα Σαββάτου, αλλά στον σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχαν περίπου
1.500 φίλαθλοι του Ηρακλή για να τον υποδεχθούν!
Πριν καν συμπληρώσει τα 21 του χρόνια, πριν καν
δείξει τι μπορεί να κάνει, ο Χατζηπαναγής βρέθηκε στα χέρια φιλάθλων να τον
αποθεώνουν. Ο Ηρακλής είχε καταφέρει να κάνει δικό του τον ταλαντούχο ομογενή
από την Σοβιετική Ενωση, με ενέργειες του τότε προέδρου του, Νίκου Ατματσίδη, ο
οποίος αργότερα θα αποτελούσε τον... δεύτερο πατέρα του Χατζηπαναγή.
Ο «Βάσια» είχε ξεκινήσει την... ερωτική σχέση
του με την μπάλα από πολύ μικρός. Αλλοι στην ηλικία του βολόδερναν στους
δρόμους, προσπαθώντας να μάθουν να κλωτσάνε την μπάλα, όταν ο ίδιος ήδη της...
μιλούσε. Εγγράφεται στην Ντιναμό Τασκένδης και στα 17 του χρόνια κάνει
ντεμπούτο στην ανδρική ομάδα. Το 1972 η Παχτακόρ, από τις καλύτερες ομάδες της
Σοβιετικής Ενωσης τότε, επενδύει στον Χατζηπαναγή και τον αποκτά από την Ντιναμό.
Στα τρία επόμενα χρόνια, έως το 1975, ο Χατζηπαναγής γίνεται βασικός και
αναντικατάστατος με την Παχτακόρ, την οποία οδήγησε και στην κατάκτηση ενός
πρωταθλήματος!
Ντεμπούτο στο ελληνικό πρωτάθλημα έκανε δύο βδομάδες μετά την άφιξή του, στις 7
Δεκεμβρίου, στον αγώνα του Ηρακλή με τον Ατρόμητο στη Βέροια (το Καυταντζόγλειο
ήταν τιμωρημένο) και κορυφαία στιγμή του ήταν η παράσταση που έδωσε στον τελικό
Κυπέλλου το 1976, ίσως στον κορυφαίο που έχει γίνει ποτέ. Με δύο γκολ και
δεκάδες άλλες περίτεχνες ενέργειες ο Χατζηπαναγής οδήγησε τον Ηρακλή στην
κατάκτηση του τίτλου απέναντι στον Ολυμπιακό, σε έναν αγώνα που τελείωσε με 4-4
και οδηγήθηκε στα πέναλτι εκεί όπου επικράτησαν οι κυανόλευκοι με 7-6.
Με τον Ηρακλή κατέκτησε και ένα Βαλκανικό
Κύπελλο το 1985, αυτό όμως που κυρίως κέρδισε ήταν την καθολική αποδοχή του από
το φίλαθλο κοινό. Ηταν ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου
που επί της ουσίας ένωσε τους φιλάθλους, υπό την έννοια ότι ήταν αυτός για τον
οποίο ο κόσμος πήγαινε στο γήπεδο ανεξαρτήτως συλλογικών προτιμήσεων, απλά και
μόνο για να τον θαυμάσει από κοντά.
Η άποψη ότι αδικήθηκε που έμεινε στον Ηρακλή
–ολοκληρώνοντας την καριέρα του το 1990– και δεν έφυγε στο εξωτερικό μόνο εκτός
πραγματικότητας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Τον Χατζηπαναγή προσπάθησαν να
αποκτήσουν η Αρσεναλ, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Στουτγκάρδη, η Λάτσιο, ωστόσο ήταν
άλλες οι εποχές, ήταν άλλος ο τρόπος σκέψης, δεν υπήρχε κατ’ ουσίαν
επαγγελματικός αθλητισμός στην Ελλάδα, τα συμβόλαια ήταν άκρως δεσμευτικά για
τους παίκτες και έτσι ο κορυφαίος Ελληνας ποδοσφαιριστής δεν μπόρεσε να δείξει
σε όλη την Ευρώπη αυτό που πραγματικά ήταν. Ενας ποδοσφαιριστής στο ίδιο
επίπεδο με τους θρύλους Γιόχαν Κρόιφ και Ντιέγκο Μαραντόνα.
Η γιαγιά και ο Ολυμπιακός
Λίγα λεπτά μετά την άφιξή του στη
Θεσσαλονίκη, αφού πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Ελλάδα, μένει
χαραγμένη στο μυαλό του Βασίλη Χατζηπαναγή η πρώτη έντονη στιγμή από την
καινούργια ζωή του, το νέο ξεκίνημά του.
Είναι η συνάντηση για πρώτη φορά με τη γιαγιά
του... «Με περίμεναν 1.500 άτομα στον σταθμό, είχε πολύ κόσμο για ένα παιδί που
ερχόταν από την Τασκένδη. Ηταν πρωτόγνωρα για μένα. Είδα τη γιαγιά μου να με
περιμένει. Ηταν πολύ συγκινητικό. Δεν την είχα δει από κοντά. Εκεί τη γνώρισα,
όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς μου», είχε τονίσει ο Χατζηπαναγής, όταν
έπειτα από χρόνια ξετύλιγε το κουβάρι της ξεχωριστής ιστορίας του.
Η γιαγιά του ήταν αυτή που κατά κάποιον τρόπο
έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο για να παίξει ποδόσφαιρο ο εγγονός της στον Ηρακλή.
Κι όμως...
Ο Ολυμπιακός ήταν αυτός που πρώτος πλησίασε τον
Χατζηπαναγή, όμως το καθεστώς στον αθλητισμό της Σοβιετικής Ενωσης ήταν
ξεκάθαρο και... απαγορευτικό για οποιαδήποτε ελληνική κίνηση.
Η Παχτακόρ –και οποιαδήποτε άλλη ομάδα– δεν
μπορούσε να πουλήσει κανέναν παίκτη της. Δεν έφευγαν οι παίκτες από τις ομάδες
εκείνη την εποχή, εκτός κι αν κάποιος ζητούσε να επαναπατρισθεί. Οι
«ερυθρόλευκοι» βρήκαν τον Χατζηπαναγή σε ένα παιχνίδι της Σοβιετικής Ενωσης
στην Ισλανδία, αλλά δεν μπόρεσαν να τον κάνουν δικό τους.
Η γιαγιά του Χατζηπαναγή υπέγραψε τον
επαναπατρισμό του εγγονού της με τη βοήθεια ανθρώπων του Ηρακλή και έτσι στις
22 Νοεμβρίου 1975 ο «Βάσια» πάτησε στην Ελλάδα για να ξεκινήσει την καριέρα...
ζογκλέρ στα ελληνικά γήπεδα και να ξεσηκώσει ολόκληρο τον φίλαθλο κόσμο.
Με αυτόν τον τρόπο είχαν αποχωρήσει από τη
Σοβιετική Ενωση μόνο ο ίδιος και άλλος ένας Ισπανός που αγωνιζόταν στην
Τορπέντο Μόσχας!
«Η μεγαλύτερη πικρία που δεν έπαιξα στην
Εθνική»
Το μεγάλο παράπονο του Βασίλη Χατζηπαναγή ήταν
ότι δεν κατάφερε να βοηθήσει ποτέ την εθνική ομάδα, με την οποία είχε μόλις δύο
συμμετοχές. Μία σε ένα φιλικό παιχνίδι με την Πολωνία (6/5/1976, νίκη με 1-0)
στη Λεωφόρο, όταν ήταν εν ενεργεία ποδοσφαιριστής και τη δεύτερη το 1999, στα
45 του χρόνια, όταν η εθνική αντιμετώπισε την Γκάνα (1-1) στο παιχνίδι που
έγινε προς τιμήν του και ο ίδιος κατάφερε να παίξει για ένα 20λεπτο.
Το 1972, όταν η Παχτακόρ τον απέκτησε από την
Nτιναμό Τασκένδης, ζήτησε την έγκριση των γονιών του για να αποκτήσει τη
σοβιετική υπηκοότητα. Οι γονείς του ενέκριναν την πρόταση αυτή, ώστε να
μπορέσει ο «Βάσια» να παίξει στις μικρές εθνικές ομάδες, αλλά και στο
πρωτάθλημα. Ηταν μια ενέργεια που δεν θα έκαναν, αν ήξεραν αργότερα ότι ο γιος
τους θα είχε πρόβλημα με τη συμμετοχή του στην ελληνική εθνική ομάδα. «Αποτελεί
τη μεγαλύτερη πικρία μου που δεν έπαιξα στην εθνική Ελλάδος, που είναι ο
καθρέφτης για κάθε παίκτη. Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα
πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν Αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής
του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ενωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά
τίποτα. Συνέχεια μου έλεγαν ότι δεν γινόταν να πάρω χαρτί, καθώς είχα αγωνιστεί
στην ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ενωσης στους αγώνες του Μόντρεαλ και είχαμε
πάρει το χάλκινο μετάλλιο. Ελεγαν πως η ΔΟΕ θα ζητούσε πίσω το μετάλλιο», είχε
επισημάνει ο Χατζηπαναγής.
Παρότι δεν είχε μεγάλη διεθνή καριέρα, κλήθηκε
να αγωνιστεί στη Μεικτή Κόσμου. Στις 22 Ιουλίου 1984 στο Νιου Τζέρσεϊ, ομάδα
αποτελούμενη από τους Μπεκενμπάουερ, Κέμπες, Κίγκαν, Σίλτον, Πφαφ, Μάγκατ,
Ροστό, Κρολ, Φιγκερόα, Ούγκο Σάντσες και πολλούς άλλους μαζί με τον Χατζηπαναγή
και τον Θωμά Μαύρο, αντιμετώπισε την Κόσμος. Ο «Βάσια» μπήκε αλλαγή στο 65΄ και
γνώρισε την αποθέωση από 15.000 Ελληνες ομογενείς που βρέθηκαν στο γήπεδο.
Σημ. Ο- Ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλου του κόσμου και όλων των εποχών από πλευράς ταλέντου και κατάρτισης. Οι μόνοι που μπορούν να συγκριθούν μαζί του είναι ο Μαραντόνα και ο Μέσι. Και οι τρεις αριστεροπόδαροι... τυχαίο; Παίζει κάτι;
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου