2.2.17

Τα ετερώνυμα έλκονται… μια δραχμολαγνική ιστορία!



Ο Χάρης ξύπνησε χαρούμενος. Είχε δει όνειρο, από αυτά που πάντα του άρεσαν. Περπατούσε, λέει, στο δρόμο κι έτρεχαν όλοι, μικροί και μεγάλοι, να του φιλήσουν το χέρι. Κι αυτός, σαν καλός νονός, τους μοίραζε … γρόσια. Κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, διαπίστωσε πως  χαμογελούσε χωρίς να το θέλει. Την ώρα μάλιστα που ξυρίζονταν άρχισε να γελάει νευρικά. Σαν μωρό παιδί. Καλά που δεν με βλέπει κανείς, σκέφτηκε, γιατί θα νόμιζε ότι τα έχω χάσει.




Και όμως, όχι μόνο δεν τα είχε χάσει, αλλά τα είχε τετρακόσια. Εδώ και χρόνια. Από τότε που κατάλαβε ότι η ζωή είναι σκληρή και μετά … πεθαίνεις, ότι ζήσε κι άσε τους άλλους να ψοφάνε, κι ότι το μόνο που ισχύει διαχρονικά είναι το «ότι αρπάξει ο κώλος μας». Αυτές ήταν οι βασικές του αρχές, με αυτές μεγάλωσε, και με αυτές πορεύονταν χρόνια τώρα. Μόνος, άκληρος, πλην όμως κύριος του εαυτού του, όπως συνήθιζε να απαντάει σε όλους τους περίεργους που κατά καιρούς τον ρωτούσαν γιατί δεν έκανε οικογένεια…



Αφού ξεμπέρδεψε με την πρωινή τουαλέτα του, έβαλε τις γαλλικές κολόνιες του, ετοίμασε ένα φρέσκο καφέ με γεύση αμυγδάλου (που τον παράγγελνε από την Ελβετία), άναψε το κουβανέζικο πούρο του, και έκατσε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Η ζωή είναι ωραία, σκέφτηκε, μπαίνοντας στον λογαριασμό του στην εταιρία Χ90, για να ελέγξει όπως κάθε μέρα τις μετοχές του στα διάφορα χρηματιστήρια ανά τον κόσμο.
Λίγο συνοφρυώθηκε όταν είδε πως ο Dow  ανέβηκε μόλις +0.14% και ο Nasdaq +0.50%. Περισσότερο όμως ανησύχησε όταν είδε την μετοχή της Starbucks αλλά και αυτήν της Under Armour να έχουν πέσει κατά -2.39% και -2.65% αντίστοιχα. Χαλάρωσε όμως, όταν διαπίστωσε πως η Apple, της οποίας διέθετε ουκ ολίγες μετοχές, ανέβηκε από χθες το πρωί +6.10%. Καλά πάμε, σκέφτηκε, και  ρούφηξε μια γουλιά απ τον καφέ, συνεχίζοντας το σέρφινγκ του… η αγγλική λίρα και το γιαπωνέζικο γεν κρατούσαν γερά. Μάλιστα η λίρα ήταν εκεί που την ήθελε, κλειδωμένη στο $1.27. Και το καναδέζικο δολάριο, κι αυτό μια χαρά στέκεται…
Κρατάμε γερά, είπε μέσα του… πριν κλείσει το κομπιούτερ, και βγει για να κάνει την καθιερωμένη επίσκεψή του στο υπόγειο της μονοκατοικίας που έμενε, και το οποίο εδώ και μερικά χρόνια είχε μετατρέψει σε αποθήκη βασικών ειδών, σε ένα πλήρως στοκαρισμένο ιδιωτικό σουπερ μάρκετ, με χιλιάδες κονσέρβες, λάδια, ξηρά τροφή, και άλλα πολλά αγαθά πρώτης ανάγκης, που μπορεί να τα πλήρωσε χρυσάφι, αλλά ήξερε ότι μια μέρα θα του αποφέρουν μπόλικο χρήμα. Αρκεί να πάμε στη δραχμή σκέφτηκε. Να βγάζω γκόμενα με μια Κολγκέιτ… χα χα χα, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Το να μαζεύει τρόφιμα και άλλα είδη, για να αντιμετωπίσει το μαύρο μέλλον, ήταν μια επιθυμία από χρόνια καρφωμένη στο μυαλό του, από τότε που μικρό παιδί, ο θείος του ο Τζίμης, που είχε κάνει περιουσία ως εστιάτορας στο Μπρούκλιν, του έλεγε πως επί κατοχής, με μπόλικα «ντόλαρς», έγινε από πλούσιος ζάπλουτος. Πως αγόραζε διαμερίσματα έναντι ενός τενεκέ λαδιού, απ αυτούς που είχε φροντίσει να προμηθευτεί έγκαιρα, όταν οι υπόλοιποι «ελληναράδες» τρέχανε στα βουνά της Πίνδου φωνάζοντας «Αέρα»! Οι μπατίρηδες, όπως τους αποκαλούσε, τον έκαναν μιλιονέρη! Και ο θείος έκανε τον Χάρη εισοδηματία, όταν πεθαίνοντας μόνος και έρμος άφησε ότι είχε και δεν είχε στον αγαπημένο του ανεψιό… τον μόνο που τον καταλάβαινε, και τον μόνο που είχε πιάσει το νόημα.  

Αφού τσέκαρε πως όλα είναι μια χαρά στη θέση τους, κλείδωσε και βγήκε από το σπίτι, περπατώντας αργά ως τη κοντινή στάση. Από κει θα έπαιρνε το λεωφορείο, όπως κάθε μέρα, για να πάει στο αγαπημένο του καφενείο, και να μιλήσει με τα φιλαράκια του. Όλοι συνταξιούχοι σαν κι αυτόν. Απόμαχοι της ζωής… αλλά κορόιδα. Κανένας τους δεν είχε την πρόνοια, αλλά ούτε και το τσαγανό να δει μπροστά. Άμυαλα πιόνια της ζωής. Γι αυτό και τώρα κλαίγονταν όλοι μαζί, βρίζοντας τους αλήτες τους πολιτικούς που μας γονάτισαν. Γκρινιάζοντας για την πετσοκομμένη τους σύνταξη, που ίσα ίσα τους έφτανε για να περνάνε μια δυο βδομάδες.
Κι αυτός τα ίδια έλεγε. Μαζί τους «έκλαιγε». Τον βόλευε να το παίζει ένας από αυτούς. Που να ήξεραν… σκέφτηκε. Που να ήξεραν ότι για μένα δουλεύουν όλοι αυτοί οι μελανιασμένοι… οι αγανακτισμένοι… τα κορόιδα.
Έφτασε στο συνοικιακό καφενείο, και πήρε την συνήθη θέση του στη γωνία. Εκεί απ όπου μπορούσε να ελέγχει οπτικά τους πάντες, να ακούει, και παράλληλα να μπορεί να πετάγεται κάθε  τόσο, στις πιο κρίσιμες καμπές της συζήτησης που θα άναβε οσονούπω, για να πετάει τις μελετημένες ατάκες του… με τις οποίες οι περισσότεροι συμφωνούσαν, είτε δια βοής είτε απλά κουνώντας με κατανόηση το κεφάλι τους. Τους είχε εκπαιδευμένους. Τους είχε στο τσεπάκι του, κι αυτό του άρεσε. Ήταν, έτσι νόμιζαν, ένας από αυτούς… που να ήξεραν, ξανασκέφτηκε, ενθυμούμενος τις καταθέσεις που διατηρούσε σε πάνω από δέκα τράπεζες ανά τον κόσμο, την ώρα που για τα φιλαράκια του στο καφενείο, ήταν ένας ακόμη μπατίρης που τσίμα τσίμα τα έφερνε βόλτα, πίνοντας το πολύ πολύ έναν πικρό ελληνικό καφέ βερεσέ ή και ρεφενέ. Βρίζοντας κι αυτός τους πολιτικάντηδες, «που μας γδέρνουν τα όνειρα».
Τότε ήταν που μπήκε στο καφενείο και ο Σούλης. Ο μικρότερος όλων. Μόλις 45 χρόνων, άεργος, που ζούσε με την μαμά του, από την σύνταξη που έπαιρνε η καημένη από τον συγχωρεμένο του πατέρα, τον Διονύση. Τον ήρωα του Σούλη, αλλά και πολλών άλλων. Τον Διονύση, τον καπετάν Άνεμο δηλαδή, όπως αυτοαποκαλούνταν, που έλιωσε από νεαρό παιδί στις φυλακές και στις εξορίες διότι ήταν κομμουνιστής, από κείνους που υπέφεραν για τις ιδέες τους, όχι σαν τους σημερινούς που την βγάζουν στα τηλεοπτικά πάνελ και στα υπουργικά γραφεία, πουλώντας επανάσταση. Ευτυχώς που ήρθε ο Ανδρέας στα πράγματα το ’81 και τον βόλεψε στη ΔΕΗ τον Διονύση.  Αλλιώς ακόμη θα έκανε αγώγια, μεταφέροντας πάγο  με το συνεταιρικό κάρο που μοιράζονταν με τον κουνιάδο του τον χουντικό. Χώρια η σύνταξη αντιστασιακού που έπαιρνε, αφού δέκα χρονώ παιδάκι διακινδύνευε τη ζωή του ως σύνδεσμος του κόμματος στο χωριό, με τους αντάρτες στα βουνά.
Ο Σούλης λοιπόν, μεγάλωσε αριστερός και περήφανος. Η ζωή, αλλά και η κοινωνία του χρωστούσε, διότι ήταν γιος ήρωα. Γι αυτό και δεν πολυέδινε σημασία στα καθημερινά, αφού είχε σκοπό… είχε στόχους. Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, σιγά μην έτρωγε τα νιάτα του στα θρανία του ΤΕΙ Μεσολογγίου, όπου είχε περάσει γράφοντας ένα δημοκρατικό πενταράκι… Γι αυτό και παράτησε τις σπουδές και εντάχθηκε στο κόμμα. Για τον άνθρωπο, και την αξιοπρέπειά του, όπως έλεγε.
Στην πορεία τα πράγματα δεν του ήρθαν όπως θα τα ήθελε, το ΚΚΕ δεν μπορούσε να τον διορίσει πουθενά, άλλωστε δεν είχε πάει και στρατιώτης, καθότι ειρηνιστής, και το μόνο που έκανε ήταν να κουβαλάει μεγάφωνα και μικροφωνικές σε συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια… για να πουλάνε άλλοι το κομμάτι τους. Άκαπνοι… που κανείς δεν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια τους. 

Ο καπετάν Άνεμος, πριν διοριστεί...

Γι’ αυτό και το 2010, έκανε το μεγάλο άλμα… έκανε τη δική του επανάσταση. Παράτησε το κόμμα του μπαμπά, κι εντάχθηκε σε μια συνιστώσα του Σύριζα… πήγε με τους άφθαρτους. Αυτούς που όντως θα άλλαζαν την χώρα, μπορεί και την Ευρώπη, αν τους δίνονταν η ευκαιρία να κυβερνήσουν. Δυστυχώς όμως, στην πορεία  και αυτοί αποδείχθηκαν τσουτσέκια των καπιταλιστών και των ξένων τοκογλύφων. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν το γελαστό παιδί, στο οποίο είχε πιστέψει ο Σούλης, έκανε μια μεγαλειώδη κωλοτούμπα, κρατώντας μας σκλάβους στο ευρώ, πριν προλάβει να διοριστεί κι αυτός πουθενά, και μάλιστα αναγκάζοντας όλα τα λαμπρά μυαλά του κόμματος να φύγουν… την Ζωζώ, τον Λαφαζάνη, τον Δρα Βαρουφάκη, την ηρωίδα Βαλαβάνη, τον Στρατούλη, την Γαϊτάνη, και άλλους πολλούς, οι οποίοι έμειναν σταθεροί στο όνειρο, αρνούμενοι να ξεπουληθούν για μια καρέκλα δίπλα στον … Καμένο.
Αυτά σκέφτονταν εκείνο το πρωί στο καφενείο ο Σούλης, και έβραζε απ το κακό του. Τον έπνιγε το δίκιο. Ήξερε πολύ καλά, πως μόνο με τη δραχμή θα ξαναγίνουμε περήφανοι. Μόνο έτσι θα έχουμε απασχόληση, στου αγρούς, στα χωράφια, στα θερμοκήπια, στις υπΕρεσίες, ή ακόμη και στα φράγματα, όπως έλεγε ο ήρωάς του ο Μανώλης ο Γλέζος. Εξάλλου, το λένε όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι, που δεν ξεπουλήθηκαν στο κεφάλαιο, όπως ο Μηλιός, ο Λαπαβίτσας, ακόμη κι ο νενέκος Ξυδάκης. Με τη δραχμή θα σηκώσουμε κεφάλι…

Και όμως, ο λαός ακόμη ήταν υπνωτισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει το συμφέρον του. Δεν ήθελε να πούμε αντίο στις αλυσίδες του ευρώ και να πάμε μπροστά, περήφανοι και αξιοπρεπείς με ένα δικό μας νόμισμα, με κλειδωμένη διά νόμου ισοτιμία, όπως έλεγε ο Λαφαζάνης. Γι αυτό ο Σούλης έβραζε… δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Πως είναι δυνατόν να μη ξέρουν ότι με την περήφανη δραχμή θα διώξουμε από πάνω μας το χρέος, θα μηδενίσουμε το κοντέρ, και όλοι μαζί ενωμένοι θα φτιάξουμε μια νέα Ελλάδα… όρθια… όπως είναι η Βενεζουέλα, η Κούβα, η Σομαλία, και όλες εκείνες οι χώρες που έβγαλαν ήρωες, και όχι γονατισμένα ανθρωπάκια.
Αυτά σκέφτονταν εκεί στο καφενείο, συν το γεγονός ότι ήθελε να πιει μια φραπεδιά για να χαλαρώσει, αλλά δεν είχε επάνω του σέντσι τσακιστό.
Ευτυχώς όμως που το μάτι του πήρε πίσω στη γωνία τον κυρ Χάρη. Τον μόνο εκεί μέσα, τσακισμένο σαν κι αυτόν, ένα ακόμη ερείπιο της ζωής, που όμως ήξερε το καλό του. Είχε αντίληψη… και συμφωνούσε μαζί του για την ανάγκη επιστροφής στην δραχμή. Και ίσως ο κυρ Χάρης, που τον καταλάβαινε, και που ήταν ο μοναδικός  σύμμαχός του στην «μάχη», στα επιχειρήματα δηλαδή που καθημερινά ανέπτυσσε στο καφενείο ο Σούλης, μπας και ξυπνήσουν επιτέλους οι Πήλιοι Γούσηδες, τον κερνούσε που και που κι έναν φραπέ…
-Γειά σου κυρ Χάρη, του φώναξε…, πως πάμε;
-Γειά σου κι εσένα βρε Σούλη. Πώς να τα πάμε; Μας έχουν διαλύσει οι αλήτες που ψηφίσαμε… Άντε να πάμε στη δραχμή μπας και δούμε άσπρη μέρα!
-Γεια στο στόμα σου κυρ Χάρη… Αλλά που να το καταλάβουνε τα γίδια; Οι προσκυνημένοι…
Αυτό ήταν το έναυσμα. Το δόλωμα. Αμέσως, οι υπόλοιποι θαμώνες τσίμπησαν. Και άρχισαν τα δικά τους. Ο καθένας το μακρύ και το κοντό του. Η συζήτηση σε λίγο θα άναβε… κυριολεκτικά. Ο Σούλης θα έλεγε τον πόνο του, θα έπινε τον κερασμένο του φραπέ, κι ο Χάρης θα γελούσε από μέσα του… όπως κάθε μέρα. «Ανθρωπάκια… λίγο ακόμη και θα σας έχω στο χέρι για τα καλά… κορόιδα… θα σας αγοράσω όλους μπιρ παρά, και θα σας βάζω να μου κάνετε αέρα», σκέφτηκε με ικανοποίηση κάνοντας από μέσα του την καθημερινή του ευχή: «κράτα γερά Αλέξη, μη μασάς… πάνε μας στη δραχμή, το καλό που σου θέλω, κι εγώ θα ανάψω λαμπάδα στο μπόι σου». Και καλά που είσαι στούμπος, σκέφτηκε, μη μας βγει ακριβή η λαμπάδα…

Strange Attractor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου