«Όχι ωρέ, δεν θα σας περάσει» είναι ο
τίτλος άρθρου, αειθαλούς 92χρονου, πατριάρχη της δημοσιογραφίας, σε κυριακάτικη
εφημερίδα. Σε ποιους απευθύνεται με υπερήφανη ελληνική λαλιά και τους λέει ότι
δεν θα τους περάσει; Μα φυσικά στην επάρατη «ξενοκρατία» που ενέσκηψε και
σκλάβωσε τον περήφανο λαό μας!
Από σεβασμό στην πολιτεία του πολύπειρου
αρθρογράφου, δεν θα σχολιάσω την άποψη που εκφράζει, όπως ας πούμε ότι
χαρακτηρίζει τον ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλο, ως… «κήρυκα της αγωνιστικής
αισιοδοξίας -που- με τα χαμογελαστά παιδάκια της ΕΛΠΙΔΑΣ και τον Γιάννη
Αντετοκούνμπο (είναι σαν) να λένε στην ξενοκρατία,
όχι ωρέ δεν θα σας περάσει».
Κατά το αρθρογράφο «τέτοιες ήταν και οι
φυσιογνωμίες των αγωνιστών του 21, του Κολοκοτρώνη, του Παπαφλέσσα, του
Υψηλάντη, του Νικηταρά, του Διάκου… (ενώ) ο σημερινός έλληνας κρύβει μέσα του
το πολύτιμο DNA του αρχαίου έλληνα» (ο γράφων ομολογεί ταπεινά ότι του είχε
διαφύγει πως η φυσιογνωμία του - συμπαθούς σε με - Προκόπη Παυλόπουλου, είναι
κατ’ εικόνα και ομοίωση της φυσιογνωμίας των ηρώων του 21!)...
Αφορμή του παρόντος σχολιασμού είναι ο σεβαστός
αρθρογράφος, καθώς κεντρίζει το ερώτημα, κατά πόσο συνέβαλε η δημοσιογραφία
στην αντιμετώπιση της κρίσης. Και η υποχρέωση της δημοσιογραφίας στην
αντιμετώπιση της κρίσης, ήταν μία και μόνη: Να συμβάλει στην κατανόηση αυτού
που μας συνέβη και γιατί μας συνέβη.
Δεν ξέρω αν έχει δίκιο ο Πάσχος Μανδραβέλης που
χαρακτήρισε κάποτε ως αποτυχία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, το γεγονός ότι
χάσαμε δημοσιογραφικώς (δεν πήραμε πρέφα) την πτώχευση. Οι δημοσιογράφοι δεν
είναι ελεγκτές, δεν είναι εισαγγελείς, δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όταν αυτά είναι χαλκευμένα, και όταν ως χαλκευμένα
στέλνονται στον Μπαρόζο, ενώ αυτός τα δέχεται ως αληθή, για να μην επιφέρει
δυσχέρεια στις εκλογικές επιδιώξεις του φίλου του Κώστα Καραμανλή.
Η δημοσιογραφία απέτυχε γιατί μη έχοντας την
ανάλογη παιδεία και βούληση, αντιμετώπισε την κρίση: α) μέσα από τα
χαρακώματα των κομματικών σχηματισμών, φορώντας τα δικά τους γυαλιά, και β)
υπακούοντας στην προτροπή να χαϊδέψεις τα αυτιά του πελάτη, να νιώσει ότι τον
στηρίζεις, ότι είσαι ο άνθρωπός του, ο προστάτης του απέναντι στους κακούς που
τον επιβουλεύονται. Κυρίως με αυτή τη συμπεριφορά βαρύνεται η τηλοψία την οποία
παρακολουθεί η μεγάλη μάζα, (όλων των ειδών οι ενημερωτικές της εκπομπές, με
διαφορετικά επίπεδα ευθύνης βέβαια), και δευτερευόντως οι εφημερίδες, που
συνέχισαν να διατηρούν την ερευνητική τους διάθεση, στο μέτρο του δυνατού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις πρώτες μέρες
του μνημονίου, η πλέον λαοπρόβλητη πρωινή εκπομπή είχε στην οθόνη «ζωνάρι», με
την φράση «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Ο περιδεής θεατής έμεινε με την «γνώση» ότι
πτωχεύσαμε επειδή κάποιοι «Ακηδες» έκλεψαν – που σαφώς έκλεψαν. Αλλά τα μεγέθη
της χρεοκοπίας ήταν τεράστια για να οφείλεται αυτή μόνο στους «Ακηδες».
Τα τηλεοπτικά πάνελ, τα παράθυρα, κατέκλυζαν ως
επί το πλείστον εκπρόσωποι κομμάτων – αυτών των κομμάτων που στη θητεία τους
χρεοκόπησε η χώρα, και εκείνων που οργισμένοι κατήγγειλαν τους προηγούμενους,
μέσα σε μια ατμόσφαιρα μισαλλοδοξίας και απροβλημάτιστης υποσχεσιολογίας,
αφήνοντας στους θεατές την αισιοδοξία ότι άμα τη ελεύσει τους, τα πάντα είναι
δυνατά: Η οικονομική ευμάρεια θα αποκατασταθεί ως είχε στο άψε σβήσε, η
νομιμότητα θα επέλθει, η οικονομική δικαιοσύνη θα γίνει καθεστώς, οι κλέφτες θα
πληρώσουν, η λερναία ύδρα τη διαπλοκής θα χάσει όλα τα κεφάλια της, τα μνημόνια
θα εξαερωθούν, και όλοι μαζί ευτυχισμένοι, θα θυμόμαστε σαν ένα πρόσκαιρο κακό,
την μνημονιακή δυσπραγία, που οι προδότες επέφεραν στον αγαπημένο, πάντα
ευκολόπιστο και πάντα προδομένο, λαό μας.
Αυτές οι κοκορομαχίες, που ανέβαζαν πρόσκαιρα
την τηλεθέαση αλλά κατακρήμνιζαν την αξιοπιστία, στέρησαν από τον θεατή την
γαλήνια αντιμετώπιση, τη στέρεα γνώση, την ορθολογική ανάγνωση της οικονομικής
πραγματικότητας, που θα επέφεραν στα πάνελ οι οικονομολόγοι, οι πανεπιστημιακοί
καθηγητές, άνθρωποι που δεν είναι πολιτικάντηδες και θα μπορούσαν νηφάλια να
εξηγήσουν το τι έφταιξε και τι πρέπει να γίνει.
Αυτή η διαμάχη των πολιτικών, κατά τεκμήριο των
λιγότερο σοβαρών και περισσότερο φωνακλάδων, συνέτεινε στην περιρρέουσα
ατμόσφαιρα της συνωμοσιολογίας, της ερμηνείας περί σκοτεινών κέντρων, του
σχεδιασμένου εκ των προτέρω ξεπουλήματος της χώρας, γιατί είμαστε μαγαζί -
γωνία στον πλανήτη. Συνέβαλε να ανθίσουν όλα τα παράξενα άνθη του κακού, που
φύτρωσαν στο σώμα της κοινωνίας.
Έτσι διάγουμε τον 7ο χρόνο μνημονίου
και ο λαός δεν γνωρίζει ακόμη γιατί πτωχεύσαμε. Και όποιος υπαινιχθεί τους
λόγους, είναι ανθέλληνας, τσιράκι της Μέρκελ, ποταπός προδότης, εχθρός του
λαού. Σε αυτή τη λαθεμένη αντίληψη, στη εκτρωματική αδιέξοδη συνωμοσιολογική
ερμηνεία των πραγμάτων, συμβάλλαμε κατά πολύ οι δημοσιογράφοι.
Γιάννης Σιδέρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου