Πριν μερικές μέρες με πήρε τηλέφωνο ένα κοντινό
μου πρόσωπο, κλαίγοντας. Δεν έκλαιγε για κάποια βλακεία, ούτε όμως είχε πεθάνει
και κανείς. Δεν ήταν υστερικό το κλάμα, κι αυτό το έκανε ακόμα πιο τρομακτικό.
Ήταν υγροποιημένη, ρεαλιστική απελπισία. Καταρρακτώδης οργή, δικαιολογημένη
απόγνωση ανθρώπου που δεν ξέρει τι άλλο να κάνει.
Και δεν μπορούσα να αντιπαραθέσω τίποτα, είχε
δίκιο σε όλα. Μια ζωή διάβασμα, βιβλία, τρέξιμο, προγραμματισμός, ξενύχτι,
άγχος, κούραση, αγώνας, συνέπεια, και τώρα, με έναν γρήγορο υπολογισμό
εισφορών/φόρων, του μένουν λιγότερα από τετρακόσια ευρώ τον μήνα από τον μισθό
του για να ζήσει. Μια αίσθηση σαν ανεπιθύμητο γαργαλητό. Έχεις πάψει να γελάς
εδώ και ώρα, δεν είναι πια αστείο. Είναι η πραγματικότητα...
Το κακό ριζικό της νέας γενιάς έχει αναλυθεί
πάμπολλες φορές τα τελευταία χρόνια, και τα δραματικά πορίσματα που έχουν
εξαχθεί κατά καιρούς, είναι όλα τους εντελώς σωστά κι αληθινά. Ότι είναι η
πρώτη γενιά μετά από δεκαετίες που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη, ότι
θα πληρώσει τα σπασμένα άλλων χωρίς να φταίει, ότι δεν θα απολαύσει προνόμια
που μέχρι πρότινος ήταν δεδομένα, ότι θα ζήσει πολύ φτωχικά, ότι ότι ότι. Η
ανάγνωση, όμως, αυτή τείνει να αντιμετωπίζει τη συφοριασμένη νέα γενιά σαν
ενιαίο σύνολο, που απλώς δεν του έλαχε η αναμενόμενη κληρονομιά. Τα
καλομαθημένα πλην κακότυχα παιδιά μας, δηλαδή, που τελικά δεν θα πάρουν αυτό
που τους υποσχέθηκαν γονείς και παππούδες. Ισχύει γενικά αυτό, αλλά η έμφαση σ’
αυτή μόνο τη θεώρηση παραγνωρίζει έναν άλλο, τεράστιας σημασίας
παράγοντα: Ότι κάποιοι νέοι δεν κλαίνε για τη χαμένη κληρονομιά, αλλά
για τους δικούς τους χαμένους κόπους.
Το ότι κάποιος είναι νέος δεν σημαίνει ούτε πως
γεννήθηκε χθες, ούτε πως ανά πάσα στιγμή καίει το χωράφι του και παίρνει άλλο
(“σιγά μωρέ, νέος είσαι”). Ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε πως κάποιοι “νέοι”
πέρασαν την παιδική τους ηλικία σπέρνοντας
και χτίζοντας. Ωραίες οι βόλτες, ωραία τα πάρτι, ωραία η αλητεία, όλα
τους βολικά κλισέ στην παραδοσιακή εννοιολόγηση της νεότητας, όμως μερικές
χαριτωμένες φάτσες που δεν έχουν ακόμη κλείσει τα τριάντα, μεγάλωναν όλα αυτά
τα χρόνια επενδύοντας στον εαυτό τους. Και τώρα δεν ζητάνε κάτι παράλογο, δεν
ζητάνε καν ανταμοιβή. Ζητάνε πίσω τον εαυτό τους, ο οποίος βρίσκεται σε
καθεστώς ομηρίας.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το geek του 2017
δεν ζητάει ούτε περισσότερα λεφτά ούτε καλύτερες συνθήκες. Αυτά ξέρει ότι δεν
θα τα έχει, κι ακριβώς επειδή είναι λίγο εξυπνότερο απ’ τον μέσο όρο (σόρι,
αλλά είναι αλήθεια) είναι σε θέση να συμφιλιώνεται με την πραγματικότητα από
νωρίς, κι ενώ οι γύρω του, και κυρίως όσοι κόπιασαν λιγότερο από αυτό, ζητούν
περιπαθώς προνόμια που δεν δικαιούνται καν. Ο (πολυ πολύ κουρασμένος)
πτυχιούχος δεν ζητάει καμία βοήθεια, καμία ευνοϊκή πράξη. Έχει μάθει, άλλωστε,
να πορεύεται ως φρικιό, αυτόνομα. Ζητάει μια ουδέτερη παράλειψη. Να μην
καταργείται η ύπαρξή του. Να τον αφήσουν να ζήσει με τα δικά του λίγα, χωρίς να
του τα υφαρπάζουν για να κλείσουν τρύπες άλλων.
Ο προσωπικός κόπος, όπως αυτός αποτυπώνεται μέσα
από σπουδές και άλλες κατακτήσεις που δεν φωνάζουν, παρά σημειώνονται σιωπηλά
και πνευματικά, έχει στοχοποιηθεί με αδιανόητη χυδαιότητα τα τελευταία χρόνια.
Η μόρφωση θεωρείται αλαζονεία, η αυθεντία θεωρείται ελιτισμός, και όποιος
παλεύει για τον εαυτό του (όσο έντιμα και σκληρά κι αν το κάνει, δεν έχει
σημασία) θεωρείται υπόλογος επειδή δεν μοιάζει με τη μάζα. Και η μάζα έχει,
κατά έναν ουσιοκρατικό τρόπο, πάντοτε δίκιο. Και ως φορέας του δικαίου απαιτεί
την ισοπέδωση όσων διακρίνονται από αυτήν, γιατί έχει μάθει να ερμηνεύει τη
διάκριση ως επιθετική συμπεριφορά. Της είναι αδύνατο να διαχωρίσει αυτόν που
την υπερβαίνει για να την πατήσει από εκείνον που την υπερβαίνει για να την
οδηγήσει ψηλότερα. Αν μπορούσε να τους διαχωρίσει, εξάλλου, δεν θα ήταν μάζα.
Κι έτσι, το μόνο που ξέρει να κάνει, είναι να δολοφονεί αδιακρίτως.
2017. Οι φωνακλάδες ακόμα κυριαρχούν, οι κομματικοποιημένοι
ακόμα βολεύονται, οι απανταχού διεφθαρμένοι (πλούσιοι, λιγότερο πλούσιοι και
φτωχοδιάβολοι) εξακολουθούν να τη βγάζουν καθαρή. Ένα μικρό ποσοστό επιβιώνει
από τύχη, από παράδοση, ή μετά βίας. Και μετά, είναι και τα κορόιδα, εκείνοι οι
“νέοι”, που βλακωδώς πίστεψαν ότι θα ζήσουν ή ακόμη κι ότι θα διαπρέψουν (τόσο
θράσος!) με τον σταυρό στο χέρι. Και, ναι, κάποιοι τα έκαναν όλα σωστά.
Διάβαζαν μέχρι και θρησκευτικά στο σχολείο για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία
πως έκαναν ό,τι μπορούσαν, ενώ στο Πανεπιστήμιο κόβονταν στα ίδια μαθήματα ξανά
και ξανά, καθώς τα σκονάκια δίπλα τους έδιναν κι έπαιρναν και τα πτυχία
χαρίζονταν. Πίστευαν ότι έκαναν το καθήκον τους – τόσο λίγα καταλάβαιναν! Αν
σκέφτονταν λίγο πιο πονηρά κι ελληνικά, ίσως τώρα να μην έμεναν ξάγρυπνοι
από το άγχος τους για το πώς θα πληρώσουν τα (εικονικά) ασφαλιστικά τους
ταμεία.
Στο μεταξύ, η κοινωνία παρατηρεί τη σφαγή
ατάραχη. Πέρα από τετριμμένους θρήνους τηλεοπτικής σύλληψης κι αισθητικής (“τα
καλύτερα μυαλά φεύγουν έξω”), δεν περισσεύουν ουσιαστική ανησυχία κι ενδιαφέρον
για την καταραμένη γενιά. Για κάποιον λόγο, όλοι βλέπουν το θέμα με μια
ρομαντική μελαγχολία, σα να μην πρόκειται για κανονικό πρόβλημα, σα να μην
αφορά κανονικούς πολίτες. Φταίει, βέβαια, που οι μορφωμένοι νέοι, ως κοινωνική
ομάδα, δεν ενδείκνυνται για συναισθηματικά εκβιαστικές πορνογραφίες μαζικής
κατανάλωσης. Δεν θα κλάψουν στα παράθυρα, δεν θα κλείσουν δρόμους, δεν θα
γράψουν viral επιστολές στον πρωθυπουργό, δεν έχουν τη δύναμη να
ανεβοκατεβάσουν κυβερνήσεις. Δεν έχουν καν χρόνο να το κάνουν, δουλεύουν.
Αφήστε δε, που ένα παλιό γραφείο με σκονισμένα βιβλία σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο
δεν συγκινεί όσο το καλογυμνασμένο σώμα του αθλητή που ζητάει διορισμό (για όλα
τα χρόνια που έφαγε στα γήπεδα) ή το κόκκινο γάντι μιας καθαρίστριας στο
υψωμένο χέρι μιας δημοφιλούς τραγουδίστριας. Οι σπουδαγμένοι νέοι, τα
αντιδημοφιλή φυτά, είναι εξ ορισμού κακοί πολιτικοί πελάτες, μονάδες που δεν
συσπειρώνονται οπαδικά, και άρα αμελητέοι.
Υπάρχει μια σκηνή στο Goodfellas -νομίζω είναι η
τελευταία-, που τη σκέφτομαι συνέχεια αυτό το διάστημα. Ο gangster
πρωταγωνιστής αναγκάζεται να αποχωρήσει από τις παράνομες μπίζνες, να
εγκαταλείψει όλες εκείνες τις συνήθειες που τον έκαναν σπουδαίο, τρανό και
πλούσιο, και να εγκαινιάσει μια βαρετή μικροαστική ζωή με την φράση ‘I’m an
average nobody. I get to live the rest of my life like a schnook’. Είναι
σουρεαλιστικό και ελαφρώς κωμικό, αλλά μου φαίνεται ότι ο Henry είχε πιάσει το
νόημα πολλά χρόνια πριν. Κανείς δεν πρόκοψε παίζοντας τίμια. Πόσο λίγα ξέραμε
όταν διαβάζαμε!
Άρης Αλεξανδρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου