Καμιά φορά κοιτάζω πίσω, εκεί στις αρχές του
εργασιακού μου βίου, στα 2007, τα τελευταία ανέμελα χρόνια πριν γίνει το μπαμ
που κρατάει ακόμα. Δουλειές υπήρχαν ακόμη αρκετές. Νοερά, παίρνω παρουσίες από
τους φίλους και τους γνωστούς που ήταν ακόμη εντός των συνόρων, προτού αυτά
μετατραπούν σε τείχη που εφτά χρόνια τώρα γυρεύουν να μας πνίξουν. Και με
θορυβεί το γεγονός ότι αρκετοί πλέον δεν βρίσκονται εδώ. Και πλέον χτίζουν, από
τη μέση ή την αρχή, ανάλογα την περίπτωση, τις ζωές τους σε άλλες χώρες.
Κάποιοι έφυγαν μόνοι τους. Κάποιοι έφυγαν
ζευγάρια. Στην πορεία κάποιοι έκαναν και οικογένειες. Κάποιοι άλλοι έφυγαν και
γύρισαν να πάρουν και τους ηλικιωμένους γονείς τους. Όλοι ζορίστηκαν στην αρχή,
κάποιοι δε κάνοντας σε πρώτη φάση δουλειές που δεν ήταν αντάξιες των δεξιοτήτων
και των προσόντων τους. Κάποιοι άλλοι πρόκοψαν γρηγορότερα, βρίσκοντας δουλειά
στο αντικείμενό τους…
Υπήρχαν και αυτοί που έφυγαν χωρίς προσόντα στην
άκρη, και προσπαθούν να σπουδάσουν, δίνοντας κάτι από το μεροκάματό τους
προκειμένου να έχουν περισσότερες πιθανότητες για κάτι καλύτερο στο μέλλον.
Υπάρχει και η περίπτωση γονιός και παιδί να είναι μετανάστες σε διαφορετικές
χώρες. Ποιος είναι ο κοινός τόπος όλων αυτών των ανθρώπων; Ότι όσο ήταν εδώ,
ένιωθαν στάσιμοι. Ένιωθαν ότι πνίγονται μέσα στην ασφυκτική καθημερινότητα που
ζούμε όλοι μας. Ένιωθαν, και δικαίως, ότι προοπτική στις ζωές τους δεν υπάρχει.
Φίλος προσπάθησε να κάνει διδακτορικό εδώ. Δεν βρήκε άκρη με το ελληνικό
πανεπιστήμιο. Και αποφάσισε να πληρώσει ένα ξένο για να μπορέσει να δουλέψει
πάνω σ’ αυτό που ήθελε. Ένας άλλος ξενιτεύτηκε γιατί εδώ δεν έβρισκε δουλειά.
Κ.ο.κ.
Κι όσοι μένουν ακόμα εδώ προσπαθούν να σταθούν
όρθιοι. Δουλεύοντας part time, περιμένοντας την έγκριση κάποιου ερευνητικού
προγράμματος πάνω στο επιστημονικό τους αντικείμενο, κάνοντας νυχτερινές
βάρδιες, σπουδάζοντας παράλληλα, προσπαθώντας να κρατήσουν τις επιχειρήσεις
τους όρθιες για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ψάχνοντας διαρκώς για δουλειά.
Αγωνιώντας όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, για το μέλλον τους και το μέλλον των
παιδιών τους. Και αρκετοί, δυστυχώς, φυτοζωώντας.
Λυπάμαι
για το γιο του βουλευτή κ. Λουιζίδη. Δεν λυπάμαι όμως για τον πατέρα. Γιατί
κατάλαβε τώρα αυτό που έγινε αντιληπτό σε όλους τους παραπάνω, και σε όλους
μας, εδώ και αρκετό καιρό. Γιατί προτίμησε να επενδύσει σε ανεδαφικές
φαυλότητες που βύθισαν τη χώρα ακόμα πιο βαθιά στο τέλμα. Γιατί επέλεξε να
πουλήσει φρούδες ελπίδες αντί να πει δύσκολες έστω αλήθειες και να επωμιστεί
ένα φορτίο βαρύ, που ωστόσο θα τον δικαίωνε αργότερα. Και τα αποτελέσματα τα
πληρώνουμε εδώ και χρόνια όλοι μας.
Πλέον, συμφιλιώνομαι κι εγώ με την ιδέα. Και,
απ’ ό τι καταλαβαίνω, όλο και περισσότεροι, όσο τα πράγματα παραμένουν έτσι. Ας
είναι. Οι άνθρωποι πρέπει να είναι κινητά κεφάλαια, εφόσον οι περιστάσεις δεν
τους επιτρέπουν κάτι διαφορετικό. Μακαρίζω όσους φίλους ζουν εδώ και χρόνια έξω
και προκόβουν. Τους χαίρομαι, βρε παιδί μου. Κέρδισαν τη θέση τους στον ήλιο,
διεκδικώντας αυτό που θεωρούσαν ότι τους αξίζει.
Στο κάτω κάτω της γραφής, μια χώρα, όπως
στρώνει, έτσι και κοιμάται.
Ο Παλαιοπασόκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου