Αυτός ήταν ο πιο δύσκολος χειμώνας της κρίσης.
Όχι μόνο μετεωρολογικά, καθώς το κρύο ήταν για σχετικά μεγάλα διαστήματα
τσουχτερό και εξάντλησε τους πολίτες με τα κρύα σπίτια, αλλά συνολικά από
πλευράς οικονομικών και ψυχολογικών αντοχών, όπως και από πλευράς εύρυθμης
λειτουργίας της καθημερινής ζωής.
Η υπερφορολόγηση, που εφαρμόστηκε μαζί με τη
στάση πληρωμών προς προμηθευτές του δημοσίου, ώστε να εμφανιστεί δημοσιονομικό
πλεόνασμα, έφερε την απόλυτη κατήφεια στην πραγματική οικονομία. Χωρίς
επιχειρήσεις και ελεύθερα επαγγέλματα, η όποια ανάπτυξη ασφυκτιά και είναι στην
ουσία πλαστή. Και μαζί με τη γενικότερη διάλυση του κράτους, όπως αυτή
εκφράζεται με την επαπειλούμενη χρεοκοπία δημοσίων οργανισμών, τις ελλείψεις
στα νοσοκομεία, την πλήρη διάλυση στους στόλους οχημάτων έκτακτης ανάγκης και
τα γιουρούσια στα μέσα μεταφοράς, ολοκλήρωσε την εικόνα της διολίσθησης προς
ένα failed state…
Η συσσώρευση της κόπωσης από 7 χρόνια μνημονίων
γεμάτα παλινωδίες, με άρνηση συνειδητοποίησης για το τι έφταιξε, χωρίς σχέδιο
και ουσιαστική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, οδηγεί μια κοινωνία στο μοιραίο,
στην παραίτηση: “Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν δουλεύει, οι άλλοι φταίνε, ας
φύγουμε από την Ευρώπη”. Εννοούν από τα “κακά” της Ευρώπης. Γιατί από τα καλά,
κατά βάθος δεν θέλει να φύγει κανείς…
Η βαθύτερη επίπτωση της διακυβέρνησης των δύο
τελευταίων ετών είναι ο αντιευρωπαϊσμός και η μετριοκρατία, που έχουν απλωθεί
παντού σαν επιδημία. Οι λιγότερο ικανοί, φτάνει να “είναι παιδιά του λαού” (λες
και αν είσαι λαϊκής καταγωγής δεν μπορείς να έχεις προσόντα), ανταμείβονται
ώστε να υπάρχει πλήρης ισοπέδωση της αξίας και της διάκρισης. Σε μια χώρα που
το βιογραφικό δεν έγινε ποτέ πραγματικά αποδεκτό, η τελευταία συμπλεγματική
προσπάθεια είναι να δαιμονοποιηθεί κιόλας.
Τα αποτελέσματα της “περήφανης διαπραγμάτευσης”
του 2015, τώρα πληρώνονται. Τα capital controls, σχεδόν εδώ και ενάμιση χρόνο,
δεν αφήνουν την Ελλάδα να θυμίζει δυτικό κράτος, με ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων.
Και η κυβέρνηση μην έχοντας να επιδείξει καμμία σχεδόν επιτυχία, ούτε καν στο
αυτονόητο για αριστερά επίπεδο των δικαιωμάτων (πλην ίσως του νομοσχεδίου για
την ιθαγένεια) και του χωρισμού κράτους-εκκλησίας, παραπαίει μεταξύ φθοράς και
αφθαρσίας, μαζί με τη χώρα. Τα δύο χρόνια διακυβέρνησης Συριζανέλ με άνεση
ξεπερνούν την μέχρι τώρα χειρότερη διακυβέρνηση της μεταπολίτευσης, την
τελευταία διετία Καραμανλή, που άφησε τη χώρα να διολισθήσει στην υπερχρέωση
και τελικά τη χρεοκοπία…
Ανεξαρτήτως του αν το Μαξίμου επιθυμεί ή όχι την
εξαθλίωση της χώρας για να εφαρμόσει ένα σχέδιο Grexit και κατάλυσης της
αστικής δημοκρατίας (ώστε να παραμείνει εσαεί στην εξουσία, αντί να ηττηθεί
κατά κράτος στις επόμενες εκλογές) ή αδυνατεί λόγω ιδεοληψιών και ανικανότητας
να κάνει κάτι διαφορετικό από το απίστευτο αυτό σύρσιμο, το αποτέλεσμα είναι
απαράδεκτο. Η δεύτερη αξιολόγηση έπρεπε να κλείσει τον Φεβρουάριο του 2016 και
ακόμα και η κυβέρνηση παραδέχεται τόσον καιρό τη σημασία του να μην ξεχειλώσει
χρονικά η διαδικασί. Προς το παρόν, πήραμε μία ακόμα παράταση, που απέτρεψε την
καταστροφή, αλλά δεν εγγυάται καθόλου το κλείσιμο της συμφωνίας.
Κάποιοι μετρούν το ποσοστό της ευθύνης των
δανειστών σε αυτή την παθογόνα καθυστέρηση. Όπως και να έχει, το φλερτ με την
ταμειακή ασφυξία και την αδυναμία δανεισμού είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο
παιχνίδι - και από γεωπολιτικής άποψης, δεδομένης της “φλεγόμενης” γειτονιάς
μας και της αλλαγής των παγκόσμιων ισορροπιών. Το ευρώ δεν είναι απλώς ένα
νόμισμα και η απομάκρυνση από την προστασία (οικονομική και εθνική) που
προσφέρει, με πρόσχημα τους πιθανούς κλυδωνισμούς του τα επόμενα χρόνια, είναι
εγκληματική.
Η κουτοπόνηρη τακτική των κυβερνώντων δε είναι η
ακόλουθη: Τραβάμε το σκοινί όσο δεν πάει, πετυχαίνουμε τελικά το χειρότερο και
μετά γυρνάμε στους αντιπάλους μας και λέμε “μα εσείς παρακαλούσατε να
υπογράψουμε πάση θυσία”. Προφανώς παρακαλούσε η κοινωνία, γιατί κάθε
καθυστέρηση ισοδυναμεί με χειροτέρευση - και η απουσία συμφωνίας με απόλυτη
ασφυξία. Μόνο που οι ευθύνες μιας κυβέρνησης δεν είναι το πινγκ-πονγκ
ανακοινώσεων, που παίζει με την αντιπολίτευση και το παρελθόν της, αλλά οι
εξηγήσεις που οφείλει να δίνει στους πολίτες της χώρας.
Με δεδομένο οτι το Μαξίμου και οι κυβερνητικοί
βουλευτές θα κάνουν το παν να μην χάσουν την εξουσία, το ερώτημα είναι πώς θα
αποφευχθούν οι περαιτέρω συνέπειες της υποβάθμισης της κοινωνίας και της χώρας
σε όλα τα επίπεδα. Εάν ο Αλέξης Τσίπρας για κάποιο λόγο δεν συμφωνήσει να
υπογράψει όλα τα μέτρα των δανειστών, θα πρέπει να κάνει εκλογές, που είναι
βέβαιο οτι θα χάσει με μεγάλη διαφορά, οπότε θα τις αποφύγει πάση θυσία. Εάν
προτιμήσει τον τρίτο δρόμο της καθυστέρησης μέχρι το καλοκαίρι (οπότε και
λήγουν κρίσιμα ομόλογα) ή το φθινόπωρο, περιμένοντας “να αλλάξουν οι
συσχετισμοί στην Ευρώπη” και “να νικήσει ο Σούλτς τη Μέρκελ και τον Σόϊμπλε”,
θα εφαρμόσει ένα σενάριο αργής αυτοκτονίας.
Το σενάριο του (από πάσης πλευράς επιβλαβούς) δημοψηφίσματος
φαίνεται να απομακρύνεται, καθώς η πλειοψηφία υπέρ της δραχμής δείχνει δύσκολη
και μεταξύ άλλων ο αιφνιδιασμός έχει “καεί”. Σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση,
ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να αρνηθεί ή να παραιτηθεί, προκαλώντας
εκλογές. Αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα έπρεπε να ήταν
ήδη έτοιμες να δώσουν τέλος στη τραμπάλα της αστάθειας. Εκεί βρίσκεται ένα από
τα μυστικά της ανοχής, της οποίας χαίρει ακόμα ο πιο κυνικός πρωθυπουργός της
μεταπολίτευσης.
Η Νέα Δημοκρατία δείχνει ακόμα ανίκανη να
συνεγείρει πλειοψηφικές μάζες, καθώς τα εκσυγχρονιστικά ανοίγματα προς το
κέντρο του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν να αντιμετωπίσουν τα ακροδεξιά και
εθνικιστικά βαρίδια μιας παράταξης, που κατά το ήμισυ τουλάχιστον δεν είναι
ευρωπαϊκή. Η θεωρία οτι η συντηρητική παράταξη θα διεισδύσει και θα αλιεύσει ψηφοφόρους
της κεντροαριστεράς, όταν βουλευτές της συμπαρατάσσονται με Νικολόπουλο και
Καμμένο για το “τάμα του έθνους” είναι εξαιρετικά αδύναμη. Ο ίδιος δε ο αρχηγός
της πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τη “σκηνική” του παρουσία, αν θέλει να γίνει
ο υπεύθυνος πρωθυπουργός που θα ψηφιστεί και από μη δεξιούς.
Αυτό που θα μπορούσε να κάνει η ΝΔ είναι να
κυβερνήσει μαζί με προσωπικότητες, κάνοντας ένα άνοιγμα στον πέρα του κέντρου
χώρο. Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως ποιός θα απορροφήσει τους δυσαρεστημένους
ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και σε τι ποσοστό. Από αυτό θα εξαρτηθεί η κατάταξη των
κομμάτων και η αντιπολιτευτική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα, αλλά και η
ακύρωση της “δεξιάς παρένθεσης” που θα επιθυμούν, πιθανότατα μάταια και αυτοί
(με τη σειρά τους).
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη πήρε πόντους σε
κάποιες δημοσκοπήσεις, μετά τις πρόσφατες διευρύνσεις. Ωστόσο, η
“αντιμνημονιακή” στροφή και η μεθοδική όξυνση της δήθεν πατριωτικής ρητορικής
το τελευταίο διάστημα, δείχνει οτι η Φώφη Γεννηματά όχι μόνον έχει διαλέξει
λάθος δρόμο, αλλά έχει βαθιές ρίζες στον λαϊκισμό. Προσπαθώντας να αλιεύσει πίσω
τους ψηφοφόρους του βαθέος ΠΑΣΟΚ που διόγκωσαν τον ΣΥΡΙΖΑ, δυναμιτίζει όλη τη
φιλοευρωπαϊκή υπευθυνότητα που θα όφειλε να έχει ένας κεντροαριστερός
συνασπισμός. Μια μετεκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ θα εξαφάνιζε τελείως αυτή
τη φυσιογνωμία. Ο τόπος δεν χρειάζεται δύο ΠΑΣΟΚ των χειρότερων υλικών.
Και ναι μεν καλά κάνει και κρατάει τις
αποστάσεις από τη ΝΔ, δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάει οτι συγκυβέρνησε μαζί της.
Θα ήταν ευχής έργο να έρθει τρίτο κόμμα η Συμπαράταξη, αφήνοντας πίσω το
ναζιστικό μόρφωμα (αν οι δημοσκοπήσεις αυτές αποτυπώνουν την αλήθεια και όχι το
ανειλικρινές κρύψιμο των χρυσαυγιτών ψηφοφόρων). Αλλά αυτό δεν φτάνει. Η χώρα
χρειάζεται πάνω από όλα μια ισχυρή κεντροαριστερά (όπως και μια ισχυρή
κεντροδεξιά), που θα μπορέσει να πρωταγωνιστήσει και να στείλει τα άκρα στο
περιθώριο του πολιτικού φάσματος, που τους αναλογεί.
Προκόπης Δούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου