5.4.17

Survivor: Κωμωδία ή δράμα;



Δεν πέρασε και λίγα ο κόσμος της τηλεόρασης τον τελευταίο χρόνο. Αυτοί βέβαια που την πλήρωσαν ήταν, όπως πάντα σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτική συγκυρία, οι εργαζόμενοι, αλλά ας μην το ανοίξουμε το θέμα, ξέρουν τα βουνά από χιόνια.



Ποιος θα ξεχάσει το θρίλερ ή το “ριάλιτι” της απομόνωσης των διεκδικητών των τεσσάρων αδειών ή των εκπροσώπων τους; Καλογρίτσας, Μαρινάκης, Σαββίδης, Αλαφούζος και οι άλλοι που συμμετείχαν στη διαδικασία έδωσαν μια “βαρύτητα” αλλά και μια “ρευστότητα” στη διαδικασία, η οποία, όπως έσπευσαν από νωρίς οι ειδικοί να επισημάνουν, “έμπαζε” από παντού και από νωρίς...



Τελικά έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο για το διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών, που κατεδαφίστηκε με την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αποτέλεσμα οι άδειες που δόθηκαν να μην έχουν ισχύ και οι τηλεοπτικοί σταθμοί που δεν ανακηρύχθηκαν ως υπερθεματιστές ή δεν έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Το οικονομικό πρόβλημα όμως των σταθμών, η δραματική συρρίκνωση της διαφημιστικής “πίτας” και η κρίση προγραμμάτων, που κακά τα ψέματα βασανίζει την ελληνική ιδιωτική τηλεόραση από τη γέννησή της, παραμένουν. Ποια θα ήταν η λύση. Η σταθερά… ελκυστική καταφυγή στην “τηλεόραση-σκουπίδια”!



Το να στέλνει ένα πρόγραμμα όλες τις άλλες εκπομπές στα αζήτητα δεν είναι πρωτόγνωρο στην Ελλάδα. Θυμούνται πολλοί το “Big Brother”. Κάποτε επίσης όλη Ελλάδα έβλεπε δυο τρία προγράμματα όλα κι όλα στην τηλεόραση. “Άγνωστο πόλεμο”, “Παράξενο παξιδιώτη”, ποδόσφαιρο και τον Διακογιάννη, άντε και την Κέλλυ στις ειδήσεις. Ναι, αλλά την επόμενη μέρα στο σπίτι, στο χωράφι, στο γραφείο, στη σχολή, στο μπακάλικο ο Βαρτάνης, ο Αλεξανδράκης, ο Βουτσάς, η Βουγιουκλάκη και τ’ “άλλα παιδιά”, τα τυχερά που τους έβλεπε όλος ο κόσμος, ήταν σε όλες τις συζητήσεις. Δύο κανάλια είχαμε όλα κι όλα: Το ΕΙΡΤ και τη -γεμάτη “χιόνια”- ΥΕΝΕΔ και μ’ αυτά παραμυθιαζόμαστε και φτιάχναμε τη σημειολογία της καθημερινότητας.
Αυτά όλα χάθηκαν το 1990 με την πλημμυρίδα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πολλά προγράμματα, πολλά σίριαλ, πολλοί αγώνες, αμέτρητες τηλεπερσόνες, πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα, ριάλιτι, νυχτερινά χαζολάιφ στάιλ κτλ.
Φτάσαμε να έχει παίξει το προηγούμενο βράδυ το “Η αρχόντισσα και ο αλήτης” και το Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ και την άλλη μέρα στο γραφείο ουκ ολίγοι να μην τα έχουν πάρει είδηση, επειδή έβλεπαν κάτι άλλο. Το ίδιο συνέβαινε και με ένα καλό, δημοφιλές πρόγραμμα. Πλουραλισμός…

Ήρθαν στη συνέχεια και τα συνδρομητικά, έφυγε και πολύς κόσμος από την τηλεόραση, προτιμώντας το διαδίκτυο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -όπου βρήκαν σε ποσότητα μεγαλύτερη τα κουτσομπολιά και το πολιτικό ξεκατίνιασμα που αφειδώς προσέφερε η τιβή- και έδεσε το γλυκό. Πλήρης κατακερματισμός.
Αυτό εμένα, που είμαι και ανάποδος ώρες ώρες, δεν μου άρεσε. Σαν γνήσιο παιδί των σέβεντις ήθελα την εμπειρία να μοιράζομαι εντυπώσεις, σχόλια, καβγά, παραμύθιασμα για ένα πρόγραμμα που και όλοι οι άλλοι το είδαν. Νοστάλγησα την εποχή που πήγαινα στο σχολείο και όλοι είχαν δει ΤΟ ματς, ΤΗΝ ταινία, ΤΟ σίριαλ! Η πολυφωνία, τα μυριάδες χίστορι, άνιμαλ, τζεογκράφικ κτλ. μας χώρισαν σε εκατοντάδες μικροστρατόπεδα θεατών. Πάει η παλιά μονολιθικότητα του κρατικού μονοπωλίου.
Και ήρθε το survivor!
Κακά τα ψέματα, πρόγραμμα με τηλεθέαση 60% δεν είναι απλώς ένα θέμα γαργαλιστικό και πιασάρικο για τους σχολιαστές αλλά και για τα “μεσημεριανάδικα” που ζηλεύουν. Είναι μια αφορμή για ευρύτερες αναζητήσεις περί την εξέλιξη του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου. Άλλοι μάλιστα το πάνε και πιο μακριά. Το θεώρησαν ως σύμπτωμα μιας “ψυχορραγούσας και non survivor κοινωνίας”. Μιας κοινωνίας που δεν την παλεύει, γενικώς.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παρατεταμένη οικονομική κρίση και -κατά την ταπεινή μου γνώμη- πολύ περισσότερο η αίσθηση που καλώς ή κακώς ρίζωσε σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού πως οι θυσίες δεν θα έχουν αντίκρισμα και πως οι κακοί ξένοι και οι δανειστές μάς “έχουν στοχοποιήσει” και δεν ξέρουν τι τους γίνεται όταν παρουσιάζουν άχρηστα και αναποτελεσματικά προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας, έφερε και μια ηθικής και πολιτιστικής κλίμακας κρίση. Πάντα υπήρχε μια… τάση αγάπης για το θέαμα από την κλειδαρότρυπα. Πάντα όμως και η τηλεόραση και παλιότερα ο κινηματογράφος ήταν για τον κόσμο η “μεγάλη απόδραση”.



Αυτοί που βλέπουν το θέμα του Survivor πιο αποστασιοποιημένα, ας πούμε, θεωρούν ότι πολλοί τηλεθεατές βρήκαν αφορμή για να ξεσκάσουν, για να παθιαστούν με κάτι εύπεπτο, για να κάνουν πλάκα στους φίλους τους, για να περάσει η ώρα, βρε αδελφέ. Είναι αυτοί που δεν δέχονται ότι το ακροατήριο πρέπει πάλι να διαιρεθεί σε οπαδούς και εχθρούς του Survivor, όπως έγινε με τους “μνημονιακούς” εναντίον “αντιμνημονιακών” ή με τους “αγανακτισμένους” των πλατειών εναντίον αυτών που έμειναν πετρωμένοι στο καθιστικό τους.
Είδα κι εγώ δέκα λεπτά και δεν… μου ’κατσε. Το λέω ευθέως. ΔΕΝ, βρε παιδί μου. Ίσως οι πολλοί βλέπουν και νιώθουν κάτι σ’ αυτήν τη μάχη των διάσημων με τους μαχητές, σ’ αυτό το καθημερινό πρόγραμμα που εγώ είμαι ανίκανος να πιάσω. Μπορεί…
Το θέμα είναι ότι μέσα σ’ αυτήν τη μονολιθικότητα και τη “μονοχρωμία”, σ’ αυτό το παραλήρημα ή αν θέλετε στο λαϊκό ξέσπασμα του φιλοθεάμονος κοινού, εγώ είμαι απέξω σαν ΟΥΦΟ. Δηλαδή σαράντα πέντε χρόνια μετά τον Βαρτάνη, πάλι όλος ο κόσμος συζητά για κάτι που παίζει στην τηλεόραση κι εγώ είμαι εκτός γιορτής. Αν είναι δυνατόν…
Δεν τη θέλω αυτήν την επιστροφή στο νοσταλγικό παρελθόν της καθήλωσης του κοινού σε ένα πρόγραμμα. παρά το γεγονός ότι τότε υπήρχε και σοβαρότητα και αίσθηση της προσεγμένης, παρά της αντιξοότητες, παραγωγής. Ποιος άλλωστε μπορεί να παραγνωρίσει την ανάγκη του κοινού για αφορμές για συζήτηση, για εμπειρίες που μοιράζεσαι, για σασπένς “τσέπης”. Το ΟΛΟΙ Σπαλιάρα, όμως, δεν το νιώθω. Τελικά, ζήτω η πολυφωνία κι ας μην ξέρω τι είδαν οι άλλοι χθες το βράδυ και ας μην μοιραστούμε καβγάδες και πιπεράτες παρατηρήσεις…

Κώστας Μπλιάτκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου