27.7.17

Το Γουδή, ο ρουφιάνος, και ο γερο Καββαδίας…



Οι κωμικοτραγικοί διάλογοι του πρωθυπουργού με την πριμαντόνα με τα λαχούρια με δικαιώνουν σε κάτι σημαντικό. Οταν έγραφα στους Συριζαίους και στον βοηθητικό τους για Γουδή, χτυπούσα κέντρο. Θυμίζω ότι για αυτή ακριβώς την αναφορά μου, με αφορμή αναφορά του Μουζάλα στα Σκόπια ως «Μακεδονία», με διέγραψε ο γκροτέσκος φεουδάρχης της οδού Πειραιώς.




Της ανάρτησης είχε προηγηθεί και άρθρο μου με τίτλο «Εξι κυπαρίσσια κι άλλα έξι» κι έβλεπα στα σχόλια τη νευρικότητα των παραληρούντων αριστεριστών υβριστών. Θυμίζω βεβαίως ότι το Γουδή δεν ήταν οχλοκρατική βία, αλλά συντεταγμένη απονομή δικαιοσύνης, εις εκτέλεσιν αποφάσεως Εκτακτου Στρατοδικείου, το οποίο ήταν προϊόν Επανάστασης του μαχόμενου Στρατού και του Στόλου, η οποία -για τους αδαείς στα νομικά το λέω- παράγει δίκαιο…



Ο Μητσοτάκης λοιπόν τους υπερασπίστηκε, διά λόγους κολωνακιώτικου συντεχνιακού σαβουάρ βιβρ, από αναφορά σε αυτό ακριβώς που ομολόγησε ο Τσίπρας ότι φοβάται: Γουδή. Εξι μέτρα, μπαμ και άιντε να φυτεύουν ξανά κυπαρίσσια. Και μπορεί έπειτα από καμιά εκατοστή χρόνια να ερχόταν κάνας απόγονος με κολλητό αρεοπαγίτη να τους βγάλει λάδι, αλλά ως τότε τα ραδίκια ανάποδα. Το Γουδή είναι ο αταβιστικός φόβος κάθε ηγεσίας που κάνει λαμογιές, που βλάπτει την πατρίδα από δόλο, ανικανότητα, τυχοδιωκτισμό ή και τα τρία. Είναι μια από τις μεγάλες προσφορές του Πλαστήρα στο έθνος: ο φόβος της τιμωρίας της ανίκανης ηγεσίας. 
Το είχα γράψει και για τον ΓΑΠ («Ανεβαίνοντας τη Μεσογείων δεξιά») και είδα και τότε μια φοβερή νευρικότητα των κύκλων των ενδιαφερομένων.
Στο πίσω μέρος του μυαλού τους οι αδικούντες το έθνος έχουν την εικόνα του αυστηρού αετίσιου βλέμματος του Μαύρου Καβαλάρη, ακούνε τα πέταλα του αλόγου του μαζί με του Γονατά και του Χατζηκυριάκου να ανεβαίνουν την Πειραιώς.
Για τις ακραίες συνέπειες των πολιτικών τους φοβούνται πάντα έκτακτη τιμωρία. Ολοι. Γι’ αυτό ευνουχίζουν όλο και περισσότερο τις Ενοπλες Δυνάμεις, γιατί πάντα έχουν τον φόβο τους, ως αταξικού και παλλαϊκού ένοπλου θεσμού. Γι’ αυτό προσπαθούν να καλυφθούν με ασυλίες, σύντομες παραγραφές, που μόνο μια έκτακτη κατάσταση εθνικής σωτηρίας μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια και να τους σβερκώσει. Αυτά ακριβώς συζητούσε περιδεής ο Τσίπρας με το τεφαρίκι που επέλεξε για υπουργό, μετά την καταστροφή της μπλόφας τους.

Εγραφα από την αρχή ότι ο ΓΑΠ με το οκτάμηνο κωλοβάρεμα ως τον Μάιο του 2010 μάς έσυρε στην τρόικα. Εγραφα ότι μετά τούτοι εδώ οδήγησαν με δόλο τα πράγματα στα άκρα, για να φοβηθούν τάχα οι δανειστές, με αποτέλεσμα ήττα και πιο σκληρό Μνημόνιο. Ολα αυτά είναι ελεγκτέα, έβλαψαν την πατρίδα. Και είχα εγώ δίκιο για το τι φοβούνται και τι όχι ο κομψευόμενος συνομιλητής των... ΛΟΑΤΚΙ, που γίνεται ουρά της «κυβερνώσας Αριστεράς», αναγνωρίζοντάς της «ηθικό πλεονέκτημα». Αλλά πώς τα μάθαμε όλα αυτά, χωρίς διάψευση; Υπουργός ηχογραφούσε παράνομα τον πρωθυπουργό. Οφείλω ένα διδακτικό σχόλιο.
Το περιστατικό μνημονεύεται στο μνημειώδες έργο του Τάσου Κόρφη «Νίκος Καββαδίας, η ζωή και το έργο του». Ο πατέρας του «Μαραμπού» ήταν ένας φοβερός άνδρας, τον οποίο ο γιος του έτρεμε. Εμπορος όπλων και τροφοδότης του στρατηγού Κουροπάτκιν στο Μούκδεν, στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο. Γι’ αυτό άλλωστε ο Καββαδίας γεννήθηκε στη Μαντζουρία. Κάποια στιγμή Ρώσοι στρατιώτες συνέλαβαν τον πατέρα Καββαδία και τον πήγαν με εφ’ όπλου λόγχη στη σκηνή εκστρατείας του Κουροπάτκιν, ο οποίος -βγάζοντας καπνούς από τα αυτιά- είχε πάνω στο τραπέζι του μια κουραμάνα κομμένη στη μέση, από αυτές που προμήθευε τον στρατό του ο Καββαδίας.
Μέσα από την ψίχα μισοεξείχε ένας τεράστιος τούμπανος, ένα είδος μεγάλης μαύρης κατσαρίδας. Το εκτελεστικό απόσπασμα ήταν έτοιμο κι ο στρατηγός ρώτησε έξαλλος τον Καββαδία: «Τι είναι αυτό»; Ο Καββαδίας ατάραχος πήρε τη φουρνισμένη τεράστια κατσαρίδα και την έκανε μια χαψιά λέγοντας: «Τίποτση, στρατηγέ μου, σταφίδα τση πατρίδας μου, τση Κεφαλλονιάς». Ο Κουροπάτκιν μετά την κατάπληξη ξέσπασε σε γέλια και τη χάρισε στον δαιμόνιο Κεφαλλονίτη. Ο «Μαραμπού» λοιπόν ήθελε να πει στον πατέρα του πως δεν θα πάει στο πανεπιστήμιο και πως θέλει να γίνει μαρκόνης στα καράβια, όμως φοβόταν την αντίδρασή του. 
Βρήκε το θάρρος μόνο γιατί ο γέρος του ήταν κλινήρης και στα τελευταία του. Του το είπε κι ο γερο-Καββαδίας του απάντησε: «Να πας στο διάολο. Μόνο πούστης και ρουφιάνος να μη γίνεις». Ο ποιητής πήγε να φύγει και ο γέρος, σαν να το ξανασκέφτηκε, τον φώναξε πίσω και του είπε: «Κοίτα, υπάρχουν και πούστηδες παληκάρια, πούστηδες με μπέσα, αλλά ρουφιάνος με μπέσα δεν υπάρχει ούτε ένας σε όλο τον ντουνιά». Αυτά, αγαπητέ Γιάνη...

Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης 

Δημοκρατία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου