Του Joseph E. Stiglitz
Τον περασμένο μήνα, και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι κεντρικές τράπεζες εφάρμοσαν ασυνήθιστα μέτρα νομισματικής πολιτικής...
Η αμερικανική Federal Reserve προχώρησε στην φάση QE3, δηλαδή στη τρίτη δόση της ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ΕΚΤ, από την πλευρά της, ανακοίνωσε πως προτίθεται να αγοράσει απεριόριστες ποσότητες κρατικών ομολόγων των αδύναμων οικονομικά ευρωπαϊκών χωρών.
Οι αγορές αντέδρασαν με ευφορία, και οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ έπιασαν ιστορικά υψηλά.
Κάποιοι, ειδικά οι ανήκοντες στην δεξιά, ανησυχούν πως τα μέτρα αυτά θα τροφοδοτήσουν περαιτέρω πληθωρισμό, και θα ενθαρρύνουν τις κρατικές σπατάλες.
Στη πραγματικότητα, τόσο οι ανησυχίες των μεν, όσο και η ευφορία των δε, δεν έχουν καμία βάση. Με τόση χαμηλή παραγωγικότητα, όσο αυτή που είναι σήμερα, και με τις όποιες βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές απίθανες, ο κίνδυνος για πληθωρισμό είναι ελάχιστος.
Παρόλα αυτά, οι κινήσεις της ΕΚΤ και της Federal Reserve, στέλνουν τρία μηνύματα, που θα πρέπει να τα λάβουν υπόψη οι αγορές.
Πρώτον, μας λένε ότι όλα τα προηγούμενα μέτρα δεν έφεραν αποτέλεσμα. Σίγουρα, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες είναι αυτές που κυρίως φταίνε για την κρίση. Η δυνατότητα που έχουν όμως για να ακυρώσουν τα λάθη τους είναι μηδαμινή.
Δεύτερον, η ανακοίνωση της Federal Reserve ότι θα κρατήσει τα επιτόκια ασυνήθιστα χαμηλά μέχρι και τα μέσα του 2015, αφήνει να εννοηθεί πως δεν αναμένεται μια σύντομη ανάκαμψη. Κι αυτό θα πρέπει να αποτελέσει προειδοποίηση για την Ευρώπη, η οικονομία της οποίας είναι σήμερα πολύ πιο φιλάσθενη από αυτήν των ΗΠΑ.
Τέλος, οι δυο κεντρικές τράπεζες μας λένε ότι οι αγορές αποκλείεται να εξασφαλίσουν την πλήρη απασχόληση σύντομα, και από μόνες τους. Χρειάζεται μια τόνωση. Και αυτό θα πρέπει να σημάνει προειδοποιητικές καμπάνες για όλους όσους στην Ευρώπη ζητάνε το αντίθετο, δηλαδή την περαιτέρω λιτότητα.
Το κίνητρο όμως (τόνωση) που χρειάζεται και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, είναι δημοσιονομικό. Η νομισματική πολιτική αποδείχτηκε ανεπαρκής, και αν συνεχιστεί, μάλλον δεν θα μπορέσει να επαναφέρει την βιώσιμη ανάπτυξη.
Στα παραδοσιακά οικονομικά μοντέλα, η αυξημένη ρευστότητα καταλήγει σε περισσότερο δανεισμό, κυρίως στους επενδυτές, και μερικές φορές στους καταναλωτές, αυξάνοντας έτσι την ζήτηση και την απασχόληση.
Ας δούμε όμως την περίπτωση της Ισπανίας, όπου πολύ χρήμα έφυγε από τις εκεί τράπεζες, και συνεχίζει να φεύγει, όσο διάστημα η Ευρώπη χαζεύει αναφορικά με την εφαρμογή ενός κοινού τραπεζικού συστήματος. Το να προστεθεί ρευστότητα, εν μέσω συνεχιζόμενης πολιτικής λιτότητας, δεν θα επαναφέρει στα ίσα της την ισπανική οικονομία.
Το ίδιο και στην Αμερική, όπου οι μικρές τράπεζες, που κυρίως χρηματοδοτούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχουν αγνοηθεί τελείως. Οι κυβερνήσεις, τόσο επί Μπους όσο και επί Ομπάμα, μοίρασαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια στις τεράστιες τράπεζες, αφήνοντας όμως τις εξίσου κρίσιμες για την οικονομία μικρές τράπεζες να αποτύχουν.
Βέβαια, ο δανεισμός δεν ενδείκνυται, ακόμη και αν οι τράπεζες ήταν πιο υγιείς. Μη ξεχνάμε πως οι μικρές επιχειρήσεις δανείζονται με βάση εγγυήσεις ακινήτων, η αξία των οποίων είναι σήμερα το 1/3 της αντίστοιχης πριν από την κρίση. Εξάλλου, τα χαμηλά επιτόκια, δεν θα βοηθήσουν στην αύξηση της αξίας των ακινήτων, ούτε και θα προκαλέσουν κάποια καταναλωτική διόγκωση.
Σίγουρα θα υπάρξουν κάποια παράπλευρα αποτελέσματα, αφού οι μικρές αλλαγές στα μακροπρόθεσμα επιτόκια εξαιτίας της QE3 μπορεί να οδηγήσουν σε λίγο αυξημένες επενδύσεις. Κάποιοι πλούσιοι θα εκμεταλλευτούν τις προσωρινά ανεβασμένες τιμές των μετοχών για να καταναλώσουν. Και κάποιοι ιδιοκτήτες θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια με χαμηλότερες δόσεις, κάτι που επίσης θα τονώσει την κατανάλωση.
Οι περισσότεροι όμως εύποροι γνωρίζουν πως τα προσωρινά μέτρα έχουν προσωρινά μόνο αποτελέσματα στις τιμές των μετοχών, που δεν μπορούν να συντηρήσουν μια καταναλωτική έκρηξη. Επιπλέον, όπως φαίνεται, ελάχιστα είναι τα οφέλη των χαμηλών επιτοκίων που φτάνουν μέχρι τους δανειολήπτες στεγαστικών. Οι πιο ωφελημένοι, είναι και πάλι οι τράπεζες. Πολλοί που θέλουν να επαναδιαπραγματευτούν τα στεγαστικά τους δάνεια δεν μπορούν, αφού είναι ήδη «βυθισμένοι» στα κόκκινα, χρωστώντας περισσότερα από όσα αξίζει το ακίνητό τους!
Υπό άλλες συνθήκες, η Αμερική θα ωφελούνταν από την συναλλαγματική διαφορά ισοτιμίας που θα προέκυπτε από τα χαμηλά επιτόκια. Αλλά επειδή τα επιτόκια της Ευρώπης είναι επίσης χαμηλά, και επειδή υπάρχει παγκόσμια οικονομική στασιμότητα, τα όποια οφέλη θα είναι ελάχιστα.
Κάποιοι ανησυχούν μήπως η νέα ρευστότητα οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα, όπως π.χ. μια καταναλωτική αύξηση των βασικών προϊόντων, που θα ήταν ανάλογη με έναν φόρο επί των Ευρωπαίων και Αμερικανών καταναλωτών.
Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, που ήταν προσεκτικοί, και είχαν βάλει τα χρήματά τους σε κρατικά ομόλογα, θα δουν μικρά κέρδη, κάτι που θα μειώσει και την κατανάλωσή τους. Τα δε χαμηλά επιτόκια θα ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις που επενδύουν να δαπανήσουν μόνο σε πάγια κεφάλαια, κάτι που διασφαλίζει πως όταν επέλθει η ανάκαμψη, αυτή να μην βοηθήσει την απασχόληση. Άρα, τα όποια οφέλη θα είναι ελάχιστα.
Στην Ευρώπη, η νομισματική πολιτική μπορεί να βοηθήσει περισσότερο. Αλλά μπορεί επίσης να χειροτερέψει την κατάσταση. Προκειμένου να βάλει τέλος στις αγωνίες κάποιων για κρατικές σπατάλες, η ΕΚΤ συνδέει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων με όρους. Αν όμως όλα γίνουν όπως έγιναν και με τα μέτρα λιτότητας, χωρίς δηλαδή συνοδευτικά μέτρα ανάπτυξης, τότε ο ασθενής κινδυνεύει να πεθάνει πριν λάβει το απαραίτητο φάρμακο που θα τον έσωζε. Ο φόβος των κρατών να μην χάσουν την οικονομική τους αυτοκυριαρχία, θα τα κάνει να διστάσουν να ζητήσουν την βοήθεια της ΕΚΤ, η οποία είναι χρήσιμη μόνο αν ζητηθεί!
Υπάρχει και ένα ακόμη ρίσκο για την Ευρώπη. Αν η ΕΚΤ εστιάσει υπερβολικά στον πληθωρισμό, την ώρα που η Federal Reserve προσπαθεί να τονώσει την αμερικανική οικονομία, οι διαφορές στα επιτόκια θα οδηγήσουν σε ένα πιο ισχυρό ευρώ (σχετικά), υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, και την προοπτική ανάπτυξης.
Τόσο για την Αμερική, όσο και για την Ευρώπη, ο κίνδυνος είναι ότι οι πολιτικοί και οι αγορές θα πιστέψουν πως η νομισματική πολιτική μπορεί να επαναφέρει την οικονομία. Δυστυχώς, η κύρια επίπτωση μιας τέτοιας πολιτικής είναι ο αντιπερισπασμός από τα μέτρα που πραγματικά θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάπτυξη.
Η σημερινή ύφεση, που ήδη διαρκεί πέντε χρόνια, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα. Και αυτό ακριβώς μας λένε οι κεντρικές τράπεζες με τον τρόπο τους. Και όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν οι πολιτικοί ηγέτες, τόσο το καλύτερο.
Project Syndicate
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου