Τι μπορεί να συμβεί όταν μια μεγάλη, υψηλού εισοδήματος
οικονομία, που βαρύνεται με υψηλά χρέη, και μια υπερτιμημένη σταθερή
συναλλαγματική ισοτιμία, προσπαθήσει να μειώσει το χρέος της, και να αποκτήσει
και πάλι ανταγωνιστικότητα;
Πρόκειται για επίκαιρο ερώτημα, αφού αυτή ακριβώς είναι η
πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα η Ιταλία και η Ισπανία.
Υπάρχει όμως ένα σχετικό ιστορικό προηγούμενο, όπως
αναφέρει και η τελευταία οικονομική πρόβλεψη του ΔΝΤ: Πρόκειται για την
περίπτωση της Βρετανίας, στο διάστημα μεταξύ των δυο παγκοσμίων πολέμων. Μια
περίπτωση που αποδεικνύει ότι η σχέση μεταξύ της απόπειρας για εσωτερική
υποτίμηση, και της δυναμικής του χρέους, μπορεί να αποδειχτεί θανατηφόρα.
Επιπλέον, το πρόβλημα της Ισπανίας και της Ιταλίας, είναι
εν πολλοίς χειρότερο από αυτό της τότε Βρετανίας. Η τελευταία μπορούσε αν ήθελε
να φύγει από τον κανόνα του χρυσού, ενώ η έξοδος από την ευρωζώνη είναι πολύ
δύσκολη.
Επίσης, το Η.Β. είχε μια κεντρική τράπεζα που μπορούσε,
και ήθελε να μειώσει τα επιτόκια. Η ΕΚΤ μπορεί να μην θέλει, αλλά και να μην
δύναται να κάνει το ίδιο για την Ισπανία και την Ιταλία.
Η Βρετανία βγήκε από τον Α`ΠΠ με ένα δημόσιο χρέος στο
140% του ΑΕΠ, και με τιμές διπλάσιες αυτών πριν από τον πόλεμο. Η κυβέρνηση
δεσμεύτηκε να επιστρέψει στον κανόνα του
χρυσού με την προπολεμική ισοτιμία, κάτι που έκανε το 1925, και να αποπληρώσει
το δημόσιο χρέος ώστε να κερδίσει ξανά την πιστοληπτική της αξιοπιστία. Ένα υποδειγματικό κράτος για το
… Tea Party δηλαδή.
Για να πετύχει τους στόχους του, το βρετανικό κράτος
εφάρμοσε σφιχτή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα (προ τόκων)
κρατήθηκε στο 7% του ΑΕΠ σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Αυτό
επιτεύχθηκε χάρη σε μια σειρά περικοπών των δημόσιων δαπανών, όπως αυτές που
υποστηρίζουν σήμερα οι οπαδοί της «αναπτυξιακής λιτότητας».
Εν τω μεταξύ, η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια
στο 7% το 1920. Ο στόχος ήταν η επιστροφή τους στα προπολεμικά επίπεδα. Σε
συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, το αποτέλεσμα ήταν τα ιδιαίτερα υψηλά πραγματικά
επιτόκια. Αυτός δυστυχώς ήταν ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι αυτάρεσκοι ηλίθιοι
του βρετανικού κατεστημένου, υποδέχτηκαν τους εξαθλιωμένους επιζώντες της
κόλασης του πολέμου.
Πως εξελίχτηκε λοιπόν αυτή η προσήλωση στην δημοσιονομική
πείνα, και στην νομισματική νεκροφιλία;
Πολύ άσχημα.
Το 1938, η παραγωγικότητα δεν ξεπερνούσε αυτήν του 1918,
με την ανάπτυξη να κυμαίνεται στο 0.5% τον χρόνο. Και αυτό δεν οφείλονταν μόνο
στο κραχ.
Οι εξαγωγές χώλαιναν, και η ανεργία φούντωνε. Η υψηλή
ανεργία ήταν ένας μηχανισμός για να μειωθούν τα ονομαστικά, αλλά και τα
πραγματικά ημερομίσθια. Όμως αυτά δεν είναι μια ακόμη «τιμή». Ο πραγματικός σκοπός
ήταν η διάλυση του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Και οι πολιτικές αυτές
προκάλεσαν τελικά την μεγάλη απεργία του 1926. Πολιτικές που προκάλεσαν μια
μεγάλη πικρία, η οποία και κράτησε για δεκαετίες μετά τον Β`ΠΠ.
Πρόκειται για αποτυχημένες πολιτικές. Η Βρετανία έφυγε
τελικά από τον κανόνα του χρυσού το 1931. Το δημόσιο χρέος της δεν μειώθηκε.
Και το 1930, είχε φτάσει στο
170% του ΑΕΠ! Μάλιστα, το
1933 ήταν ήδη στο 190% του ΑΕΠ! Μόλις το 1990
κατάφερε τελικά η Βρετανία να πετύχει αναλογίες χρέους / ΑΕΠ ίδιες με αυτές της
προ του Α`ΠΠ εποχές.
Γιατί όμως δεν μπόρεσε η Βρετανία να μειώσει την αναλογία
αυτή τόσο καιρό; Βασικά επειδή η ανάπτυξη ήταν λίγη, και τα επιτόκια υψηλά. Ως
αποτέλεσμα, ακόμη και ένα μεγάλο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα δεν
μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση.
Κάτι ανάλογο βλέπουμε σήμερα και στην ευρωζώνη. Για να
επανέλθει γρήγορα η ανταγωνιστικότητα, αντί να υπάρχει μια μακροχρόνια περίοδος
προσαρμογής, θα πρέπει να πέσουν τα ημερομίσθια. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να
υπάρχει μεγάλη ανεργία.
Στη περίπτωση της Ισπανίας αυτό συμβαίνει.
Αλλά, ακόμη και με ανεργία της τάξης του 25%, τα
ονομαστικά ημερομίσθια αυξήθηκαν λιγότερο από ότι τα αντίστοιχα της Γερμανίας,
στη διάρκεια της κρίσης. Παράλληλα, το πραγματικό ΑΕΠ της Ισπανίας μειώνεται.
Οι προσπάθειες για μια πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, θα το μειώσουν και
άλλο. Το ίδιο και με τα υψηλά επιτόκια, καθώς το ντόπιο αλλά και το ξένο
κεφάλαιο φεύγει από την χώρα.
Έτσι, η Ισπανία μπαίνει σε μια παγίδα χρέους, που απειλεί
τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα.
Η Ιταλία είναι μια χώρα με μικρότερο δημοσιονομικό
έλλειμμα, αλλά υψηλότερο δημόσιο χρέος, και κινδυνεύει εξίσου αν τα επιτόκια
παραμείνουν υψηλά, και το ΑΕΠ ασθενές. Για αυτό και η ΕΚΤ σχεδιάζει να μειώσει
τα επιτόκια στα δημόσια χρέη των χωρών αυτών, κάτι που είναι απαραίτητο για να
αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας ταυτόχρονης χρεοκοπίας και κατάρρευσης των τραπεζικών
συστημάτων. Δεν αρκεί όμως για να αποφευχθεί η κρίση, αφού για κάτι τέτοιο
χρειάζεται ανάπτυξη.
Μια άλλη παρόμοια περίπτωση που εξετάζει το ΔΝΤ, είναι κι
αυτή των ΗΠΑ, που μείωσαν το δημόσιο χρέος τους μετά τον Β`ΠΠ.
Επίσης, η περίπτωση της Ιαπωνίας, που τα τελευταία 20
χρόνια ζει μια εμπειρία παράλληλη με αυτήν της Βρετανίας των `20ς και `30ς,
ειδικά όσον αφορά στον αποπληθωρισμό.
Άλλες περιπτώσεις είναι αυτές του Βελγίου στη δεκαετία
του 1980, και του Καναδά και της Ιταλίας στη δεκαετία του 1990.
Το πιο σημαντικό συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι δεν
μπορεί να υπάρξει δημοσιονομικό συμμάζεμα χωρίς να υπάρχει ένα θετικό
νομισματικό περιβάλλον, με χαμηλά επιτόκια, και ζωντανή οικονομία. Η Ιαπωνία απέτυχε στις δυο τελευταίες
δεκαετίες, όπως είχε αποτύχει παλιότερα και η Αγγλία.
Η αναποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής σε κράτη
με αντισταθμισμένους (από το δημόσιο) ιδιωτικούς τομείς, όπως η σημερινή Βρετανία
και οι ΗΠΑ, δημιουργεί περιορισμούς. Ο πληθωρισμός επίσης αυξάνει τα βάρη της μείωσης
του δημοσίου χρέους.
Είναι δύσκολο να ελεγχθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα αν
ο ιδιωτικός τομέας θέλει κι αυτός να μειώσει τα χρέη του. Λιγότερες δαπάνες από
πλευράς της μιας μεριάς σημαίνει μικρότερα έσοδα για την άλλη, Αν απουσιάζει η
εξωτερική ζήτηση, το αποτέλεσμα θα είναι το χειρότερο πιθανό: χρεοκοπία και
κραχ.
Παρόλα αυτά, πρόκειται για ένα χρήσιμο μάθημα, αφού η
εμπειρία της Βρετανίας, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ
σήμερα.
Υπάρχει το μεγάλο ρίσκο πως ο συνδυασμός σφιχτής
δημοσιονομικής πολιτικής και αυστηρών
νομισματικών συνθηκών, θα ρίξουν την Ισπανία και την Ιταλία σε μια παγίδα χρέους
μέσω των υψηλών επιτοκίων και της χαμηλής ανάπτυξης.
Τουλάχιστον όμως, η Βρετανία διατηρούσε τον έλεγχο της νομισματικής
της πολιτικής.
Στο τέλος τέλος έφυγε από τον χρυσό, και χαμήλωσε τα επιτόκια.
Τα σημερινά μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν αυτές τις ανώδυνες
επιλογές.
Όμως η δημοσιονομική λιτότητα, και η προσπάθεια να μειωθούν
τα ημερομίσθια σε χώρες που υποφέρουν από νομισματικό στραγγαλισμό, μπορούν να διαλύσουν τις κοινωνίες, τις κυβερνήσεις,
ακόμη και τα ίδια τα κράτη.
Και χωρίς περισσότερη αλληλεγγύη, η ιστορία αυτή δεν θα έχει
καθόλου καλό τέλος.
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου