Από την εμφάνισή της στα πολιτικά πράγματα του τόπου η
ελληνική Αριστερά προσέφερε πολλά στην κοινωνία που τη δεξιώθηκε:
αντιπαρατάχθηκε σε χούντες και δικτατορίες, πρωταγωνίστησε στην Εθνική
Αντίσταση, άντεξε δεκαετίες θηριωδών κατατρεγμών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Λόγω αυτών των πραγματικοτήτων για τον μέσο Έλληνα ο
αριστερός ταυτίστηκε βουβά με τον αγωνιστή, το παλικάρι, σε μια ταύτιση που
πήρε - λόγω της έντασης και της πολυπλοκότητας των ελληνικών μετακατοχικών
πραγμάτων - σχεδόν μεταφυσικές διαστάσεις.
Το τέλος της χούντας - και συναφώς και του εμφυλίου
πολέμου - επέτρεψε στην ελληνική Αριστερά να παίξει, μετά το 1974, έστω και
κατακερματισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη, ξανά ανοιχτά ενεργό ρόλο στα πράγματα
της χώρας.
Η μεταπολίτευση όμως δεν έφερε μόνον τη δημοκρατία στον
τόπο μας.
Η ήδη μεταπολεμικά ανακάμπτουσα οικονομικά χώρα, με την
ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981, βρέθηκε να ζει σε μια πρωτοφανή για τα
έως τότε δεδομένα της οικονομική ευημερία.
Η ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η οικονομική
αυτή αλλαγή έφερε ως παράπλευρη απώλεια για τη χώρα την ανάπτυξη μιας
παρασιτικής λογικής εις βάρος της αξιοπρέπειας της παραγωγικής δημιουργίας.
Η παρασιτική αυτή λογική, σε συνδυασμό με τα φθηνά χέρια
των μεταναστών, τον καταναλωτισμό και τα διεθνώς και εντοπίως προβαλλόμενα ρηχά
πρότυπα ζωής μετέτρεψαν πολλούς από τους άλλοτε εργατικούς και λιτοδίαιτους Έλληνες
σε πλάσματα οκνηρά που επιδιώκουν την ευκολία, το βόλεμα και το γρήγορο χρήμα,
και μάλιστα ως εάν η ζωή - μέσω του κράτους (που τώρα πια είναι δημοκρατικό,
άρα «δικό τους») - να τους τα οφείλει.
Και αφού «τους τα οφείλει», «πρέπει να πιεσθεί» να τους
τα προσφέρει.
Και για να πιεσθεί να τους τα προσφέρει, τίποτε δεν είναι
αποτελεσματικότερο από το να εκβιασθεί
κατηγορούμενο.
Η για προσωπικά οφέλη θολή αυτή επίθεση εναντίον τού -
ούτως ή άλλως, όχι καλοργανωμένου και αδιάφθορου - κράτους τους είναι βαθιά
ευτελής για να γίνει δεκτή ως τέτοια από τους δράστες της.
Πρέπει επειγόντως να ντυθεί με ηθικό περίβλημα.
Προς τούτο, τι καλύτερο να χρησιμοποιηθεί η ηρωική
παρακαταθήκη της Αριστεράς στον αγώνα της εναντίον του ανελεύθερου κράτους του
μετεμφυλιακού παρελθόντος; Ο φοροδιαφεύγων, ο εργασιοδιαφεύγων, ο καταστρέφων
δημόσια περιουσία και κατασπαταλών δημόσιο χρήμα, ο αδιαφορών, ο βυσσοδομών, ο
πυρπολών, ο ρυπαίνων νεοέλλην βάζοντας ως αξεσουάρ στο πέτο του την «αριστερή»
ταμπέλα αναβαθμίζεται πάραυτα.
Δεν είναι φθηνός και τιποτένιος. Τουναντίον…
Είναι ένας «αριστερός» - άρα ένας «μαχητής» - που απλώς
αντιδρά στο «κακό κράτος».
Το οποίο, μια και είναι «κακό», δεν έχει κανένα δικαίωμα
να ζητεί τίποτε από αυτόν, ούτε να τον τιμωρεί ούτε να τον ελέγχει, παρά μόνον
να τον πληρώνει, να τον υπηρετεί και να τον διορίζει.
Αν αυτό το ανήθικο και βολικό παιχνίδι «ηθικής» βρίσκει
λαμπρό πεδίο δράσεως σε ουκ ολίγους ενήλικους νεοέλληνες, δεν μπορεί παρά να
γίνεται εκρηκτικό όταν υιοθετείται από νεαρά άτομα που βρίσκονται, από φύσεως,
σε ανήσυχη φάση της ηλικίας τους, φάση κατά την οποία ακόμη διερευνούν τα
προσωπικά τους όρια και τη σχέση τους με τους άλλους και την κοινωνία.
Μαθαίνοντας την εύκολη συνταγή του «αριστερού», όλα τα
όρια, οι καταναγκασμοί, οι ευθύνες και υποχρεώσεις που μπορεί να ζητεί η ζωή εν
κοινωνία μπορούν άνετα - και μάλιστα με ηρωικό περίβλημα - να παρακαμφθούν.
Έτσι, κατά την τελευταία τριακονταετία η νεοελληνική
δημόσια εκπαίδευση - και όχι μόνον - γέμισε με ενήλικους και ανήλικους δήθεν
«αριστερούς» και τις συναφείς δήθεν «αριστερές πρακτικές» τους: Τι κι αν τμήμα
των εκπαιδευτικών αμελεί συστηματικά την εργασία και τις υποχρεώσεις του; τι κι
αν απεργεί συνεχώς και καταχρηστικά;
Τι κι αν αντιδρά, χωρίς αντιπρόταση, σε κάθε είδους
έλεγχο και αξιολόγηση του έργου του;
Τι κι αν συγκαλύπτει τους διεφθαρμένους και φυγόπονους εκ
των συναδέλφων του;
Τι και αν τμήμα των διδασκομένων καταστρέφει και ρυπαίνει
συστηματικά τα δημόσια εκπαιδευτικά κτίρια και τη δημόσια περιουσία;
Τι κι αν οργανώνει πάρτι (μετά συναφών ασύδοτων
καταστροφών και κλοπών) μέσα στον χώρο, κατειλημμένων ή μη, εκπαιδευτικών
οικημάτων;
Τι κι αν παρατείνει με παραδοσιακές ετήσιες καταλήψεις
και αναστατώσεις τις ήδη πελώριες διακοπές και αργίες;
Τι κι αν - κατά τρόπο ανελεύθερο και καταχρηστικό -
καταλύει τα εργασιακά και ατομικά δικαιώματα των εργαζομένων στα εκπαιδευτικά
ιδρύματα τα οποία καταλαμβάνει;
Τι κι αν κλείνει δημόσιους δρόμους και υπηρεσίες;
Τι κι αν καίει αυτοκίνητα, τράπεζες, σχολεία και
πανεπιστήμια;
Τι κι αν αντιδρά - χαρακτηρίζοντάς την ως
«εντατικοποίηση» - σε κάθε αναβάθμιση των (απαράδεκτα ανεπαρκών και χαλαρών)
σπουδών του;
Όλα αυτά είναι απλώς «αριστερά» - για τα οποία «ευθύνεται
το κακό κράτος», βεβαίως, βεβαίως.
Και οι πράττοντες αυτά δεν έχουν καμία προσωπική ευθύνη,
παρά είναι «αριστεροί» και «μαχητές» - ένα είδος (συγχώρα με, Ερνέστο!)
εγχωρίου Τσε Γκεβάρα, βεβαίως, βεβαίως.
Η γελοιοποίηση αυτή της έννοιας της Αριστεράς αποδείχθηκε
εκ των πραγμάτων πολύ αποτελεσματική.
Πράγματι, με την προστατευτική ταμπέλα του «αριστερού»
στο πέτο οι πράττοντες όλα αυτά τα αντικοινωνικά και φασίζοντα αντιδρούν
σθεναρά σε κάθε αυτονόητη απαίτηση για αλλαγή λειτουργιών, στάσεων και
νοοτροπιών, ονοματίζοντας κάθε κριτική των πράξεών τους ως «φασιστική» και τον
διατυπώσαντα την κριτική αυτήν ως «αυταρχικό» και «φασίστα».
Μπίνγκο!!!
Σε αυτή την παγιωμένη πια ιδιότυπη κυριαρχία του ιταμού
νεοελληνικού - δήθεν «αριστερού» - συντηρητισμού και της διάλυσης θα περίμενε
κανείς ότι η συντεταγμένη ιστορική Αριστερά, η Αριστερά που ακόμη λούζεται από
τον θρύλο των ηρωικών τέκνων της του παρελθόντος, θα διαχώριζε τη θέση της· ότι
θα συμπαρατασσόταν με τα εκατομμύρια εκείνα των Ελλήνων που επιθυμούν να ζήσουν
με αξιοπρέπεια, ως υπεύθυνοι πολίτες, μέσα σε μια κοινωνία ευθύνης,
δημοκρατικού ελέγχου και αμοιβαίου σεβασμού· ότι θα προστάτευε την έννοια του
αριστερού από την ταύτιση με τον μονίμως διαμαρτυρόμενο, αενάως απεργούντα,
καταλαμβάνοντα και καταστρέφοντα ανεύθυνο ψευδοαριστερό λουφαδόρο.
Τούθ' όπερ, όμως, δεν εγένετο.
Αντίθετα, φοβούμενη μήπως βρεθεί πίσω από τα ίδια τα
συνθήματά της που οικειοποιήθηκαν οι επιτήδειοι, αυτοπαγιδεύτηκε στη σήψη της
νεοελληνικής κοινωνίας, αναγκαζόμενη μάλιστα να πρωτοπορήσει προκειμένου να μη
χάσει τους ήδη αλλοτριωθέντες αγωνιστικούς τίτλους της.
Και να γίνει έτσι και αυτή από Αριστερά «Αριστερά».
Μαρία
Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου