Είναι αλήθεια ότι «ανεβαίνει πολύ ψηλά εκείνος που δεν
ξέρει πού πηγαίνει».
Και όχι επειδή το έλεγε ο Ολιβερ Κρόμγουελ.
Αυτός, ούτως ή άλλως, κουβαλούσε μέσα του αρκετή
παλαβομάρα από μόνος του. (Τον κατελάμβανε ένα είδος ιερού μένους μετά τις
στρατιωτικές νίκες του, κάτι που θα έπρεπε να προϊδεάζει τους ψυχραιμότερους εκ
των συναγωνιστών του για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει μετά την πολιτική
επικράτησή του.)
Επιπλέον, δε, ο Κρόμγουελ πίστευε, ως Πουριτανός, σε ένα
εκ Θεού προκαθορισμένο σχέδιο για την πορεία των πραγμάτων, η πραγμάτωση του
οποίου επαφίεται στους εκλεκτούς. (Το σχέδιο, για την περίπτωση του Κρόμγουελ,
περιελάμβανε να καταλήξει το κεφάλι του, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του από
φυσικά αίτια, καρφωμένο σε έναν στύλο στο Γουεστμίνστερ, αλλά ας μην
απομακρύνομαι από το θέμα μου...)
Συμβαίνει, λοιπόν, κάποτε να εκτιναχθείς ψηλά επειδή δεν
ξέρεις πού πηγαίνεις.
Υπό προϋποθέσεις, όμως.
Εξωγενείς προϋποθέσεις, κατ’ αρχάς, λ.χ. η τύχη να έχεις
τις συνθήκες ευνοϊκές, αλλά και ενδογενείς, όπως η απαραίτητη επιπολαιότητα του
χαρακτήρα ώστε να μην έχεις συναίσθηση του κινδύνου.
Από την πρόσφατη περιπέτεια στην οποία παρέσυρε τον
ΣΥΡΙΖΑ η ηγεσία του, εξαιτίας της τρέχουσας κυπριακής κρίσης, αντιλαμβάνομαι
ότι ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει μεν την επιπολαιότητα σε ικανό βαθμό ώστε
περιστασιακά να εκτινάσσεται στα ύψη, δεν είχε όμως την τύχη με το μέρος του.
Θα ήταν ωστόσο υπερβολική απαίτηση από την τύχη, να
περιμένει ότι ένας ολόκληρος λαός –ο κυπριακός– και η πολιτική ηγεσία του θα
διαθέτουν τη δική του απύθμενη επιπολαιότητα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποδέχθηκε με πανηγυρισμούς και τυμπανοκρουσίες
την άρνηση των Κυπριών στην (κακή) αρχική λύση που τους πρόσφερε το Eurogroup
για το τραπεζικό τους σύστημα.
Έσπευσε να δει στο γεγονός την αρχή του τέλους του
καπιταλισμού στην Ευρώπη, δεν είδε όμως ότι με τη στάση του αυτή παγιδεύτηκε σε
μια θέση βαθύτατα αντιφατική: πώς γίνεται, από τη μια πλευρά, να επικρίνεις το
δήθεν νεοφιλελεύθερο οικονομικό σύστημα της Ευρώπης και, από την άλλη, να
υπερασπίζεσαι τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου με τα λεφτά των
άλλων και χωρίς κόστος ούτε για την Κύπρο ούτε για τις τράπεζές της; (Θέση
ακραιφνώς και κατ’ εξοχήν σοσιαλιστική ― αλλά το πρόβλημα με τον σοσιαλισμό,
όπως έχει πει η Θάτσερ, είναι ότι κάποτε τα λεφτά των άλλων τελειώνουν...)
Οι Κύπριοι είδαν τι σήμαινε το ηρωικό «όχι» και, όπως
μπορούσαν, το μάζεψαν πίσω. Ομως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατον να ξεφύγει από την
αντίφαση στην οποία έχει παγιδευτεί.
Στην αρχή, μόλις συνειδητοποίησαν τη μεγαλειώδη γκάφα
τους, προσπάθησαν να αμυνθούν περνώντας στην επίθεση με μια αυτοσχέδια
γιούργια: με μια συνέντευξη στην οποία καθύβρισαν τα όργανα της Ευρωπαϊκής
Ενωσης, με όρους που ώς τότε δεν είχαν χρησιμοποιήσει («κυνικοί γκάνγκστερ»
κ.λπ.).
Ύστερα, μες στην παραζάλη του σοκ, προχώρησαν στην «πολύ
ενδιαφέρουσα συνάντηση», όπως τη χαρακτήρισε ο Π. Σκουρλέτης, με τους
Ανεξάρτητους Έλληνες, η οποία κατέληξε σε συμφωνία για «κοινό μέτωπο στους
κοινωνικούς και κοινοβουλευτικούς αγώνες».
Τώρα, υιοθετούν τη θέση που πήρε ο Γιώργος Παπανδρέου,
όταν έφθασε στο απόγειο της απελπισίας του, θέση εξαιτίας της οποίας η
κυβέρνησή του οδηγήθηκε στο τέλος της: «δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι
λαοί».
Εν ολίγοις, μύλος η κατάσταση...
Από αυτό το ρεσιτάλ επιπολαιότητας και ερασιτεχνισμού, ο
ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται σοβαρά εκτεθειμένος.
Πρώτα απ’ όλα, έναντι όσων εκ των ψηφοφόρων του πίστευαν,
με καλοπροαίρετη αφέλεια, ότι υπήρχε ανώδυνη διέξοδος μέσω της τσαμπουκαλίδικης
διαπραγμάτευσης.
Αυτός ο μύθος πάει, τελείωσε.
Μαζί του όμως απειλεί να παρασύρει και έναν ακόμη,
απολύτως απαραίτητο εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να κυβερνήσει με τη λαϊκή ψήφο:
τον μύθο ότι το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς θα ασκήσει ως κυβέρνηση μια
σοσιαλιστική πολιτική εντός των ευρωπαϊκών θεσμών στους οποίους ήδη μετέχει η
χώρα.
Διότι, αν δεν υπάρχουν δυνατότητες διαπραγμάτευσης μέσω
ενός σθεναρού «όχι», τότε τι νόημα έχει η παραμονή στο ευρώ για όποιον επιδιώκει
τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας;
Η ακροαριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, που συσπειρώνει το ένα
τρίτο των μελών της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του, το έχει ήδη αντιληφθεί
και επαναφέρει στην επικαιρότητα τη θέση της υπέρ της αποχώρησης της χώρας από
το ευρώ.
Μάλιστα οι αντιδράσεις τους εντείνονται και από τις
«πολλές συμπτώσεις σε θέματα που αφορούν την οικονομία», οι οποίες, κατά τη
χθεσινή διατύπωση του Π. Σκουρλέτη, διαπιστώθηκαν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ στην
πρόσφατη συνάντηση των δύο αρχηγών.
Η άγαρμπη ανάμειξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην κυπριακή
κρίση τάραξε το σύστημα των ισορροπιών, χάρη στο οποίο συνυπήρχαν οι δύο κύριες
τάσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών του κόμματος: η τάση των ρεαλιστών, που
αντιλαμβάνονται ότι με την ακροαριστερή ρητορική δεν πρόκειται να κερδίσουν την
αυτοδυναμία στις εκλογές, και των άλλων που ευαγγελίζονται απερίφραστα την
«αλλαγή καθεστώτος» προς σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Στην πραγματικότητα, η μεταξύ τους διαφορά έγκειται μόνον
στην τακτική που θα οδηγήσει προς την εξουσία.
Πολύ συχνά, άλλωστε, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στις
δημόσιες ομιλίες του αναφέρεται ευθέως σε «αλλαγή καθεστώτος», εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ
αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στον κυριότερο ευρωπαϊκό θεσμό,
δηλαδή στο ευρώ, είναι το βασικό εμπόδιο για έναν τέτοιο μετασχηματισμό.
Ίσως δεν έτυχε της προσοχής που άξιζε, αλλά, στην
πρόσφατη ομιλία του για τα δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατο του Κωνσταντίνου
Καραμανλή, ο Αλέξης Τσίπρας είχε μεν πολλά να πει για τις κρατικοποιήσεις και
την εθνική συμφιλίωση, για ένα θέμα όμως, το οποίο είναι και το κορυφαίο
επίτευγμα του Καραμανλή, δεν είχε ούτε λέξη: την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ...
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου