Όταν πρωτοείδα τη διαφήμιση των Jumbo με την Κατερίνα Στανίση ντυμένη κόκκινη τούρτα – λαμπατέρ πίστας,
φρίκαρα.
Δεν πίστευα στα μάτια μου.
Αυτό και μόνο θα έπρεπε να με υποψιάσει για την ιδιοφυία
των δημιουργών της αλλά εγώ παρέμενα κολλημένος στην πρώτη ανάγνωση.
Μια κουβέντα με ένα φίλο (για να μη στο παίζω και
ιδιοφυής) μου άνοιξε αμέσως τα μάτια.
Απέναντι στην πιο τίμια καταγραφή της πραγματικότητας μιας χώρας. Πάσχα τσίκνα, παχύσαρκα παιδιά, κοιλαράδες γονείς, πλαστική καρέκλα, σκυλάδικα, χύμα φτηνό κρασί σε πλαστικά μπουκάλια και μαλλί κομμωτηρίου μαζί με φόρεμα τσαντίρι – Μπάκιγχαμ.
Κι ένα τελευταίο πλάνο με ένα
παλουκωμένο καμένο αρνί πάνω στο οποίο οι διαφημιστές μας εύχονται «Καλό
Πάσχα».
Είναι genius. Tίποτα
περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό, ολόκληρη η νεοελληνική ασχήμια, μετατρέπεται σε
διαφημιστικό όνειρο του Αλμοντοβάρ με επιρροές από τον κοινωνικό
ρεαλισμό.
Από την πρώτη κι όλας σκηνή, με τους άντρες της
οικογένειας να πασαλείβουν το αρνί για τη σούβλα και να φωνάζουν την πολεμική
ιαχή «στα μπούτια στα μπούτια».
Του αρνιού.
Που θέλει περισσότερο
πασάλειμμα στα μπούτια για να για να μην κάψει. Αρνί πουτάνα κονσομασιόν
κανονικά δηλαδή, σε συνοικιακό σκυλάδικο με μορφή τσουρομαδημένου κήπου που
έχει λιώσει το γκαζόν, και στην είσοδο του σπιτιού κρέμονται τα κρόσια του
ινδιάνου.
Την ώρα που από κει βγαίνει
φορτωμένη με πιάτα μια δούλα νοικοκυρά, με καμένο από το πιστολάκι και το
ντεκαπάζ μαλλί, σκάει ξαφνικά η θεά Κατερινάρα τραγουδώντας και φορτωμένη
σακούλες Jumbo. Με τα παχύσαρα να αναγκάζονται για μια φορά στη ζωή τους να
κουνήσουν τον χοντρό κώλο τους και να τρέξουν για τα δώρα.
Φωνάζοντας «η νονά η νονά».
Και με αργή κίνηση για να τονιστεί τόσο το προγούλι στα
πεντάχρονα που κουνιέται στο χοροπήδημα όσο η συναισθηματικότητα της σκηνής την
ώρα που η Στανίση ανοίγει τα χέρια της σαν τον Ιησού του Ρίο για να
αγκαλιάσει τα θρεφτάρια.
Για να κάτσουν όλοι μαζί μετά στις λευκές καρέκλες κήπου
του γύφτου, με τη νονά στην κορυφή, τα αρσενικά με φανελάκι που τονίζει ερωτικά
το πατσοκοίλι και τα θηλυκά με τη λάμψη πλύστρας από το ξεπάτωμα στην κουζίνα.
Προκειμένου να γιορτάσουν την
ανάσταση του Θεανθρώπου σε ένα τραπέζι στον κήπο, με αραδιασμένα πλαστικά
μπουκάλια χύμα κρασί και πιάτα, σαν το παζάρι, να πιούνε και να φάνε μέχρι να
ρευτούνε (αν και αυτό δυστυχώς δεν συμπεριλαμβάνεται στη διαφήμιση).
Να πούνε σόκιν ανέκδοτα, και να αισθανθούν περήφανοι,
επαρκείς και ευτυχισμένοι πιάνοντας κρυφά κάτω από το τραπέζι με τα λαδομένα
από την πέτσα δάχτυλα τους, τον κώλο της γυναίκας του άλλου (ούτε αυτό δυστυχώς
συμπεριλαμβάνεται).
Αυτή είναι η εικόνα της Ελλάδας
και του Πάσχα των Ελλήνων Πάσχα.
Όσο πιο γλαφυρά και τίμια
μπορεί να αποτυπωθεί. Τόσο αλμοντοβάρ όσο και ρεαλιστική.
Ούτε καν κιτς, απλά πραγματική.
Ρώτησα αυτόν τον φίλο μου που
ανέφερα στην αρχή κάνοντας το δικηγόρο του διαβόλου και επιμένοντας ακόμα στην
αρχική μου αποστροφή πριν δω με καθαρά μάτια το διαφημιστικό: «Οκ, κι αν
υποθέσουμε ότι όντως το διαφημιστικό είναι συνειδητό μέσα στην κακογουστιά του,
σαν άποψη, και πάλι σε ποιον τελικά απευθύνεται; Στον λιπαρό και φρικαλέο τύπο
του ελληναρά που απεικονίζει ή στο πιο ψαγμένο κοινό που μπορεί να το
αποκωδικοποιήσει;»
Για να μου απαντήσει πολύ απλά:
«Μα εννοείται και στους δύο. Γι αυτό είναι απόλυτα επιτυχημένο σαν
διαφήμιση. Οι μεν θα πάνε στα Jumbo γιατί αυτό ακριβώς το μοτίβο ζωής τους
εκφράζει και θα αισθανθούν οικεία που τους το αναγνωρίζει η διαφήμιση σαν
πρότυπο. Οι δε θα πάνε επειδή είναι ή αισθάνονται πως είναι διαφορετικοί από
αυτούς, πιο σικάτοι, εξελιγμένοι και έξυπνοι, οπότε θα υποθέσουν με τη σειρά
τους, πως γι αυτούς έγινε η διαφήμιση, για να τους κάνει να γελάσουν. Επομένως
θα πάνε όλοι». Με αποστόμωσε.
Σε μια χώρα σκυλάδικο, χωρίς
καμία αισθητική που από μόνη της είναι στάση ηθικής. Με την πολιτική, να
ακολουθεί αυτήν ακριβώς την τακτική: «Στα μπούτια στα μπούτια» κι «έρχεται η
νονά».
Ατάκα και περιεχόμενο, που
καθιστά τη διαφήμιση των Jumbo μπούσουλα για μια επιτυχημένη αντιμνημονιακή
επικοινωνιακή πολιτική όποιου κυβερνητικού κόμματος θέλει να ξαναβγεί.
Και θα ξαναβγεί.
Με αγωνιστικό ύμνο τους ακραία πολιτικούς στίχους του
τραγουδιού της Κατερίνας: «Πώς να έρθω στο σπίτι με τα χέρια μου άδεια, γι αυτό
πήγα στα τζάμπο κι άδειασα όλα τα ράφια. Τη λαμπάδα σου baby, σου τη ‘φτιάξαν
στιλίστες, σχέδιο της νονάς, επνευσμένο απ’ τις πίστες. Χωρίς τζάμπο να ζήσω,
δεν μπορώ ούτε ώρα, η ζωή μου θα μοιάζει με τ’ αρνιού καλή ώρα.» Τώρα που το
σκέφτομαι, και στον Τσίπρα μια χαρά ταιριάζει. Μοιάζει με Τζάμπο μόνος του.
Τάσος Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου