Ο άνθρωπος, ειδικά στην εποχή μας, αρέσκεται να βλέπει
τον εαυτό του ως ένα λογικό ον.
Ως το κατ’ εξοχήν λογικό ον της φύσης (ή της
«δημιουργίας» αν προτιμάτε).
Βέβαια, οι πρόοδοι της βιολογίας, της παλαιοντολογίας,
της γενετικής και των άλλων συναφών επιστημονικών πεδίων μας διδάσκουν ότι το ον «άνθρωπος» δεν είναι κατά
βάση τίποτα άλλο παρά άλλο ένα από τα ζωικά είδη του πλανήτη Γη, έστω και το
πιο πανούργο, έστω και με την πλέον ανεπτυγμένη αίσθηση εαυτότητας
(«συνείδηση»), έστω και με την – σε ασύγκριτο βαθμό – πλέον ανεπτυγμένη
ικανότητα επιβίωσης σε πλείστα διαφορετικά περιβάλλοντα.
Παρόλα αυτά υπάρχουν ακόμα ουκ ολίγοι, που πιστεύουν
ακράδαντα ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπου και των άλλων ζώντων
οργανισμών του ζωικού βασιλείου είναι τεράστια.
Και πάρα πολύ σαφής.
Και έγκειται, λένε, στο μέγιστο βαθμό, στην
(αποκλειστική;) ύπαρξη της λογικής σκέψης και ικανότητας στον άνθρωπο.
Είναι απολύτως κατανοητή η ανάγκη του ανθρώπου να
υπερτονίζει αυτή του τη λογική ικανότητα, καθώς είναι εξίσου εύλογη και
κατανοητή η ανάγκη του να τονίσει την κατ’ αυτόν, αδιαμφισβήτητη υπεροχή του
έναντι των άλλων ειδών.
Δεν είναι πρόθεση του παρόντος να διερευνήσει το κατά τα
άλλα πολύ ενδιαφέρον φιλοσοφικό ζήτημα για το αν πράγματι και σε ποιο βαθμό είναι
έτσι.
Το θέμα μας είναι να εξετάσουμε, έστω και ακροθιγώς, το
πώς εξηγείται ένα κατά τα άλλα λογικό ον να έχει τάσεις να πιστεύει και να
υποστηρίζει με πάθος πράγματα που δεν αντέχουν ούτε κατ’ ελάχιστον στην εξέταση
με την ψυχρή λογική.
Πώς δηλαδή μπορεί να εξηγήσει κανείς την ευκολία με την
οποία πιστεύει τόσος πολύς κόσμος (τώρα πια ακόμα και εντός ελληνικού
κοινοβουλίου) ότι είναι δυνατόν να μας «ψεκάζουν» με τα αεροπλάνα, και ουδείς
από τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους στην αεροπορία παγκοσμίως να μην το
έχει πάρει χαμπάρι.
Ή να μετέχουν όλοι (μα όλοι) αυτοί σ’ αυτή τη συνωμοσία
της σιωπής, και να μην τη σπάει ούτε ένας.
Ή, άλλο παράδειγμα τώρα, πώς είναι δυνατόν να πιστεύει
κανείς ότι όλα τα πράγματα που συμβαίνουν στον πλανήτη είναι «προκαθορισμένα»
από ένα κλειστό κλαμπ μερικών δεκάδων ανθρώπων το πολύ, όταν όλοι μας από την
κοινή πείρα μας ξέρουμε ότι είναι αδύνατο να κάνει κανείς απόλυτο κουμάντο
προβλέποντας τα πάντα σε ένα γκρουπ ανθρώπων που είναι πάνω από 6-7 άτομα.
Πολύ περισσότερο να κάνεις το ίδιο σε μερικά
δισεκατομμύρια…
Κι όμως!
Οι θεωρίες συνωμοσίας καλά κρατούν.
Και όχι μόνο αυτές, αλλά και άλλες ακόμα πιο απίθανες
(π.χ. το παραπάνω γονίδιο των ΕΛ, η προέλευση του έθνους απ’ τον αστερισμό της
Ανδρομέδας, ή κατ΄ άλλη εκδοχή τον Σείριο κλπ) όχι μόνο γίνονται πιστευτές,
αλλά κοντεύουν πια να θεωρηθούν και φυσιολογικές.
Και ενδεχομένως κι αληθινές πέραν αμφισβήτησης καθώς ο
λεγόμενος «μέσος» άνθρωπος έχει επίσης την τάση όταν ακούει κάτι να
επαναλαμβάνεται συνεχώς κι από πολλούς, να το θεωρεί ως αυταπόδεικτα αληθινό
ακόμα κι αν είναι θεοπάλαβο.
Τι συμβαίνει ακριβώς;
Είναι τελικά ο άνθρωπος παράλογος και όχι λογικός;
Έχει κάπου καταχωνιασμένη και έτοιμη να ξεπεταχτεί μια
τάση προς την τρέλα (κάτι εξ’ ορισμού μη λογικό);
Και ένα ακόμα ερώτημα, που η απάντησή του ίσως έχει το
κλειδί για την απάντηση στα προηγούμενα: Πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι
θεωρίες συνωμοσίας κάνουν θραύση σήμερα ενώ ουσιαστικά δεν καταγράφηκαν ποτέ
στην ανθρώπινη ιστορία;
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο ερώτημα.
Προφανώς ο άνθρωπος είναι ο ίδιος από βιολογικής απόψεως
όχι μόνο με 100 χρόνια πριν αλλά και με μερικές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.
Κοινωνικά οι διαφορές επίσης είναι περιορισμένες, πάντα
υπήρχαν οι ισχυροί και οι ανίσχυροι, πάντα κάποιοι –λίγοι πάντα - ασκούσαν εξουσία στους πολλούς.
Και κυρίως, πάντα το μέλλον γενικά και οι συσχετισμοί
μεταξύ των ανθρώπων ειδικά ήταν απρόβλεπτοι, όσο έμπειρος, πληροφορημένος και
συνετός να ήταν κάποιος δεν μπορούσε να ξέρει ούτε καν τι του ξημερώνει, όχι να
ελέγξει αυτά τα πράγματα γενικότερα.
Και το γεγονός αυτό πάντα έκανε όλους τους ανθρώπους να
αισθάνονται άβολα.
Πολύ πιο άβολα από τα υπόλοιπα μέλη του ζωικού βασιλείου
που δε διαθέτουν τέτοιες ανησυχίες.
Και γιατί; Μα πολύ απλά επειδή δε διαθέτουν λογική σκέψη.
Διότι η λογική σκέψη δεν είναι απλώς η ικανότητα να
ταξινομεί, να αξιολογεί και εν τέλει επιχειρεί προβλέψεις κανείς, αλλά ακριβώς
επειδή τη θεωρούμε ως ένα άκρως σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, έχει την
τάση να υπερκαλύπτει τα πάντα. Κάνοντας π.χ. αυτό που η ψυχολογία ονομάζει
«εκλογίκευση», δηλαδή την τάση εκ των υστέρων να εξηγούμε λογικά κάτι που
κάναμε ορμώμενοι από εντελώς μη λογικά κίνητρα (π.χ. τα πάσης φύσεως ένστικτα).
Και για να μην ξεφεύγουμε κι άλλο, η λογική είναι τόσο
επεκτατική και τόσο απόλυτη που μας υπαγορεύει ότι «οφείλουμε» τα πάντα να τα
εξηγούμε λογικά ή έστω λογικοφανώς.
Εν τέλει είναι αυτή που μας λέει, ψιθυρίζοντας συνεχώς
στ’ αυτί της συνείδησής μας, ότι μια κακή εξήγηση είναι καλύτερη από τη μη εξήγηση.
Είναι αυτή που αντιπαθεί το χάος, την έλλειψη ταξινόμησης
και την αδυναμία πρόβλεψης.
Που αντιπαθεί ακόμα περισσότερο την παραδοχή της άγνοιας.
Διότι η παραδοχή της άγνοιας είναι αυτή που την ακυρώνει
σε τόσο απόλυτο και πειστικό βαθμό.
Επί χιλιετίες λοιπόν οι άνθρωποι εξήγησαν ότι δεν
μπορούσαν να συλλάβουν με τη λογική με τις πάσης φύσεων θρησκευτικές εξηγήσεις.
Που σαφώς και δεν ήταν λογικές, ήταν όμως
λογικοφανέστατες και κυρίως αφαιρούσαν την τόσο άβολη απόλυτη αβεβαιότητα.
Κι «αν ο άνθρωπος δεν τα ξέρει όλα, υπάρχουν κάποιοι που
τα ξέρουν».
Κι «αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να επέμβει στα πάντα,
υπάρχουν κάποιοι που μπορούν».
Το αν αυτοί οι κάποιοι (οι ονομαζόμενοι «θεοί») είναι
αληθινοί ή όχι είναι αδιάφορο από ψυχολογικής απόψεως αρκεί να υπάρχει η πίστη
ότι είναι αληθινοί.
Που συνεπάγεται την πίστη ότι ο πιστός «τουλάχιστον»
ξέρει τι γίνεται.
Και η γνώση, ή η πίστη ότι κατέχουμε τη γνώση είναι άκρως
παρηγορητική και ανακουφιστική, γι’ αυτό και ακαταμάχητη.
Έλα όμως που η εποχή μας σάρωσε και συνεχίζει να σαρώνει
τις πάσης φύσεως θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις βεβαιότητες που αυτές
διέθεταν;
Δεν είναι μόνο ότι η αθεϊα και ο αγνωστικισμός αναπτύσσονται
πλέον γοργά στο δυτικό κόσμο, είναι ότι και οι πιστοί των θρησκειών πλέον δεν
πιστεύουν σοβαρά και κατά λέξη στις εξηγήσεις που έδιναν αυτές.
Και δικαίως, πολλές απ’ αυτές μας φαίνονται σήμερα (και
με βάση τα επιστημονικά δεδομένα που όλοι ξέρουμε είναι όντως) παιδαριώδεις.
Κοινώς, η πλειοψηφία του κόσμου δεν πολυπιστεύει ότι
κάπου εκεί έξω υπάρχουν θεοί (ένας ή περισσότεροι) που κινούν τα νήματα στη Γη
επεμβαίνοντας καθημερινά εδώ και εκεί.
Εν τέλει σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι για ότι συμβαίνει
στο παγκόσμιο και χαοτικό χωριό ευθύνεται κάποιος εκτός του κόσμου τούτου, που
δρα ενσυνείδητα.
Κοινώς, που «ξέρει τι κάνει».
Έτσι όμως, αφαιρείται το ανακουφιστικό και παρηγορητικό
στοιχείο της πίστης αυτής.
Και ο άνθρωπος καλείται να αγκαλιάσει και να αποδεχτεί το
χάος και την άγνοια.
Κάτι που η λογική του δεν μπορεί, όπως είδαμε, να δεχτεί.
Οπότε;
Εκεί λοιπόν κολλάνε οι θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες όσο
δυσοίωνες κι αν είναι (συνήθως είναι, και σ’ αυτό επίσης μοιάζουν με τις
θρησκείες) παρέχουν στον «πιστό» τους την διόλου ευκαταφρόνητη ικανοποίηση ότι
τουλάχιστον δε ζει σε ένα χαοτικό κόσμο.
Μαζί με την επίσης διόλου ευκαταφρόνητη ικανοποίηση ότι
αυτός σε αντίθεση την πλειοψηφία των «αφελών» ξέρει ακριβώς «τι παίζεται».
Χώρια που του δίνει τη δυνατότητα να «διαμαρτυρηθεί» μόνο
αυτός κατά κάποιων που οι άλλοι αγνοούν.
Και η διαμαρτυρία για τον αδύναμο, για να θυμηθούμε τον
Νίτσε, είναι ένα υποκατάστατο δύναμης.
Και τίποτα δεν είναι τόσο μεθυστικό όσο το αίσθημα της
δύναμης…
Συνοψίζοντας: Οι θεωρίες συνωμοσίες εξυπηρετούν σήμερα
την εν πολλοίς ανικανοποίητη ανάγκη της ανθρώπινης λογικής για παραλογισμό.
Παράλογο;
Κι
όμως, λογικό!
Ο Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου