5.5.13

Χριστός και Χόλιγουντ.


Το Χόλιγουντ δεν θα μπορούσε να μην καταπιαστεί με τα Πάθη του Χριστού -και να μην κερδίσει απ' αυτά.



Αν εξαιρέσουμε τις βιβλικές ταινίες, που η θεματολογία τους αντλείται από την εβραϊκή μυθολογία, από τον Νώε και δώθε, τα μεγάλα στούντιο γύρισαν κάμποσες υπερπαραγωγές, οι οποίες, στην πλειονότητά τους, είτε δεν ξέφυγαν πόντο από τις Γραφές είτε τις σεβάστηκαν και πάλι, αλλά εμμέσως.
Δεν ήταν σε όλες ήρωας ο Ιησούς - αλλά ακόμα και σ' αυτές που δεν ήταν, όπως στο «Μπεν Χουρ», ή στο «Βαραββάς», έλαμπε διά της απουσίας του.
Ο Χριστός, ως κινηματογραφικός ήρωας, είχε πάντα, παντού και πάντοτε το ηθικό πλεονέκτημα - και οι κακοί, συνακόλουθα, ήταν οι Ρωμαίοι.



Ως φίλοι που προδίδουν, ως έπαρχοι που δικάζουν, ως αξιωματικοί που διατάζουν, ως στρατιώτες που εκτελούν, ως όχλος που μεθά από το αίμα των μονομάχων που αλληλοσκοτώνονται.
Τώρα, βέβαια, αν έχεις μια αυτοκρατορία να κουμαντάρεις, πώς αλλιώς θα αντιμετώπιζες έναν προφήτη ή επαναστάτη που αμφισβητούσε την εξουσία σου, συσπείρωνε τους ντόπιους και δεν αρνιόταν πως είναι ο Γιος του Θεού;
Πάντως, η μόνη ταινία που σατιρίζει όλες τις επικές υπερπαραγωγές, αφηγούμενη την όλη ιστορία του Χριστού και των Ρωμαίων με χιούμορ, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν απολύτως, είναι βέβαια το «Life of Brian», του 1979, μόνο που δεν παίζεται ποτέ στις ελληνικές οθόνες.
Αντ' αυτής, κι αυτό το Πάσχα είδαμε τις ίδιες και τις ίδιες...
«ΜΠΕΝ ΧΟΥΡ». Σίγουρα η ναυαρχίδα στο στόλο των θρησκευτικών επών, με τα 11 Οσκαρ που έλαβε (1959, του Γουίλιαμ Γουάιλερ).
Ήταν ένα στοίχημα για τη «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ», που έβαλε 16 εκατομμύρια δολάρια στην παραγωγή, ένα ασύλληπτο ποσό για την εποχή: η εταιρεία παραγωγής όμως το κέρδισε, βγάζοντας 70 εκατομμύρια δολάρια!
Ούτε εδώ φαίνεται ο Χριστός -όμως «παίζει» σε μια σκηνή: όταν ο πρωταγωνιστής, ο μέγας και πολύς Τσάρλτον Ιστον, υποδουλωμένος και προπηλακιζόμενος από τους Ρωμαίους στρατιώτες, δέχεται νερό από τα χέρια του Σωτήρα...
Η ιστορία εδώ τον θέλει πλούσιο και προβεβλημένο Ιουδαίο, που είναι κολλητός μ' ένα Ρωμαίο αξιωματικό.
Όμως έχουν ιδεολογικές διαφορές.
Ένα τυχαίο περιστατικό θα τους οδηγήσει σε ρήξη: ο Ρωμαίος θα στείλει τον Εβραίο φίλο του σκλάβο σε ρωμαϊκή γαλέρα, ενώ θα φυλακίσει τη μητέρα και την αδελφή του.
Η επάνοδος του Ιστον στα δημόσια πράγματα θα είναι θεαματική: ύστερα από χρόνια, θα αναμετρηθεί στο στίβο του Ιπποδρόμου με τον παλιό του φίλο και εχθρό, ως ευγενής και όχι ως κουρελιάρης κωπηλάτης γαλέρας...
«ΒΑΡΑΒΒΑΣ». Ιταλοαμερικανική παραγωγή του Ρίτσαρντ Φλάισερ (1961), που γενικά δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη αυτών των ταινιών, εκτός από δύο σημεία: την έξυπνη σεναριακή ιδέα της να αφηγηθεί την ιστορία του ληστή Βαραββά, που οι Ιουδαίοι επέλεξαν να σωθεί από το σταυρικό θάνατο αντί του Ιησού, και δεύτερον την επιλογή του Αντονι Κουίν για τον πρώτο ρόλο.
Ο Ιρλανδομεξικανός ηθοποιός έδωσε γήινη ανθρωπιά στον Βαραββά, ο οποίος, αφού πήρε χάρη από τον Πόντιο Πιλάτο, γεμάτος τύψεις από το ότι αυτός ζει, ενώ κάποιος πολύ καλύτερός του πέθανε, περιπλανιέται σε μια διαρκή πνευματική και ψυχική αναζήτηση, μέχρι που καταλήγει μονομάχος στην αρένα, προσπαθώντας να κερδίσει, με το σπαθί στο χέρι, την ελευθερία και τη γαλήνη της ψυχής του, η οποία, τελικά, αποδέχεται το μήνυμα του Ιησού.
Κι εδώ λοιπόν ο Χριστός νικά κατά κράτος τους Ρωμαίους, αλλά και τον ιουδαϊκό όχλο, «παίρνοντας» την ψυχή ενός άγριου ανθρώπου που ευνοήθηκε από αυτούς...
«QUO VADIS». Υπερπαραγωγή του 1951, 171 λεπτών, του Μέρβιν Λιρόι, που κόστισε τότε γύρω στα οκτώ εκατομμύρια δολάρια, πράγμα φυσικό, αν αναλογιστεί κανείς τα εντυπωσιακά σκηνικά (που χρησιμοποιήθηκαν μετά και σε άλλες ταινίες, όπως στο «Μπεν Χουρ») και τις αμοιβές των ιερών τεράτων που πρωταγωνίστησαν, όπως ο Ρόμπερτ Τέιλορ, η Ντέμπορα Κερ, ο Πίτερ Ουστίνοφ και ο Λίο Τζεν.
Εδώ δεν έχουμε το πρόσωπο του Ιησού, αλλά έχουμε μια χριστιανή, της ανωτέρας τάξεως όμως, την οποία ερωτεύεται ένας επιφανής Ρωμαίος στρατηγός, που μόλις έχει γυρίσει από εκστρατεία.
Αυτή η σχέση δεν είναι και τόσο πολιτικώς ορθή για την εποχή του, μιας και στο θρόνο της Ρώμης κάθεται ο θηριώδης Νέρων (φοβερός στο ρόλο ο Ουστίνοφ), ο οποίος γενικώς διώκει τους χριστιανούς. Ομως και η Κερ, ως Λυγία, ουσιαστικά Ρωμαία είναι, αν και χριστιανή, καθώς τυγχάνει υιοθετημένη κόρη Ρωμαίου στρατιωτικού.
Ο μόνος «καλός» λοιπόν είναι ο Τέιλορ, ως στρατηγός Μάρκους Βινίσιους, ο οποίος, λόγω του αισθήματός του, αρχίζει και αμφισβητεί τις μεθόδους του αυτοκράτορά του...
«ΤΗΕ PASSION OF ΤΗΕ CHRIST». Αυτή η ταινία του 2004, του φανατικού καθολικού θρησκόληπτου Μελ Γκίμπσον, είναι, σε αδρές ιδεολογικές γραμμές, παρόμοια με τον «Ιησού» του Τζεφιρέλι, από την άποψη ότι ούτε κι αυτός δεν παρεκκλίνει καθόλου από την αλήθεια της Εκκλησίας, έχει όμως μια σημαντική διαφορά: εκεί που ο Τζεφιρέλι τηρεί κάποια προσχήματα καθωσπρεπισμού, ώστε να μπορούν να δουν την ταινία του και όλες οι γιαγιάδες με τα εγγονάκια τους, ο Γκίμπσον κάνει ένα θρησκευτικό σπλάτερ.
Μιλάμε για κουβάδες αίματος επί σκηνής, που τρέχει από τις πληγές του Ιησού, τον οποίο μαστιγώνουν αλύπητα οι δύσμορφοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
Κι αυτή η ταινία είναι αναμφίβολα καλογυρισμένη -το πάθος του Γκίμπσον είναι εμφανέστερο από τα Πάθη του Χριστού- αλλά είναι ανυπόφορα «βρόμικη» και ματωμένη, τόσο που καταντά εκβιαστική: υποχρεούσαι, ως θεατής, να ταυτιστείς με τον ήρωα έτσι που ματώνει.
Να σημειώσουμε ακόμη ένα στοιχείο αληθοφάνειας, που είναι οι γλώσσες που μιλούν οι ηθοποιοί στην ταινία: αραμαϊκά, λατινικά και εβραϊκά.
«ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ». Τα χρόνια περνούν, είμαστε στη δεκαετία του '70, και άλλη μια ιταλοαμερικανική παραγωγή έρχεται να συνεχίσει το θεάρεστο έργο των μεγάλων ταινιών, παρουσιάζοντας μια κινηματογραφική μίνι σειρά, με τον Φράνκο Τζεφιρέλι πίσω από το φακό.
Πρόκειται για οπτικοακουστικό ποταμό, συνολικής διάρκειας σχεδόν εξίμισι ωρών, με το μεταρσιωμένο πρόσωπο του Ρόμπερτ Πάουελ να δεσπόζει στο ρόλο του Χριστού.
Ο Βρετανός ηθοποιός μοιάζει με ζωντανεμένη ιερή εικόνα του Ιησού και ο μύθος που αφηγείται η ταινία δεν ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από τις Γραφές.
Ο Τζεφιρέλι βέβαια έκανε σπουδαία σκηνοθετική δουλειά, αλλά αυτή δεν θα μπορούσε να είναι πιο σύμφωνη με το Δόγμα: λες και είχε τον Πάπα στα γυρίσματα, να του λέει τι θα κάνει κι από ποια γωνία να τραβήξει τον Πάουελ για να λάμψουν καλύτερα τα φευγάτα γαλάζια μάτια του.
Η καλλιτεχνική αξία της παραγωγής δεν παραγράφει, τελικά, το ότι η ταινία είναι ένα Κατηχητικό της Μεγάλης Οθόνης.

Παύλος Μεθενίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου