Όπως τα περισσότερα ή σχεδόν όλα τα Ελληνόπουλα, ειδικά
της δικής μου γενιάς, μεγαλώσαμε πιστεύοντας εις έναν Θεόν, πατέρα,
παντοκράτορα μπλα μπλα μπλα...
Το τι πατέρας είναι και ποιου παντοκράτορας, σίγουρα
είναι κάποιου παπά ευαγγέλιο. Μάλλον, όλων των παπάδων.
Θυμάμαι παιδάκι, όπως όλα τα παιδάκια, περιμέναμε τις
ημέρες αυτές πρώτα απ’ όλα γιατί σταματούσαμε το σχολείο.
Αν σε μεγάλωνε και μια μάνα που είχε την αγία οικογένεια
σχεδόν στην ίδια μοίρα με τη δική της, είχες έναν λόγο παραπάνω.
Αν δε, ήσουν και στο κατηχητικό, πολλές φορές ήταν
καλύτερα κι απ’ τα Χριστούγεννα.
Δεν έχω μνήμες απ’ τα χρόνια σε κείνο το περίεργο
«σχολειό».
Αρνείται ο εγκέφαλος να θυμηθεί. Αυτοάμυνα….
Ομολογώ ότι η φαντασία μου και η περιέργειά μου ερχόταν
σε έξαψη την ημέρα που ψαλλόταν το τροπάριο της Κασσιανής.
Όλες οι κυρίες που ερχόταν στην εκκλησία τη συγκεκριμένη
βραδιά, είχαν μια ξινίλα να την πω; Λύπηση; Για την εν λόγω κοπελιά.
Μπορεί και απαξίωση.
Τα παιδικά μάτια δεν μπορούν να ξεχωρίσουν εύκολα αυτές
τις λεπτές ρυτίδες εκφράσεως. Το βλέμμα, εξάλλου, της κατάνυξης τα υπερνικούσε
όλα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη κάναμε ολονυκτία.
Εκνευριζόμουν που τα κοριτσάκια είχαν πρωταρχικό ρόλο στον
στολισμό του Επιταφίου, αλλά μπορούσα να μιλήσω;
Ντίρλα απ’ τη νύστα τα ξημερώματα, αλλά εκεί. Πιστό στο
καθήκον μου.
Απ’ τα μικράτα μου αυτά με μάθαιναν στο σχολείο.
Ότι θα εξαγνιστεί η ψυχή μου αν δεν κοιμηθώ μια νύχτα,
μαδώντας γαρίφαλα.
Με αυτή τη λογική, θα έπρεπε να ήμουν αγία, πλέον.
Έχω μαδήσει νυχτέρια και νυχτέρια, πανέρια και πανέρια
απ’ τα μυρωδάτα λουλουδικά στα μπουζούκια στη μετέπειτα αμαρτωλή ζωή μου.
Που κι αυτά από νεκροταφεία ήταν.
Με κυνηγούσε η αχλή του Θεού.
Την Παρασκευή, που ήταν κι αυτή Μεγάλη, όπως όλες οι
μέρες της εβδομάδας, με έναν μαγικό τρόπο με έπειθαν ότι έκλαιγε ο Θεός που
θυσίαζε το σπλάχνο του για το δικό μας καλό -πάντα- και είχε μια μουντάδα ο
καιρός έως και ένα ψιλόβροχο ενίοτε. Εκείνη η καμπάνα!
Ακόμη την έχω στ’ αυτιά μου.
Μελαγχολούσες... επιτακτικά.
Ραδιόφωνο, ούτε λόγος.
Ούτε να λουστείς, φυσικά, γιατί μου έλεγαν οι γριές στη
γειτονιά, σε πλήρη σύμπνοια με τη μητέρα μου, ότι θα έχω πονοκέφαλο όλο τον
χρόνο.
Πού να τολμήσω;
Το βραδάκι φορούσαμε τα «λίγο» καλά μας ρούχα και
ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο που έκανε τη βόλτα του από εκκλησία σε εκκλησία.
Ήταν δε τόση η χαρά κάποιων όταν δυο Επιτάφιοι είχαν
συνάντηση, που το κουτσομπολιό έπαιρνε διάσταση μεγάλη.
Τα καλά-καλά ρούχα τα κρατούσαμε για το πανηγύρι του
Σαββάτου, στην Ανάσταση.
Είχαν ψηθεί τα ολόφρεσκα τσουρέκια από την προηγούμενη
μέρα, είχαν βαφτεί τα αυγά και στέκονταν περήφανα και επιδεικτικά σε κάποιο
μπουφέ ή τραπέζι σκεπασμένα με τραπεζομάντιλο.
Αυτόν τον σαδισμό της μάνας μου, ποτέ δεν τον κατάλαβα.
Βάλ’ τα σε ένα ντουλάπι, χρυσή μου γυναίκα!
Τι μας ταλαιπωρείς, μωρά παιδιά;
Ήταν φυσικά και η αμαρτία που μας προκαλούσε.
Μην τυχόν υποπέσουμε και πάμε στην Κόλαση. Βράχος εγώ.
Ήταν τιμωρός ο Θεός που μου επέβαλαν.
Εγώ φταίω;
Και αν όλα αυτά τα έθιμα ή τα περισσότερα ήταν εβραϊκής
προέλευσης -ήτοι πριν από την προέλευση του Ιησού- είχε καμιά σημασία;
Άσε που δεν τα ήξερα και τότε αυτά.
«Πίστευε, και μη ερεύνα», μας γαλούχησαν. Ένα κόμμα έκανε
όλη τη διαφορά. «Πίστευε και μη, ερεύνα»!
Το Σάββατο ζούσαμε στον ρυθμό της πείνας και στην αναμονή
της μαγειρίτσας που, ομολογουμένως, κάθε παιδί κοκορεύεται πως της δικής του
μαμάς είναι η καλύτερη. Πάντως, η δική μας ήταν όντως η καλύτερη.
Το μεσημέρι χτυπούσε η καμπάνα πιο χαρμόσυνα.
-Γιατί, μαμά, άλλαξε ρυθμό το παπαδοπαίδι;
-Είναι η πρώτη Ανάσταση τώρα. Το βράδυ είναι η δεύτερη, η
κανονική.
-Μα, δυο φορές αναστήθηκε ο Χριστός; (Μετά έμαθα ότι δεν
ήταν αυτό το όνομά του, Ιησού τον έλεγαν).
«Πίστευε, και μη ερεύνα», η απάντησή της.
Ούτε στα μπουζούκια της εθνικής να πηγαίναμε, τέτοιος
στολισμός.
Με τη λαμπάδα στο χέρι μισή ώρα πριν το «Χριστός Ανέστη».
Τέτοια προσήλωση στα πάθη του Θεανθρώπου.
Μη και ακούσουν έναν ψαλμό παραπάνω, θα κρύωνε η
μαγειρίτσα.
Έβγαινε ο αρχιπαπάς με όλη την Άρτα και τα Γιάννενα πάνω
του, για να τιμήσει τον νεκρό - σε πίστα, παρακαλώ.
Πιο ψηλά απ’ όλους.
Ειδική κατασκευή και οι δεύτερες φωνές από πίσω.
Άντε, αν ήταν κανένας καλλίφωνος τον άφηνε λίγο παραδίπλα
του. Με το πρώτο γράμμα του γνωστού ψαλμού, νόμιζες ότι βρίσκεσαι στη Βαγδάτη.
Σοκ και δέος.
Τσιρίδες, κροτίδες, βεγγαλικά, μυρωδιά από καμένα μαλλιά
και βουρ στον πατσά. Πίσω ολοταχώς.
Το μεγάλο φαγοπότι.
Ελαφρύ, σχετικά. Τσουρέκι και αυγό βραστό.
Δεν ξεχνιέται αυτή η γεύση.
Την Κυριακή του Πάσχα, είχε φύγει πια η μελαγχολία των
προηγούμενων ημερών.
Λες και όλοι παίρναμε χούφτες τα Ζάναξ, με τον πρωινό
καφέ.
Κάποιος γύρναγε σαν τον Αθανάσιο Διάκο ένα σφαγμένο αρνί,
αργά και βασανιστικά, κάποια έντερα παραπέρα περίτεχνα σαν κοτσίδες δεμένα
μεταξύ τους και δώστου τα κρασιά, οι χοροί, τα τσιμπολογήματα.
Μέχρι το βράδυ.
Ανάσταση είναι αυτή. Με μια μαγειρίτσα θα περάσει;
Πέρασαν τα χρόνια, διάβασα κάνα δυο βιβλία παραπάνω, είχα
και κάτι συγκλονιστικές εμπειρίες με παπάδες -σε μέρες κατάνυξης πάντα- και
αποφάσισα πως όλη αυτή η πραγματικά όμορφη ιστορία που μας σέρβιραν, όταν τα
μυαλά μας ήταν ακόμη νωπά σφουγγάρια, είχε λόγο ύπαρξης.
Για τον καθένα διαφορετική.
Δεν τρέχω πια στους γυναικωνίτες που τόσο άφριζα που δεν
με άφηναν να ανέβω.
Δεν μ’ αρέσουν τα παραγκωνισμένα κελιά ξεχωριστά από τους
αρεστούς του Θεού.
Αν πω στον παπά, βέβαια, «καλέ μου άνθρωπε, εγώ που δεν
έχω περίοδο, άρα δεν είμαι βρώμικη, μπορώ να καθίσω στην κάτω σάλα που έχει και
πιο πολύ χλίδα», το πολύ-πολύ να με βρίζει, να σταυροκοπηθεί επειδή με έβρισε
μέσα στην εκκλησία και μπορεί, λέμε τώρα, να φοράει και ζαρτιέρα κάτω απ’ το
ράσο.
Το έχω δει, πιστέψτε με.
Ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο.
Της Μαγδαληνής, φυσικά. Το κρυφό…
Αυτό που βρήκαν σε κάτι σπηλιές στην Αίγυπτο και δεν το
φανέρωσαν ποτέ οι άμεμπτοι ρασοφόροι, τα παιδιά του Θεού.
Άννα Κουρουπού
Εχεις μεγαλη πικρα μεσα σου αγορι μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΖαλισμένος είσαι ή μήπως δεν διάβασες το όνομα του συντάκτη. Ποιο αγόρι ;
Διαγραφή