Η ομάδα μπάσκετ του Άρη Θεσσαλονίκης συμμετείχε σε τρεις
ημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης.
Δεν παρακολούθησα, εννοείται, κανέναν.
Μαζί με κάτι φίλους γυρίζαμε σαν στοιχειά στους άδειους
δρόμους της Θεσσαλονίκης. Και αν πετυχαίναμε κάποιον και εκείνος δικός μας
ήταν.
Μέχρι που το βράδυ προχωρούσε προς τα μεσάνυχτα χωρίς να
ακουστεί ούτε ένα κορνάρισμα.
Στο πρόσωπο έβγαιναν χαιρέκακα, ειρωνικά χαμόγελα.
«Κοπελιά, τι έκανε ο Άρης; Σοβαρά; Τι κρίμα...».
Περιέργως, όμως, παρακολούθησα το πρώτο παιχνίδι του
Γκάλη με τον Άρη.
Ο αρειανός φίλος, μου έδωσε το άλλο χέρι του πατέρα του
και πήγαμε να δούμε αυτόν για τον οποίο η Θεσσαλονίκη συζητούσε πριν ακόμα τον
δει.
Ο Γκάλης έχασε τα δύο πρώτα σουτ και, εκτός από κοντός
και «ατομιστής», τους φάνηκε και ελαφρώς επιπόλαιος.
Μετά κάρφωσε τριάντα πόντους και συστήθηκε όπως του
άξιζε.
Ο φίλος μου έφυγε
ενθουσιασμένος.
Εγώ προβληματισμένος. Όχι άδικα.
Διότι ξόδεψα τα τρυφερότερα χρόνια της ζωής μου, λέγοντας
ψέματα στον εαυτό μου και βλακείες στους άλλους.
Έχω περάσει δεκάδες σχολικά διαλείμματα αναπτύσσοντας τη
θεωρία που τεκμηρίωνε ότι η μπασκετική αξία του Γκάλη είναι μικρότερη από το
άθροισμα της αγωνιστικής ωφέλειας που προσέφεραν ο Σταυρόπουλος μαζί με τον
Φασούλα. Ομοίως, το δίδυμο Κόρφα-Πρέλεβιτς ήταν πολλαπλώς πιο χρήσιμο από το
Γκάλης-Γιαννάκης, αφού αξιοποιούσε περισσότερο τη front line.
Αηδίες, στρουθοκαμηλισμοί της κακιάς μας της ώρας,
άσκοποι περίπατοι όταν οι άλλοι έπαιζαν final four.
Προσπαθώ να θυμηθώ τι ήταν αυτό που μισούσα περισσότερο
στον Γκάλη. Πιθανότατα τον θαυμασμό μου.
Και τη ζήλια μου για εκείνους.
Σιχαινόμουν και τον φθόνο του μέτριου απέναντι στο
απόλυτο.
Το κόμπλεξ του «επαρχιώτη» απέναντι στον «Αμερικάνο».
Ήταν ψυχρός και απόμακρος.
Και δεν ήταν ΠΑΟΚ.
Αλλά, ναι, ήταν τόσο τέλειος, σχεδόν ψεύτικος, που δεν θα
μπορούσε ποτέ να είναι ΠΑΟΚ.
Σιχαινόμουν και τον συρφετό πίσω από τον Γκάλη, μέχρι και
με τη Μαρινέλα τα έβαλα.
Τα φτηνά κουτσομπολιά, τα μάτια που τον ακολουθούσαν,
τους ανθρώπους που φτιάχτηκαν από τον Γκάλη. Δεν ήταν λίγοι.
Δεν ξέρω αν το 1979, φεύγοντας από το New Jersey, ο Νίκος
Γεωργαλής, με καταγωγή από τη Ρόδο, είχε σχεδιάσει το πεπρωμένο του.
Ήταν, όμως, ο ίδιος το πεπρωμένο του ελληνικού μπάσκετ.
Κάποτε ο Νίκος Magic Σταυρόπουλος είχε δηλώσει ότι όλοι
οι επαγγελματίες καλαθοσφαιριστές οφείλουν στον Γκάλη το 25% των αποδοχών τους.
Ίσως να του οφείλουν και περισσότερα.
Ο Γκάλης εκπολίτισε το ελληνικό μπάσκετ συνυπάρχοντας με
μία διοίκηση (Μιχαηλίδη) και έναν προπονητή (Ιωαννίδη) που έκαναν τα πάντα για
να το εκμαυλίσουν.
Εννοείται ότι και ο Γκάλης δεν ήταν πάντα επαγγελματίας
στις αντιδράσεις του.
Όταν ο Συρίγος έγραψε μία απλή αλήθεια, ότι οι διαιτητές
σφυρίζουν φάουλ ακόμα και στον αέρα που αγγίζει τα μαλλιά του, ο Νικ όρμησε να
τον δείρει.
Έχει παίξει και μπουνιές με τον Πρέλεβιτς.
Επίσης, ποτέ του δεν παραδέχθηκε ότι ο προπονητής είναι,
ιεραρχικά, πάνω από αυτόν.
Πιθανώς επειδή ο ίδιος «έφτιαξε» προπονητές - τουλάχιστον
δύο.
Ομοίως, δεν ήταν και ο πλέον αγαπητός στα αποδυτήρια - με
τον Γιαννάκη μόλις που μιλούσαν ο ένας στον άλλον.
Όμως ο Γκάλης δεν ήταν μία συνηθισμένη περίπτωση αθλητή
και ανθρώπου.
Κατά τη γνώμη μου, είχε τις φυσιολογικές αντιδράσεις ενός
κλειστού -στα όρια της αγοραφοβίας- χαρακτήρα που βρίσκεται σε ένα περιβάλλον
«ημιάγριων».
Ήρθε από τα αμερικανικά γήπεδα και βρέθηκε να παίζει σε
μικρά αχούρια, πνιγμένα στον καπνό των τσιγάρων, με αλήτες που ανταλλάσσουν
καπνογόνα.
Και το έκανε με συνέπεια, σχεδόν ανέκφραστος.
Απαιτώντας τα λεφτά στην ώρα τους.
Θα είχε κάνει αντίστοιχη καριέρα στην Αμερική; Δεν το
πιστεύω.
Εκεί θα ήταν ένας καλός, κοντός γκαρντ.
Όμως παίκτες με αυτές τις σωματικές προδιαγραφές έβρισκαν
και στις γειτονιές. Ακόμα και αν έπαιζε στο ΝΒΑ, δεν θα γινόταν σταρ.
Και το ΝΒΑ δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του.
Το ευρωπαϊκό μπάσκετ της εποχής, πρωτόγονο με τα σημερινά
κριτήρια, επιβεβαίωνε το μοναδικό ταλέντο του.
Τότε οι βασικοί παίκτες έπαιζαν σαράντα λεπτά, το
παιχνίδι δεν ήταν ο πόλεμος που είναι σήμερα.
Οι άμυνες ήταν πιο χαλαρές και μόλις τότε προπονητές όπως
ο Μάλκοβιτς και ο Ιωαννίδης άρχισαν να κατεδαφίζουν το θέαμα με «ξυλοκόπους».
Ο Γκάλης επιβίωνε και λόγω της φυσικής του κατάστασης.
Ήταν ο πρώτος παίκτης στην Ελλάδα -και ένας από τους
λίγους στην Ευρώπη- που διέθετε προσωπικό γυμναστή.
Νομίζω ότι είναι και ο πρώτος και μοναδικός που έβαλε
εταιρία στο Χρηματιστήριο - οι περισσότεροι έχασαν χρήμα από τα λαμόγια.
Ο Γκάλης θα μπορούσε να τελειώσει την καριέρα του στον
Άρη.
Ακόμα και όταν διέρρηξε τη σχέση του με τον Παναθηναϊκό,
ο Παύλος Γιαννακόπουλος του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη,
πλην όμως έφερε αντιρρήσεις ο τότε προπονητής του Άρη και πρώην συμπαίκτης του,
ο Σλόμπονταν Σούπμποτιτς.
Αλλά και ο ίδιος ο Γκάλης, μάλλον ήθελε να πάει στην ΑΕΚ.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 ανακοίνωσε το τέλος της καριέρας
του.
Έτσι, σαν ξαφνικός θάνατος.
Ο Γκάλης δεν βγήκε από το γήπεδο με τους θεατές να
γνωρίζουν ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε επαγγελματικό μπάσκετ.
Τόσο μίζερο, διόλου αμερικάνικο.
Δεν έσβησαν φώτα, δεν κύλησαν δάκρυα. Απλώς έφυγε.
Ομοίως, είναι σχεδόν απάνθρωπο που αυτός ο παίκτης δεν
κατέκτησε έναν ευρωπαϊκό τίτλο σε συλλογικό επίπεδο.
Σήμερα είμαι βέβαιος ότι έφταιγε η «κατάρα» που
κουβαλούσε ο Ιωαννίδης.
Με είκοσι χρόνια καθυστέρηση ο Άρης τιμά σήμερα τον Νίκο
Γκάλη.
Θα παίξει φιλικό με τη Λιμόζ (που προπονεί ο Γιαννάκης),
θα υποδεχθεί κορυφαίες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού μπάσκετ, αντίπαλοι της
εποχής θα τιμήσουν με την παρουσία τους τον Νικ - έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον τι
υποδοχή θα έχουν τύποι όπως ο Κόρφας, ο Πρέλεβιτς και ο Φασούλας.
Στο τέλος η φανέλα με το «6» θα υψωθεί στην οροφή του
Αλεξάνδρειου.
Θέλω να δω αν τότε ο Γκάλης θα δακρύσει.
Κώστας Γιαννακίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου