Το φανταζόσασταν ποτέ, ότι θα ερχόταν μια εποχή που το IQ
θα μετριόταν ανάποδα, από πάνω προς τα κάτω κι όσο πιο χαμηλός ήταν ο δείκτης,
τόσο πιο πετυχημένος θα γινόσουν;
Ότι ο ικανός, ο έξυπνος κι ο μορφωμένος, θα έμενε στο
περιθώριο ως επικίνδυνος για τη νέα τάξη πραγμάτων, ενώ αντίθετα, ο μέτριος, ο
ηλίθιος και ο απατεώνας, θα αποκτούσε προνόμια, που θα καθόριζαν τις τύχες και την
ποιότητα ζωής της κοινωνίας;
Ότι οι τεμπέληδες κι οι «κηφήνες» θα γινόντουσαν κουμανταδόροι
των εργατικών ανθρώπων και θα θεσμοθετείτο η αυθαιρεσία κι η τεμπελιά
τους;
Φανταζόσασταν ότι μετά τη χούντα, οι εκλεκτοί του λαού θα
ήσαν κάποιοι που δεν θα ήξεραν να χωρίσουν δυο γαϊδουριών άχυρα ή θα ήξεραν,
αλλά δεν θα ενδιαφέρονταν παρά μόνο για τον εαυτό τους και τη «στάνη» τους, που
είχαν μαντρωμένη;
Ότι θα διέλυαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας υπέρ μιας
ελεγχόμενης στρατιάς κρατικοδίαιτων οπαδών τους;
Ότι θα δανείζονταν στις πλάτες του λαού και για να
εξαγοράζουν την εξουσία τους, θα επιδοτούσαν ακόμη και το «πλύσιμο των χεριών»
ή την «έγκαιρη προσέλευση στη δουλειά»;
Ότι θα μετέτρεπαν τη χώρα από τη μία άκρη ως την άλλη, σε
μια απέραντη δημόσια υπηρεσία υπεράριθμων αναρμόδιων χωρίς υπηρεσίες;
Ότι θα εξαφάνιζαν τον ιδιωτικό τομέα ή θα τον μετέτρεπαν σε
παράσιτο του κράτους, για να τον ελέγχουν;
Ότι θα μετέτρεπαν την παιδεία σε παραγωγή «παπαγάλων»
χωρίς κρίση, χωρίς εφόδια και τα πανεπιστήμια, ακόμη και τα σχολεία, σε κομματικά
γραφεία;
Ότι η πολυπόθητη δημοκρατία, θα εκπροσωπείτο από την
αναρχία, την ασυδοσία, τη λαμογιά, την κατάλυση θεσμών όπως η δικαιοσύνη, για
να προκύψει ένα μπάσταρδο καθεστώς πολιτικής και εργασιακής ομηρίας, με
«στρατευμένους» πιστούς και επαγγελματίες συνδικαλιστές, που θα αποτελούσαν τη «φρουρά»
της εξουσίας και τη δύναμη επανεκλογής της;
Ότι το κράτος θα υπονόμευε την παιδεία ως εχθρό του και
θα την ανέθετε στα «ειδικευμένα» φροντιστήρια, ενώ τα σχολεία απλώς θα
υπήρχαν για άλλοθι;
Ότι η τέχνη κι ο πολιτισμός, ακόμη κι ο αθλητισμός,
θα υποβαθμίζονταν σε όργανα της εξουσίας και θα υποσιτίζονταν εκβιαστικά
από αυτή, πλην εκείνων που τη στήριζαν;
Ότι οι στίχοι
του Ελύτη που Γκάτσου, του Παπαδόπουλου, της Νικολακοπούλου και τόσων άλλων που
τραγουδιόντουσαν στα γήπεδα, στις οικοδομές και στα χωράφια, θα έμοιαζαν παρωχημένοι μπροστά στα στιχάκια του
ημερολογίου και στα καψουροτράγουδα των «σκυλάδικων», που ευνοούσαν τα
τσιφτετέλια στο τραπέζι και το λουλουδοπόλεμο των εραστών της καφρίλας;
Ότι ο Καζαντζάκης, ο Καραγάτσης, ο Βενέζης, ο
Αναγνωστάκης και τόσοι άλλοι συγγραφείς, θα αντικαθίσταντο στη
τηλεόραση από σαχλά και χαβαλεντζίδικα σενάρια γνωστών και φίλων, από
τους «γραφικούς» της Πάνιας ή τα «πρωινάδικα» και «μεσημεριανά»
ξεκατινιάσματα κι από συνταγές μαγειρικής;
Ότι οι ηθοποιοί θα αντικαθίσταντο από μανεκέν
και περιστασιακές γκόμενες των στελεχών της τηλεόρασης;
Ότι η
δημοσιογραφία θα ασχολούνταν με το τι κάνει το κάθε «βούρλο», τι μαγιό φοράει
και σε ποια παραλία κολυμπάει, ποια έχει ωραιότερο σιλικονάτο στήθος,
ποιος καλύτερες «γραμμώσεις» και λιγότερο μυαλό, ποιοι χώρισαν, τι είπαν και
ποιο νέο γκόμενο «χτύπησε» η ανεγκέφαλη «ξανθιά» επειδή κάνει τη γλάστρα στην
τηλεόραση ή έστω τη παρουσιάστρια;
Ότι οι γελωτοποιοί και παρατρεχάμενοι της εξουσίας θα
αποκτούσαν χρήμα, δύναμη και επιρροή να κλέβουν και να επιβάλουν την
παρουσία τους στη δημόσια ζωή;
Ότι ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με τα πολιτικά,
κοινωνικά και καλλιτεχνικά θέματα, θα παραχωρούσε τη θέση του στη μόδα
του lifestyle που επιμόρφωνε τους «αδαείς» και «πεινασμένους»
αναγνώστες με απύθμενες ανοησίες για τα «μυστικά» του έρωτα, της
«αρπαχτής», τα ηδονικά σημεία, τα όργανα «ικανοποίησης» και στην κυρίαρχη
ιδεολογία που πλάσαρε, πως η ζωή κι η απόλαυση βρίσκεται στο «κενό» του μυαλού
κι όχι στο περιεχόμενο που ήταν άχρηστο.
Ότι θα ζούσαμε μέσα σ’ ένα μπαλόνι που φουσκώναμε όλοι
μαζί, μέχρι να σκάσει στα μούτρα μας;
Ίσως, δεν το φανταζόσασταν ποτέ ότι θα συνέβαινε αυτό κι
ούτε καταλάβατε πώς συνέβη και βρεθήκαμε όλοι, συμμετέχοντες ή μη, σ’ αυτή τη δίνη
της αναπαραγόμενης ανοησίας.
Καταλάβαμε όμως, με καθυστέρηση, τη βίαιη παρακμή της και
τις συνέπειες της.
Καταλάβαμε καλά τα αποτελέσματα αυτής της εκδίκησης
των μέτριων και των ηλιθίων που επιτρέψαμε να κυριαρχήσουν στη ζωή μας.
Είναι όμως αυτοί οι ηλίθιοι ή μήπως εμείς που τους
ανεχθήκαμε και εν πολλοίς τους μιμηθήκαμε, υποθηκεύοντας την επιβίωσή
μας;
Είναι αυτοί οι ηλίθιοι, που ακόμα κυκλοφορούν με
ακριβά τζιπ και γεμίζουν τους «in» προορισμούς ή εμείς που γίναμε θεατές της
πρόκλησής τους αδιαμαρτύρητα;
Κώστας Σιμενός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου