Αρχές δεκαετίας του ‘90, τα
πρώτα beach bar κάνουν την εμφάνισή τους.
Τα παραθαλάσσια παραθεριστικά χωριά σε κάθε γωνιά της
Ελλάδας, αλλάζουν.
Οι τοπικοί Δήμοι ενισχύονται οικονομικά.
Μέσα σε μια δεκαετία η ομπρέλα, η ψάθα και το ψυγειάκι
έχουν αντικατασταθεί από έτοιμες ξαπλώστρες, ο παππούς δεν έχει πια δικαίωμα να
έχει λίγα μέτρα παραλίας μπροστά στο σπίτι του και το ελεύθερο μπάνιο -με τις
ευλογίες όλων μας- αποτελεί παρελθόν.
Έγινε κατεστημένο το μπάνιο στη θάλασσα να συνεπάγεται
υποχρεωτικό στρίμωγμα μέχρι αηδίας, πέταμα σε οποιοδήποτε σημείο σου βρουν
ελεύθερη ομπρέλα ακόμα και 20
μέτρα από το κύμα, ηχορρύπανση λόγω συνωστισμού και
χαράτσι σε κάθε εξόρμηση, που προστίθεται στα ήδη σαλταρισμένα έξοδα
μετακίνησης.
Η οικονομική διάσταση ωστόσο είναι επιλογή του καθένα,
αγανακτισμένου ή μη, με κρίση ή χωρίς, με λίπος ή όχι, να επιλέξει τι θα του
κοστίσει η κάθε επίσκεψη σε παραλία.
Το πιο ουσιαστικό ζήτημα είναι το ποιοτικό, η έλλειψη εικόνων και ποικιλίας που σε
εμποδίζει να ξεδώσεις πραγματικά, να ανανεωθείς.
Όλα έγιναν ίδια,
επαναλαμβανόμενα και τελικά κουραστικά.
Επανάληψη των ίδιων και των ίδιων που κουράζουν
ψυχολογικά και σε τελευταία ανάλυση κοστίζουν κιόλας.
Κι όμως, μάθαμε
να μας αρέσουν, ξεκίνησαν κάποτε ως εναλλακτική, ως μέρος της επιθυμητής
ποικιλίας και εξελίχθηκαν σε “must” κατάσταση, σε κανόνα απαραβίαστο.
Η γενιά της δεκαετίας του ’80 και πίσω έχει αναμνήσεις από διαφορετικά καλοκαίρια,
πιο ανέμελα, πιο «χύμα» και πιο γλυκά.
Είναι η γενιά που «ήπιε νερό από λάστιχο αλλά επιβίωσε».
Έκανε εκατοντάδες χιλιόμετρα με ποδήλατο, έπαιξε κρυφτό
σε χωματόδρομο, μάζεψε ξύλα από ένα δασάκι για μια φωτιά στην άμμο με κιθάρα,
παλιό κασετόφωνο και μπύρες, φλέρταρε στην αμμουδιά δίπλα σε αραγμένες βάρκες,
έπαιξε «μπουκάλα» και «θάρρος ή αλήθεια», βούτηξε και αργά το βράδυ και νωρίς
το πρωί, πάτησε αχινό, είδε ανατολή, έτρεξε να φωνάξει τον πλανόδιο ψαρά για να
τον προλάβει η γιαγιά. Πήγε σε θερινό σινεμά με σάντουιτς από το σπίτι, ένιωσε
καρδιοχτύπι για ένα μπλουζ, έκανε πάρτι σε παραλίες, σε μπαλκόνια, σε κήπους,
με χορό και τραγούδι και όχι κάνοντας το μαϊντανό με ένα ποτήρι στο χέρι
μετρώντας κάθε 5’
τα like στο check in. Σε κάθε ηλικία
χιλιάδες εικόνες που σήμερα επιβιώνουν μόνο κατ’ εξαίρεση εξαιτίας της
εμπορευματοποίησης και του lifestyle.
Ένα σημερινό 16χρονο παιδί αν ακούσει τα παραπάνω συχνά
σε κοιτάει με απορία, μπορεί και οίκτο.
Αυτά και άλλα πολλά, τα τελευταία χρόνια έχουν
αντικατασταθεί από μια αέναη ρουτίνα.
Περιορίσαμε το χώρο μας μόνοι μας.
Είχαμε μια ολόκληρη
παραλία να διαλέξουμε μέρος, τώρα
στριμωχνόμαστε όπου μας δείξει η «υποδοχή».
Είχαμε νερό σε
θερμός και δικό μας καφέ, τώρα
τα αγοράζουμε.
Είχαμε δωρεάν χώρο
να καρφώσουμε την ομπρέλα μας, τώρα
την πληρώνουμε κι αυτή.
Κάναμε 3 βήματα και βουτούσαμε, τώρα προσέχουμε μην πατήσουμε κανέναν, καίγονται και οι πατούσες
ανελέητα!
Είχαμε χώρο να
απλώσουμε δυο πράγματα, να φουσκώσουμε ένα στρώμα, να βαρέσουμε μια ρακέτα
χωρίς να ενοχλούμε.
Ο γράφων έχει βάλει καλάθι μπαλάκι του τένις σε ποτήρι
φραπέ ανυποψίαστου λουόμενου και έχει στείλει σέντρα ζάρι από τάβλι μέσα σε
ξένο παραδιπλανό καφέ, τόσο κοντά ήταν.
Πήξιμο, άγχος, περιορισμός.
Νύχτες μπιρίμπας εξελίχθηκαν σε νύχτες clubbing, νύχτες
φωτιάς και κιθάρας έγιναν νύχτες σε μπουζούκια, νύχτες αράγματος με παρέα στο
σπίτι έγιναν νύχτες με «ποτάρες».
Τι διαφορετικό κάνεις από το χειμώνα; Φοράω μαγιό,
λαδώνομαι και μαυρίζω.
Σε όλα τα τελευταία προστίθεται ο εθισμός στα social
media.
Να μην κάνουμε ένα check in, με tags όλη την παρέα και
άμα είμαστε πολύ μερακλήδες και φωτογραφία;
Smartphone, ο κόσμος στο κινητό
σου, ή το κινητό σου ο κόσμος;
Χ….κε η Φατμέ στο Γεντί Κουλέ για το πού κάνεις μπάνιο,
το πιο πιθανό είναι ότι βαριέσαι και παίζεις με το κινητό σου ή είσαι κι εσύ
εθισμένος ή απλά ψώνιο…
Όλοι το κάνουμε λίγο πολύ, μήπως να το ψάξουμε λίγο;
Ή μήπως καμιά φόρα είδαμε στο nearby πού είναι κάποιος
και σηκωθήκαμε να πάμε να τον βρούμε;
Είναι τσάμπα
ταλαιπωρία μυαλού που ήδη είναι γεμάτο με «αναγκαία κακά». Θα κρασάρει.
Με πόσα password κουράζουμε το μυαλό μας για email,
Facebook, twitter, Google, pin κινητού, pin ΑΤΜ, pin κάρτας;
Πού θα πάμε; Θα βρούμε; Τι ώρα να ξεκινήσουμε; Έχετε
κάνει κράτηση;
Πού μυαλό για παλιές αναμνήσεις
και κυρίως, πού μυαλό και χώρος να φτιάξεις νέες!
Το “rewind”
λοιπόν, ήταν το κουμπάκι που γύριζε την κασέτα πίσω, την εποχή που δεν υπήρχαν
usb.
Η κρίση το
πάτησε και ξαναπατώντας “play” μετά το χαρακτηριστικό τσακ, ακούς πλέον το
«θέλω να γυρίσω στα παλιά» του Μαζωνάκη, τις «καλοκαιρινές διακοπές» του
Καρβέλα και το «θυμάμαι» των Going Through.
Υπάρχει τάση επιστροφής.
Γεμάτα πάρκα, παγκάκια, πεζόδρομοι, ατομικές ομπρέλες με
το σχετικό εξοπλισμό ανάλογα με τα γούστα και τις δυνατότητες, περισσότερη
«παρέα» και επικοινωνία, πιο ανέμελες καταστάσεις, beach bar γεμάτα μόνο τις
Κυριακές.
Καθόλου ξενέρωτο, καθόλου οπισθοδρομικό.
Είναι απόδραση
από ρομποτικές παλιές συνήθειες,
έστω και αναγκαστικά, καθώς αν
«λεφτά υπήρχαν» όπως παλιά, δε θα υπήρχε περισυλλογή μήπως φτάσαμε να υπηρετούμε συνήθειες που δε μας
γεμίζουν.
Χάρης Μπεκιάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου