Πολλά έχουν λεχθεί, και εξίσου πολλά έχουν γραφτεί, χρόνια
τώρα, για το περίφημο ελληνικό lifestyle, που όπως κάθε τι άλλο, στη χώρα μας αποτελεί
μια φτηνιάρικη καρικατούρα του αντίστοιχου ξένου.
Και ειδικά στα χρόνια της στρεβλής ανάπτυξης, το lifestyle
ήταν κυρίαρχο, χάρη σε μια «κλειστή» κλίκα επώνυμων μαϊντανών, και καλά opinion
makers, που στην τελική κατέστρεψαν τα εγκεφαλικά κύτταρα μιας ολόκληρης γενιάς,
πλουτίζοντας παράλληλα οι ίδιοι.
Με αποτέλεσμα να γεμίσουμε από wannabe μοντέλα και
τραγουδιάρες, ή στην καλύτερη παρουσιάστριες(!), οι οποίες όμως, πλην ελαχίστων
καπάτσων, που ήξεραν πως και πόσο θα πουλήσουν την φρεσκάδα τους, απλά κατέληγαν
«βιζιτάκια» στο έλεος του κάθε ματσωμένου (αλλά και μη).
Και όπως είχε πει κάποτε σε ένα πάνελ, ένας ειλικρινής μάνατζερ
μοντέλων, αυτό αποτελεί κοινό μυστικό.
Μου το επιβεβαίωσε επανειλημμένα και καλός μου φίλος, «βασιλιάς
της νύχτας», ο οποίος αν αποφασίσει ποτέ να ανοίξει το στόμα του με ονόματα διάσημων γυναικών, που παίρνονταν για €300, θα είχαμε κατακόρυφη άνοδο
των διαζυγίων στην «καλή κοινωνία».
Τα δε εξώφυλλα και οι πασαρέλες, σύμφωνα με τους παραπάνω,
απλά ανεβάζουν ή κατεβάζουν την ταρίφα της
κάθε μοντέλας-τραγουδιάρας-βιζιτού.
Απλά πράγματα δηλαδή.
Το λεγόμενο cash nexus.
Για αυτό, βλέποντας ένα ιδιαίτερα εύστοχο σχόλιο του φίλου
Προφήτη στο Antinews δεν άντεξα, και το
αναδημοσιεύω αυτούσιο εδώ.
Για να μαθαίνουν οι πιτσιρίκες, και πιο πολύ οι γονείς τους.
…Τηλεόραση, lifestyle και ένα τμήμα του χώρου της μόδας
ήταν το προκάλυμμα, η λέξη “φερετζές” ταιριάζει εδώ απόλυτα, για το κύκλωμα
εκτεταμένης πορνείας, η οποία πάντα υπήρχε στα μεγαλοαστικά στρώματα, αλλά το
εύρος της απλώθηκε ανεξέλεγκτα από το εύκολο και παράνομο χρήμα που διακινήθηκε
σε απίστευτο βαθμό την 20ετία 1990-2009, αυτό που σήμερα ονομάζεται “Ελληνικό
Χρέος”, δημιουργώντας οικονομικούς παράγοντες και παραγοντίσκους οι οποίοι
“εκτόξευσαν” τη ζήτηση φρέσκου προϊόντος.
Το κύκλωμα δεν ήταν ενιαίο αλλά “διάχυτο”, χωρίς κορυφή
και οργάνωση αλλά με σκόρπιες ομάδες και “επιτηδευματίες” του χώρου.
Τα πάσης φύσεως “μοντέλα” εντοπίζονταν αρχικά από
ατζέντες και μόδιστρους. Πολλές δε απευθύνονταν οι ίδιες σε παρόμοια γραφεία,
έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης και ξεκάθαρους προσωπικούς στόχους
ανέλιξης σε ακριβοπληρωμένες “ιδιωτικές συνοδούς” – κομψά.
Όσες πράγματι διέθεταν χαρακτηριστικά και τάλαντο
μοντέλου, ίσως έκαναν και καμιά εμφάνιση στην πασαρέλα.
Στη συνέχεια το “κύκλωμα” τις προωθούσε σαν “γλάστρες”
και συναφή φυτά σε τηλεοπτικές εκπομπές “ελαφρού περιεχομένου”, καθώς και σε
φωτογραφίσεις περιοδικών lifestyle, ώστε να γίνονται γνωστές, οι δε καλύτερες
έπαιρναν λίγο από το χρίσμα της “celebrity”, ιδίως αν κατακτούσαν αξίωμα σε
διαγωνισμούς.
Ενώ δήθεν μόδιστροι, στην ουσία προαγωγοί, τις περιέφεραν
στα κοσμικά πάρτυ και στα κλαμπ, για να βλέπουν εκ του σύνεγγυς το προϊόν οι
υποψήφιοι πελάτες. Από τις κοινωνικές αυτές εκδηλώσεις οι φωτογραφίες
κυκλοφορούσαν με τη σειρά τους στα περιοδικά lifestyle, ώστε να “ανακυκλώνεται”
η προώθηση αλλά και να παίρνει μια δόση glamour το πόπολο.
Η ταρίφα διαμορφωνόταν σε συνάρτηση με τις “περγαμηνές” :
“Ήταν μπροστινή γλάστρα (οι “πισινές” είναι δευτεράντζες) δυο φορές στο τηλεοπτικό σώου “Γειά σου Τάκη” (ας πούμε)”.
Ή “έχει κάνει δυο ημίγυμνες φωτογραφίσεις στο περιοδικό “Πρόκληση” (ας πούμε)”.
Ή “ήταν Μις Γυμνός Αφαλός 2005 (ας πούμε)”.
Ή “ήταν καλεσμένη στο πάρτυ στο γιωτ του εφοπλιστή Χατζηκαπετάνιου (ας πούμε)”.
“Ήταν μπροστινή γλάστρα (οι “πισινές” είναι δευτεράντζες) δυο φορές στο τηλεοπτικό σώου “Γειά σου Τάκη” (ας πούμε)”.
Ή “έχει κάνει δυο ημίγυμνες φωτογραφίσεις στο περιοδικό “Πρόκληση” (ας πούμε)”.
Ή “ήταν Μις Γυμνός Αφαλός 2005 (ας πούμε)”.
Ή “ήταν καλεσμένη στο πάρτυ στο γιωτ του εφοπλιστή Χατζηκαπετάνιου (ας πούμε)”.
Και μια σειρά αντίστοιχα “παράσημα” διασημότητας, διότι η
βάση της όλης συναλλαγής δεν ήταν απλώς η σωματική ικανοποίηση αλλά το
επίτευγμα ότι “πήγα με την Τάδε” προς ικανοποίηση της ματαιοδοξίας. Αρκεί η
“Τάδε” να ήταν γνωστή σε βαθμό άνω του μετρίου.
Από τη
ανοδική “Σκάλα των κρεβατιών” έχουν περάσει ακόμα και θεωρούμενες υπεράνω πάσης
υποψίας, οι δε πιο έξυπνες και καπάτσες έγιναν επιχειρηματίες οι ίδιες, σύζυγοι
πλουσίων ή ανεξάρτητες επαγγελματίες με υψηλό κασέ.
Για πολλές βέβαια η σκάλα υπήρξε καθοδική, ιδίως για όσες
βυθίστηκαν στο απαραίτητο συμπλήρωμα της ζωής αυτής, την κόκα.
Η εξάπλωση του εμπορίου της κόκας, του καυσίμου για
“υψηλές πτήσεις”, πέρα από την διεθνή διάδοση, υπήρξε παράλληλη για να
τροφοδοτεί με χημικές παραισθήσεις την αυταπάτη ότι η ζωή αυτή είναι εφικτό να
έχει για όλους τους μετέχοντες ευτυχή κατάληξη.
Κάποιες και κάποιοι όντως πρόλαβαν.
Αλλά για τους πολλούς, που πίστεψαν τα παραμύθια του
Κωστόπουλου, η προσγείωση υπήρξε ανώμαλη – αν όχι τραγική, και η συντριβή τους
συντελέστηκε στην αφάνεια. Εκτός από εκείνους, των οποίων η κατάληξη γίνεται
ειδησεογραφικό περιεχόμενο.
Ο άτυχος Μιχάλης Ασλάνης, για παράδειγμα, είχε
κορνιζαρισμένο και κρεμασμένο στον τοίχο του ατελιέ του το μότο του Πέτρου
Κώστόπουλου “Η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή”.
Προφανώς ζούσε ή προσπαθούσε να ζήσει με πρότυπο μια
ρετσέτα, την οποία ο Κωστόπουλος έχει ομολογήσει ότι εφηύρε όταν τα πρώτα τεύχη
του ΚΛΙΚ δεν πήγαν καλά κυκλοφοριακά και έπρεπε να βρει ένα σύνθημα, ώστε να
προκαλέσει θόρυβο. Μια ολόκληρη γενιά “το έφαγε”.
Γι’ αυτό πράγματι κυρίαρχος γίνεται όποιος θέτει τα
πρότυπα. Αλλά τίποτα δεν κρατάει για πάντα.
Πόσω μάλλον τα ψέματα…
Strange
Attractor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου