Ήταν την περασμένη Πέμπτη, όταν ένας καλοστεκούμενος
μελαψός κύριος, με μπεζ κοστουμάκι, έγινε δεκτός στο Μαξίμου και αμέσως μάθαμε
ότι επρόκειτο για τον θρυλικό Αλ-Ουαλίντ μπιν Ταλάλ, τον 26ο στη λίστα Forbes
με τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, του οποίου η προσωπική περιουσία
αποτιμάται στα 20 δισ. δολάρια.
Ενόσω διαρκούσε η συνάντηση, μάθαμε, επίσης, ότι είχε
συναντηθεί με τον πρωθυπουργό, λόγω του ενδιαφέροντός του για «επενδύσεις στο
τραπεζικό σύστημα».
Mάλιστα, μη κατονομαζόμενες, αλλά υποτίθεται «καλά
πληροφορημένες πηγές του Μαξίμου» χαρακτήριζαν το ενδιαφέρον του Σαουδάραβα
επενδυτή για τις ελληνικές τράπεζες «δεδηλωμένο» (πού, αλήθεια;) και άφηναν
ελπιδοφόρους υπαινιγμούς για την Eurobank.
Πολλά ήταν τα αξιοπερίεργα του γεγονότος.
Κατά πρώτον, το κοστουμάκι.
Το μπεζ δεν είναι κάπως ανάρμοστο για έναν επενδυτή της
κλάσεως του και μάλιστα όταν επισκέπτεται ένα πρωθυπουργό στο γραφείο του;
Έπειτα, η συνάντηση δεν κράτησε ούτε καν μισή ώρα, αφού
στις 4 μ.μ. πήγε στο Μαξίμου και στις 4.30 μ.μ. συναντήθηκε με τον Αβραμόπουλο.
Επομένως, πόσα πρόλαβαν να ειπωθούν για τις επενδυτικές
ευκαιρίες, που υποτίθεται ότι τον οδήγησαν ώς το πρωθυπουργικό γραφείο;
Ύστερα, τον υπουργό Εθνικής Αμυνας από πού κι ως πού να
τον δει;
Και γιατί να μην δει τον υπουργό Οικονομικών ή τον
διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, δεδομένου του «δεδηλωμένου» ενδιαφέροντος
του για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Ο πραγματικός λόγος της επίσκεψης θυμίζει λίγο παλιά καλή
ελληνική ταινία με Παπαγιαννόπουλο, Ηλιόπουλο και τους άλλους της παρέας.
Ο Σαουδάραβας ήλθε με το σκάφος του στα ελληνικά νησιά
για διακοπές και απευθύνθηκε στο κράτος για να ζητήσει μέτρα προστασίας
(κοινώς, βατραχανθρώπους) για όσο θα παρέμενε στα μέρη μας.
Το αίτημα διαβιβάστηκε στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπου
και έτυχε της προσοχής του grand maitre των δημοσίων σχέσεων, που περιττεύει,
νομίζω, να πω το όνομά του. (Επί ματαίω είναι και αμαρτία...) Εξ ου και τα όσα
επακολούθησαν.
Μια επίσκεψη γνωριμίας ήταν, προκειμένου να ευχαριστήσει
τους οικοδεσπότες του για τις περιποιήσεις.
Οχι, βέβαια, ότι ήταν κακό ή εντελώς άσκοπο να επιδιώξει
η κυβέρνηση μια συνάντηση γνωριμίας με τον Αλ-Ουαλίντ μπιν Ταλάλ· κάθε άλλο
μάλιστα.
Μπορεί, λ.χ., να ενδιαφέρεται ο άνθρωπος να αγοράσει
κάποια νησίδα - γιατί όχι; Αλλά ας μην καλλιεργούμε αυταπάτες ως προς τις
δυνατότητες των δημοσίων σχέσεων να προσελκύσουν επενδύσεις.
Ένας κεφαλαιούχος του επιπέδου του Αλ-Ουαλίντ μπιν Ταλάλ,
με υπολογίσιμα μερίδια σε εταιρείες κολοσσούς, όπως η Apple, η Citigroup, η
Disney και η News Corp, δεν θα καθίσει να ασχοληθεί με μια χώρα γραφικών, οι
οποίοι επιμένουν πεισματικά να αγνοούν ότι το διεφθαρμένο και ανίκανο κράτος
τους χρεοκόπησε και ακόμη τους απασχολεί αν ένας δημόσιος υπάλληλος πρέπει να
απολύεται ή όχι.
Δεν θα το κάνει επειδή γνώρισε κάτι συμπαθητικούς τύπους
(που αμφιβάλλω αν θυμάται κιόλας το όνομά τους) και οι οποίοι ήσαν πολύ
περιποιητικοί μαζί του.
Δεν αμφιβάλλω ότι κάποιοι στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι
παρόμοιου τύπου δημοσιότητα έχει επικοινωνιακά οφέλη, είναι όμως αμελητέα.
Σε τελευταία ανάλυση, οι αυταπάτες περί των επενδυτικών
δυνατοτήτων στη χώρα μπορεί να διαφέρουν ως προς τον τύπο τους από τις άλλες,
που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ για τη μαγική επιστροφή στο παρελθόν της
αστακομακαρονάδας, είναι όμως ανάλογης σοβαρότητας και, επίσης, το ίδιο
επιζήμιες.
Δεν πετυχαίνουν τίποτε άλλο παρά να σπέρνουν φρούδες
ελπίδες, που εμποδίζουν την αναγνώριση της πραγματικότητας.
Αν είναι να έλθει κάποτε η ώρα, που θα σκεφθεί σοβαρά
κάποιος σαν τον Σαουδάραβα επισκέπτη του Μαξίμου να επενδύσει τα λεφτά του στην
Ελλάδα, πρέπει προηγουμένως οι ίδιοι να έχουμε αποδείξει ότι αλλάζουμε.
Επί του παρόντος, αυτό που δείχνουμε είναι ότι αρνούμαστε
πεισματικά να παραδεχθούμε τα προφανή.
Τροφοδοτούσαμε με δανεικά τη μαύρη τρύπα ενός κράτους,
του οποίου τις χείριστες υπηρεσίες πληρώναμε διπλά και τριπλά (και με τους
φόρους μας, αλλά και με τα φακελάκια και με τα φροντιστήρια), το οποίο
αποδείχθηκε η αιτία της χρεοκοπίας μας και, τρία χρόνια αργότερα, εμείς
εξακολουθούμε να υπερασπιζόμαστε το «δημοκρατικό δικαίωμα» ενός υπαλλήλου να
αρνείται τη μετάθεσή του από την Ομόνοια στο Κολωνάκι.
Όπως επίσης εξακολουθούμε να συζητούμε ονειροφαντασίες
για μεγαλειώδη μητροπολιτικά πάρκα στο Ελληνικό, αντί να εργαζόμαστε για να
δημιουργήσουμε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ όσων θα ήθελαν να επενδύσουν στο
καλύτερο και μεγαλύτερο οικόπεδο της Μεσογείου, που διατίθεται τούτη την ώρα
στην αγορά.
Όχι μόνον, δηλαδή, δεν καταδεχόμαστε να ασχοληθούμε
σοβαρά με τη μείωση των εξόδων και την αύξηση των εσόδων μας, αλλά σχεδιάζουμε
και επιπλέον δαπάνες.
Δεν είμαστε αδίκως ο εξυπνότερος λαός του κόσμου!
Μπορεί να χάνουν την ψυχραιμία τους, να τα λένε με τον
λάθος τρόπο και να καταλήγουν να γίνονται αντιπαθείς. Εντούτοις, όσο και αν δεν
μας αρέσει αυτό, ο Στέλιος Σταυρίδης και ο Αδωνις Γεωργιάδης έχουν δίκιο επί
της ουσίας των όσων υποστηρίζουν.
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου