Εμένα μου άρεσε ο 902.
Εκτός από πολωνέζικες πολεμικές κι αστυνομικές σειρές,
απ‘ όταν ο Γιαρουζέλσκι ήταν Εύελπις, είχε και την πιο σουρεαλιστική εκπομπή
μαγειρικής στην ελληνική τηλεόραση.
Δεν μαγειρεύανε το φαγητό. Απλά μιλούσαν γι’ αυτό!
Το περιέγραφαν, μια κυρία κι οι καλεσμένοι της. Κάτι σαν
την αταξική κοινωνία στο ανώτατο στάδιο της Επανάστασης.
Μιλάνε γι’ αυτήν αλλά κανείς δεν την είδε.
Η μπεσαμέλ της ουτοπίας, στο μιλητό, χωρίς τεντζερέδια,
έξοδα και γκόμενες να γλείφουν τα κουτάλια και να κάνουν μμμμ και οοοοο με
τσαχπινιές.
Επειδή μερικές φορές έχω μια σατανική αίσθηση του χιούμορ
εκεί παρακολούθησα ένα απόγευμα κι ολόκληρη την πρώτη ομιλία του Κουτσούμπα.
Είχα ρίξει και μια μεταμεσημβρινή σιέστα και ήμουν
έτοιμος, σφουγγάρι να ρουφήξω τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Τί είπε ο άνθρωπος!
Πω ρε, θυμήθηκα τα νιάτα μου στο Γυμνάσιο Αρρένων
Κορυδαλλού. Ντεζαβού! Μπρέζνιεφ τότε στα πράγματα, λίγο σιτεμένος και με γενικό
κλακάζ των υποσυστημάτων, ετοιμαζόταν για μπάρκο.
Μόδα όμως τότε η Αριστερά.
Οι πιο μεγάλοι εκεί γραφόσαντε για να βρουν γκόμενα.
Εδώ, ήταν ο Χαρίλαος στα ντουζένια του, πριν υπαγορεύσει
στην Παναγιωταρέα την αυτοβιογραφία του.
Εκεί, όπου λέει πως όταν κατέβηκε στην Ρούμελη με τον ΔΣΕ,
διοικούσε και μια μονάδα ΣΝΟΦίτες, μαϊμού «μακεντόνσκι», ε; Μετά τους πήγανε τα
πόδια στο σβέρκο ως τα σύνορα.
Η διαχείριση πάντως της πώλησης του 902, οι απολύσεις των
εργαζομένων και οι επαναπροσλήψεις με τον μισθό του εργάτη σε άλλες
επιχειρήσεις, θέτουν στους αδαείς μοναρχοφασίστες, οπορτουνιστές, τιτοϊκούς,
Ολυμπιακούς και στον Σύνδεσμο Εθνικοφρόνων Αρβυλοποιών (υπήρχε, το ξαναείπαμε)
ένα ζήτημα του διαλεκτικού υλισμού λυμένο παλαιόθεν από την απλή σοφία του
Κόμματος.
Το ‘χει περιγράψει κι αυτό ο μακαρίτης Χρόνης Μίσσιος στο
«Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».
Περιγράφω το περιστατικό, όπως το θυμάμαι από μνήμης.
Τον είχανε μπαγλαρώσει τον Χρόνη μαζί με άλλα συντρόφια
ένεκα η κομμουνιστική δράσις του.
Στα ευαγή ιδρύματα που το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος
φιλοξενούσε τα απολωλότα τέκνα του Έθνους, το ΚΚΕ είχε συγκροτήσει κομματικές
οργανώσεις και μέσα στο γκιζντάνι, ΚΟΒες πίσω απ’ το κάγκελο.
Συχνά δε άλλος κρατούμενος φαινόταν για κομματικός
υπεύθυνος κι άλλος ήταν ο αληθινός. Ιεραρχία κανονική και καθοδήγηση αυστηρή,
με διαφώτιση και ποινές.
Ένας από τους μεγαλύτερους νταλκάδες των φυλακωμένων,
έτσι τους έλεγε η Μυτιληνιά γιαγιά μου, η μόνη μη αρβανίτισσα εκ των προγόνων,
πέραν της γυναικείας απουσίας, ήταν η ατσιγαρία.
Μπατίρια οι περισσότεροι, όπως και ο Μίσσιος, ήταν πιο
φτωχοί κι από ποντικό αγγλικανικής εκκλησίας, όπου δεν υπάρχει ούτε αντίδωρο.
Που να βρουν φράγκα να αγοράσουν τσιγάρα.
Όταν έφτανε κανένα οικογενειακό βοήθημα τα μοιραζόντουσαν
όλα μέχρι ψίχουλο, μέχρι τελευταία ρουφηξιά.
Άλλωστε, αν δεν το ξέρετε, στην ψειρού τα τσιγάρα είναι
και νόμισμα, το κύριο.
Συνήθως οι κρατούμενοι περπατούσαν ή στέκονταν χαρμάνηδες
στο προαύλιο και στα «στενά», στους διαδρόμους της φυλακής.
Αυτούς εννοεί και το τραγούδι για τον Σακαφλιά κι όχι
καμμιά ρούγα στα Τρίκαλα. Στον διάδρομο της φυλακής τον έφαγε ο Μιχαλίτσης.
Εκεί λοιπόν, ρέστοι και χαρμάνηδες, περπατούσαν σκυφτοί,
ψάχνοντας με μάτι ραντάρ για γόπες.
Τις φουμέρνανε δια περιφοράς, καρφωμένες με κάτι σαν
οδοντογλυφίδα, για να μην τους καίγονται τα δάχτυλα ή τις διαλύανε, μαζεύανε
τον καπνό από μερικές και στρίβανε ολόκληρο τσιγάρο με τα αποπιώματα των άλλων
ή τον καπνίζανε σε πίπα, ένας – ένας, ισότιμα και σοσιαλιστικά.
Μία σου και μία μου.
Ο Καββαδίας, που ήταν φανατικός καπνιστής, όταν τον
ρώτησαν τι θα διάλεγε να γευτεί πρώτα, μετά από χρόνια ως ναυαγός σε νησί,
καπνό ή γυναίκα, απάντησε χωρίς δισταγμό: καπνό.
Είμαι της άλλης σχολής αλλά κατανοώ τον καημό του
καπνιστή.
Στην εντός φυλακής λοιπόν οργάνωση, που ανήκε κι ο
Μίσσιος, το Κόμμα όρισε για ινστρούκτορα έναν καινούργιο.
Τους είχε μαζέψει γύρωθεν και τους έλεγε για την ηθική
του κομμουνιστή, το συντροφικό καθήκον, την πειθαρχία και τα ρέστα.
Κι όπως τα έλεγε αυτά στα χάπατα ο σύντροφος, βάζει το
χέρι στο σακάκι, βγάζει ολόκληρο πακέτο και αφού την χτυπάει στο νύχι άναψε μια
τσιγαρούκλα κοτζάμ δοκάρι, έτσι του φάνηκε του Μίσσιου.
Τον βλέπανε όλοι αμίλητοι και στέγνωνε το στόμα τους,
έτσι χαρμάνηδες που ήταν.
Καθ’ ότι μικρός, θρασύς και τζόρας, ο Μίσσιος δεν άντεξε
και του λέει: «Για μας, ρε σύντροφε, δεν έχει ούτε τζούρα»;
Τότε, ο καθοδηγητής τράβηξε μια γερή, απολαυστική
ρουφηξιά, φύσηξε ψηλά τον καπνό και είπε:
«Στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορείς να εφαρμόσεις
τον σοσιαλισμό, σύντροφε»…
Καταλάβατε, βρε κουτομόγιες, που ‘χετε στον πρώτο λύκο
την κριτική; Τι να κάνουν οι άνθρωποι; Καπιταλισμό έχουμε.
Βέβαια, να το θυμίσω ξανά, η κομμουνιστική Αριστερά στην
Ελλάδα τέσσερα μαγαζιά κουμαντάρισε: στον Εμφύλιο ένα κλωστήριο του Λαναρά κι
ένα εργοστάσιο τσιγάρων, τα λέει ο Μαραντζίδης στον «Δημοκρατικό Στρατό
Ελλάδας», αν θυμάμαι καλά, κι ύστερα την Τυποεκδοτική και τον 902.
Τα φαλίρησε όλα.
Η υπόλοιπη αριστεράντζα, μαοϊκοί, αντεξουσιαστές,
σοσιαλίζοντες, τρότσκες και λοιποί συγγενείς, στελέχωσαν μεταπολιτευτικά τους
μηχανισμούς της λεηλασίας και τα μαγαζιά των εργολάβων, μπετατζήδων, εκδοτών
και καναλαρχών και απλά φαλήρισαν την σύμπασα χώρα διότι κυριάρχησαν οι
νοοτροπίες τους, όποιος κι αν κυβερνούσε.
Διότι, όπως σωστά είπε ο σύντροφος «στις συνθήκες του
καπιταλισμού δεν μπορείς να εφαρμόσεις τον σοσιαλισμό».
Δεν είναι υποκριτές, νούμερα κι αδίστακτοι.
Απλά φταίει ο καπιταλισμός.
Άντε τώρα να δω, θα μαζευτούν όλα τα παιδάκια να κάνουν
πορείες και κατάληψη; Θα εκπέμψουν πειρατικά από κάπου οι απολυμένοι σύντροφοι;
Να πάει κι ο χοντρός ψευδός τραγουδοποιός με την κελεμπία
στον Περισσό, να τραγουδήσει για τον Κουτσούμπα ένα τραγούδι, όπως εκείνο για
τον Άδωνη.
Διότι έτσι είναι εδώ στα μαγευτικά νότια Βαλκάνια.
Τραγουδάνε επαγγελματικά οι ψευδοί κι οι κομμουνιστές
ξηγιούνται στυγνό καπιταλισμό, οέο!
Φαήλος Κρανιδιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου