Κάπου στο Κερατσίνι. Σ’ ένα ισόγειο του ’60.
Ακριβώς έναν χρόνο πριν.
Στον απότομα κατηφορικό δρόμο σταμάτησε ένα φορτηγό για
να ξεφορτώσει μια αποδεκατισμένη και φτηνή οικοσκευή.
Η γειτονιά απέκτησε μια καινούρια οικογένεια, το παλιό
ισόγειο -που δεν το ήθελε κανένας- καινούριους νοικάρηδες και η μικρή μου κόρη,
μια καινούρια φίλη, τη Στέλλα.
Από την κόρη μου έμαθα για πρώτη φορά ότι ο μπαμπάς της
Στέλλας δουλεύει στη Χρυσή Αυγή.
Λίγες μέρες νωρίτερα, είχα μάθει ότι η δουλειά του μπαμπά
μιας άλλης φίλης της ήταν να λέει στους ανθρώπους που πήγαιναν στο μαγαζί του
πόσο κάνουν τα χρυσά δαχτυλίδια, τα βραχιόλια και οι σταυροί.
Αρχικά, η κόρη μου μού έδωσε για τον μπαμπά της Στέλλας
κάποιες γενικές και αόριστες πληροφορίες.
Ότι δουλεύει κάπου στην Αθήνα και πως βοηθάει κάποιον
βουλευτή.
Αργότερα έμαθα ότι είναι οδηγός, ότι οδηγάει ίσως ένα
φορτηγό, ότι το φορτηγό αυτό κάνει ταξίδια, ότι τα ταξίδια αυτά γίνονται σε
κάποιο συγκεκριμένο μέρος και ότι το μέρος αυτό λέγεται Καλαμάτα.
“Πού είναι η Καλαμάτα μπαμπά; Έχουμε πάει;”.
Πληροφορίες σκόρπιες, μεταξύ κάποιας ορθογραφίας ή μιας
άσκησης μαθηματικών για την ανεύρεση του κοινού διαιρέτη, ενός διαλείμματος του
Μπομπ του Σφουγγαράκη ή στο τραπέζι όταν είχαμε φακές, γιατί οι φακές σήκωναν
πολλή συζήτηση.
Ο μπαμπάς της Στέλλας έφευγε το πρωί και επέστρεφε αργά
το βράδυ, αν και πάντα σύμφωνα με την κόρη μου, έλειπε συχνά από το σπίτι.
Ο κύριος λόγος ήταν τα ταξίδια με το φορτηγό του
τηλε-κανιβάλου -a priori αθωωμένου στα μάτια κάποιου Θέμου και κάποιου
Τράγκα-, που ορυόταν με το ρατσιστικό κολονοσκόπιό του έξω από το θέατρο
ΧΥΤΗΡΙΟ, εμφανώς ορεγόμενος τις αλβανικές απολήξεις του γαστρεντερικού.
Ομολογουμένως, τον μπαμπά της Στέλλας τον είδα δυο φορές.
Την πρώτη, καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό του.
Ήταν ψηλός, κουρεμένος γουλί, λες και θα παρουσιαζόταν σε
Μονάδα Υποβρύχιων Καταστροφών.
Τη δεύτερη, που μιλήσαμε κιόλας, όταν πήγα να πάρω την
κόρη μου και τη Στέλλα από παρακείμενη παιδική χαρά.
Αρκέστηκε σε ένα χαμόγελο και ένα “ευχαριστώ”.
Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα.
Πέρα από κάποια σχόλια που ακούστηκαν στην αρχή, κανένας
δε φάνηκε να ενοχλείται επί της ουσίας από τα ένσημα της Χρυσής Αυγής.
“Έλα μωρέ, μεροκαματιάρης είναι. Κι αφού δεν πειράζει
κανέναν…”
Αντιθέτως, η κριτική επικεντρώθηκε στη γυναίκα του, η
οποία παραδόξως ήταν μετανάστρια από την Ουκρανία και η οποία βρισκόταν σε
σχετικά προχωρημένη εγκυμοσύνη.
Σημειωτέον ότι η Στέλλα ήταν παιδί από τον πρώτο του γάμο
του μπαμπά της και ότι παρόλο που ήταν ένα πολύ μικρό κορίτσι, έγινε και αυτή
αποδέκτης χυδαίων και ρατσιστικών σχολίων.
Για τα μεροκάματα του μπαμπά του κοριτσιού, ανοχή και
σιωπή.
Είναι γεγονός ότι σαν κοινωνία ξεχνάμε συχνά τον στόχο
και όταν κάποια στιγμή τον θυμόμαστε, επιλέγουμε συνήθως τον εύκολο.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εύκολος στόχος ήταν μια
μετανάστρια από την Ουκρανία και ένα παιδί αγνώστου μητρός.
Η Στέλλα, ο μπαμπάς της -εγγεγραμμένος μέχρι τότε στο
βιβλίο νεοπροσλαμβανομένων της Χρυσής Αυγής- και η θετή της μητέρα έφυγαν μια
μέρα τόσο ξαφνικά από τη γειτονιά όσο ξαφνικά ήρθαν.
Από την κόρη μου έμαθα ότι θα μετακομίσουν κάπου στον
Κολωνό, επειδή το τωρινό σπίτι τους έχει λιγοστό φως και πολλή υγρασία.
Λίγο πριν φύγουν, η Στέλλα έδωσε στην κόρη μου μια
κονσέρβα που περίσσεψε από κάποιο συσσίτιο και μια μπομπονιέρα από τους γάμους
του Τραμπούκαρου -που έπαιξαν και ως θέμα λάιφστάιλ σε πολλές τηλεοπτικές
εκπομπές.
Με την ίδια αφοπλιστική ειλικρίνεια, που διακρίνει κάθε
παιδί της ηλικίας της, εξομολογήθηκε ότι ο μπαμπάς της δούλεψε υπερωρίες για
τον γάμο.
Θωμάς Σίδερης
Υ.Γ. Το κείμενο το αφιερώνω στη μικρή μου κόρη και τη
Στέλλα, με την ελπίδα να ξανασμίξουν κάποτε σε μια κοινωνία που δε θα
μετασχηματίζει την υποκρισία και τη συνενοχή της σε σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου