27.9.13

Περί φασισμού.



(Προσαρμοσμένο από το βιβλίο The Anatomy of Fascism, του Robert Paxton)

Η βιβλιογραφία για το φασιστικό φαινόμενο είναι τεράστια.
Πολλές σχολές σκέψεις προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο, υπό τη βαριά σκιά των εκατομμυρίων νεκρών του Β’ ΠΠ και του ανελέητου κυνηγητού μειονοτικών ομάδων από τα φασιστικά καθεστώτα.
Πρέπει να έχει κανείς κατά νου ότι υπάρχουν μερικές λεπτές διακρίσεις ανάμεσα σε έννοιες όπως φασισμός, ολοκληρωτισμός, αυταρχισμός και δικτατορία.
Οι έννοιες αυτές έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά αλλά και διακριτές διαφορές. Δεν ταυτίζονται. (Η στρατιωτικές δικτατορίες των Συνταγματαρχών, του Φράνκο ή του Σαλαζάρ λ.χ. ήταν ένα αυταρχικά καθεστώτα αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν φασιστικά καθεαυτά)




Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για το φαινόμενο.
Η μαρξιστική λ.χ. θεωρεί το φασισμό όργανο του καπιταλισμού.
Δεν τον θεωρεί αυτόνομο φαινόμενο αλλά αναπόφευκτο φαινόμενο των εκάστοτε κρίσεων του καπιταλισμού εξαιτίας της υπερπαραγωγής.
Η σχέση καπιταλιστών και φασισμού δεν υπήρξε μια αμφιμονοσήμαντη σχέση φιλίας όσο κι αν επιμένει περί αυτού η μαρξιστική θεώρηση για να ικανοποιήσει τη δική της πολεμική έναντι της αστικής τάξης.
Μια άλλη θεώρηση εστίασε στην ψυχική διαταραχή των ηγετών εστιάζοντας στη διαταραγμένη τους προσωπικότητα, δεν κατάφερε όμως να απαντήσει γιατί οι μάζες λάτρευαν τον «παράλογο» ηγέτη.



Ένας άλλος τομέας, αυτός της ψυχανάλυσης, θέλησε μέσω του Βίλχελμ Ράιχ, να ερμηνεύσει το φαινόμενο αποδίδοντας το χαρακτηριστικό της βίαιης ανδρικής αδελφότητας του πρώιμου φασισμού στην σεξουαλική καταπίεση.
Πολλές κινηματογραφικές ταινίες με προεξάρχουσες τους «Καταραμένους» του Βισκόντι και τις «120 μέρες στα Σόδομα του Παζολίνι» παρουσιάζουν την ψυχωσική πλευρά του φασισμού, αγνοώντας όμως ότι αυτός ήταν αποδεκτός και από ανθρώπους οι οποίοι είχαν μια συνηθισμένη ζωή.
Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Talcott Parsons πρότεινε μια άλλη ερμηνεία.
Ο φασισμός αναδύθηκε από το ξερίζωμα και τις εντάσεις οι οποίες δημιουργήθηκαν εξαιτίας της ανομοιόμορφης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Σε χώρες οι οποίες αναπτύχθηκαν βιομηχανικά  όψιμα και με ταχείς ρυθμούς, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, οι ταξικές εντάσεις ήταν ιδιαίτερα οξείες και ο συμβιβασμός εμποδίστηκε από τις προγενέστερες προ-βιομηχανικές ελίτ.
Για πρώτη φορά ο φασισμός αντιμετωπίστηκε ως σύστημα και ως προϊόν ιστορικό, απαλλαγμένο όμως από τον Μαρξιστικό ντετερμινισμό.
Ο φιλόσοφος Έρνστ Μπλοχ από τη δική του πλευρά διατύπωσε την άποψη του μη-συγχρονισμού. «Δεν ζουν όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο Τώρα».
Η επίκληση των εθνικοσοσιαλιστών στα αρχαϊκά και βίαια «κόκκινα όνειρα» του αίματος, της γης και του προ-καπιταλιστικού παραδείσου, ήταν ένας παράκαιρος δρόμος φυγής από το θλιβερό παρόν.
Μια άλλη κοινωνιολογική προσέγγιση από τη Hannah Arendt υποστήριξε  ότι η αστική και η βιομηχανική ισοπέδωση δημιούργησε μια εξατομικευμένη μαζική κοινωνία στην οποία ήταν εύκολο οι έμποροι του μίσους να βρουν εύκολα ακροατήριο το οποίο δεν είχε δεσμεύσεις ούτε παραδοσιακές ούτε κοινοτικές.
Αυτός ο εκριζωμένος όχλος, αποσπασμένος από κάθε κοινωνικό, διανοητικό ή ηθικό αγκυροβόλιο, μεθυσμένος από αντισημιτισμός και ιμπεριαλισμό, ήταν η μαγιά για την ανάδυση μια πρωτοφανούς μορφής δικτατορίας μαζικής μορφής χωρίς όρια.
Άλλοι κοινωνιολόγοι όπως, ο Seymour Martin Lipset, πρότειναν ότι ο φασισμός είναι μια έκφραση την μνησικακίας τον μικρομεσαίων στρωμάτων.
Είναι ένας εξτρεμισμός του κέντρου που βασίζεται στην οργή των κάποτε ανεξάρτητων καταστηματαρχών, τεχνουργών, χωρικών και άλλων μελών της «παλιάς» μεσαίας τάξης η οποία συμπιέστηκε ανάμεσα στους καλύτερα οργανωμένους βιομηχανικούς εργάτες και στις μεγάλες επιχειρήσεις βγαίνοντας χαμένοι από την ταχύτατη κοινωνική και οικονομική αλλαγή.
Μια άλλη προσέγγιση, ιδιαίτερα διαδεδομένη στις Η.Π.Α κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,  εδράστηκε στη θεωρία του ολοκληρωτισμού, εξομοιώνοντας λ.χ. το Ναζιστικό και το Σταλινικό καθεστώς αφού και τα δύο είχαν κυβερνήσεις ενός μοναδικού κόμματος με κρατική ιδεολογία, τρομοκρατικό αστυνομικό έλεγχο και μονοπώλιο εξουσίας σε κάθε μέσο επικοινωνίας, στις ένοπλες δυνάμεις και στην οικονομική οργάνωση.
Αυτή η αντίληψη, όπως ήταν φυσικό ήταν ένα εργαλείο στον πόλεμο των δύο κόσμων. Παρόλο που αυτά τα χαρακτηριστικά είναι παρόμοια, δεν υπάρχει ταύτιση στο γεγονός της ευρύτερης λαϊκής αποδοχής προ της κατάληψης της εξουσίας των δύο αυτών καθεστώτων.
Η άνοδος του Ναζισμού στηρίχτηκε στην ευρύτατη λαϊκή αποδοχή και πραγματοποιήθηκε με την ανοχή και σε πολλές περιπτώσεις με τη βοήθεια των παραδοσιακών ελίτ, κάτι που δεν ίσχυε για το Σταλινικό καθεστώς.
Τέλος, μια άλλη ερμηνεία του φαινομένου προσπάθησαν να δώσουν οι θιασώτες της πολιτικής θεολογίας.
Σε μια ευρεία αναλογία, ο φασισμός όπως και οι θρησκείες, κινητοποιεί τους πιστούς του με επίκεντρο ιερές γραφές, κηρύττει τη δική του αποκαλυπτική αλήθεια η οποία γίνεται αποδεκτή δίχως αντιρρήσεις.
Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο φασισμός δανείζεται πολλά στοιχεία από τη θρησκευτική κουλτούρα της κοινωνίας στην οποία θέλει να διεισδύσει.
Επίσης, υποστηρίζει ότι ο φασισμός έρχεται να καλύψει ένα θρησκευτικό κενό εξαιτίας της εκκοσμίκευσης της κοινωνίας και της ηθικής.
Δεν απαντώνται όμως τα ερωτήματα του τρόπου ανόδου στην εξουσία και γιατί δεν συνέβησαν τα ίδια φαινόμενα και σε άλλες κοινωνίες με τα ίδια χαρακτηριστικά.
Πέρα από αυτές τις ερμηνείες, υπάρχουν και άλλες οι οποίες εστιάζουν στον πολιτισμικό παράγοντα.
Απ’ ότι φαίνεται, καμία από όλες τις προτεινόμενες ερμηνείες δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική από μόνη της.
Τι είναι τελικά ο φασισμός;
Ο φασισμός μπορεί να οριστεί ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς η οποία χαρακτηρίζεται από έμμονη ενασχόληση με την παρακμή της κοινότητας, την ταπείνωση, ή τη θυματοποίηση και με υπεραναπληρωτικές λατρείες της ενότητας, της ενέργειας, και της καθαρότητας, στην οποία ένα μαζικό κόμμα των αφοσιωμένων στρατευμένων εθνικιστών το οποίο συνεργάζεται με δυσκολία αλλά αποτελεσματικά με τις παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και επιδιώκει με λυτρωτική βία και χωρίς ηθικούς ή νομικούς φραγμούς τους στόχους της εσωτερικής κάθαρσης και  της εξωτερικής επέκτασης.




Τα «κινητήρια πάθη» του φασιστικού φαινομένου μπορούν να συνοψισθούν  στα εξής:
Η αίσθηση μιας συντριπτικής κρίσης η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με παραδοσιακές λύσεις
Η υπεροχή της ομάδας, προς την οποία το κάθε μέλος έχει καθήκοντα ανώτερα από κάθε δικαίωμα, είτε ατομικό είτε καθολικό, και την υποταγή του ατόμου σε αυτήν.
Η πεποίθηση ότι η ομάδα του είναι θύμα, ένα συναίσθημα το οποίο δικαιολογεί οποιαδήποτε ενέργεια χωρίς νομικά ή ηθικά όρια ενάντια στους εχθρούς της, τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς.
Ο φόβος της παρακμής της ομάδας υπό τις διαβρωτικές επιπτώσεις του ατομικιστικού φιλελευθερισμού, των ταξικών συγκρούσεων και των ξένων επιρροών.
Η ανάγκη για στενότερη ολοκλήρωση μιας καθαρότερης  κοινότητας, είτε με συναίνεση αν είναι δυνατόν ή με αποκλεισμό δια της βίας αν χρειαστεί.
Η ανάγκη για την εξουσία από φυσικούς αρχηγούς (πάντα άνδρες), η οποία κορυφώνεται στη μορφή ενός εθνικού οπλαρχηγού ο οποίος από μόνος του είναι ικανός να ενσαρκώσει την ιστορική μοίρα της ομάδας.
Η ανωτερότητα των ενστίκτων του ηγέτη πάνω από κάθε αφηρημένο και καθολικό Λόγο.
Η ομορφιά της βίας και την αποτελεσματικότητα της θέλησης, όταν είναι αφιερωμένες στην επιτυχία της ομάδας.
Το δικαίωμα του εκλεκτού λαού να κυριαρχεί πάνω στους άλλους, χωρίς αυτοσυγκράτηση από κάθε είδος ανθρώπινου ή θείου νόμου, το οποίο καθορίζεται με αποκλειστικό κριτήριο την ανδρεία της ομάδας στο πλαίσιο ενός δαρβινικού αγώνα κυριαρχίας.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκονται εν υπνώσει σε κάθε δημοκρατική χώρα. Αν οι κοινωνικές και οικονομικές  συνθήκες το επιτρέψουν και το δημοκρατικό καθεστώς θεωρηθεί αποτυχημένο τότε το θηρίο ξυπνά και βγαίνει από τη φωλιά του. Τότε ζωτική σημασία έχει το ζήτημα της επιλογής του καθενός και αντίδραση εκείνων οι οποίοι έχουν πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ για να ανακόψουν την πορεία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου