Ας το φανταστούμε κάπως σχηματικά.
Στα δεκατρία ή στα δεκαπέντε τους τα παιδιά λίγο
διαφέρουν, είτε στην Αθήνα γεννήθηκαν είτε στην επαρχία.
Αν την προηγούμενη γενιά την ομογενοποιούσε η τηλεόραση,
την τωρινή την ομογενοποιεί το Ιντερνετ.
Κι αν η τηλεόραση άφηνε μια-δυο χαραμάδες, μια και δεν
μπορούσες να σέρνεις μαζί σου τη συσκευή κι είχες έτσι κάποιες στιγμές
ελευθερίας, ο διαδικτυωμένος άνθρωπος είναι μονίμως συνδεδεμένος.
Λες και το σώμα μας φέρει υποδοχές για στικάκια τη στιγμή
που γεννιόμαστε.
Ένα τέτοιο παιδί, αλεσμένο από τον παγκόσμιο μύλο που
προσφέρει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και της συμμετοχής στα πάντα ενόσω σε απομονώνει,
δεν ελπίζει σε πολλά, είναι μελαγχολικό και ευέξαπτο, μάλλον δεν έχει καλές
σχέσεις με το απαξιωμένο σχολείο, ούτε με το διάβασμα γενικότερα, και παίζει
μπάλα ή μπάσκετ μια στο τόσο, όποτε βρίσκει χρήματα για το κλειστό, αφού οι
αλάνες απόμειναν στα φιλμ εποχής.
Διαθέτει βέβαια προφίλ στο Ιντερνετ και ξενυχτάει
αναμένοντας επαφή.
Μπορεί, λοιπόν, κάποια στιγμή να πέσει στο σχολείο σε
κατηχητή της παλιάς σχολής· θ’ ακούσει έτσι για «οράματα», «κοινούς αγώνες» και
άλλα ντεμοντέ, και θα χλευάσει· και στο σπίτι του άλλωστε αυτά τα πράματα τα
χλευάζουν, μην μπλέξεις με πολιτική και ναρκωτικά τού λένε συνεχώς,
εμφανίζοντάς του την πολιτική σαν ξαδερφάκι της ντρόγκας.
Κάποια άλλη στιγμή τού λένε λόγια που δένουν με ό,τι
ακούει από νήπιο γύρω του, ειπωμένο από πολιτικούς, ιερωμένους, τηλεπερσόνες,
ενήλικους, «ανθρώπους που ξέρουν».
Οτι εσύ, σαν Ελληνας, δεν είσαι ίδια κι όμοια με τους
αποδέλοιπους της τάξης.
Εσύ έχεις τα γονίδια.
Εχεις τους αρχαίους, που όταν οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια,
αυτοί κτλ.
Υπερέχεις.
Και την υπεροχή σου πρέπει να την απολαύσεις.
Να την επιβάλεις.
Και διά της βίας ακόμα.
Πώς; «Ελα στην οργάνωση. Εχουμε σύνθημα και παρασύνθημα,
σύμβολα, τατουάζ, ίδια μπλουζάκια για να ξεχωρίζουμε από την πλέμπα,
γυμναζόμαστε κιόλας, οι πιο μεγάλοι μάλιστα μαθαίνουν σκοποβολή με αληθινό
πιστόλι».
Ξιπάζεσαι. Μπαίνεις στην ομάδα για να νιώσεις και πιο
μεγάλος αλλά και «πιο Ελληνας».
Η διαβατήρια τελετή περιλαμβάνει και ντου σε ξεκομμένα
μεταναστόπαιδα, «δυο σφαλιάρες και κάνα κινητό, σαν απόδειξη, έτσι έκαναν και
οι Σπαρτιάτες».
«Τι, έκλεβαν και οι Σπαρτιάτες κινητά;» αναρωτιέσαι.
Αλλά ενδομύχως.
Ακόμα και την αηδία που αρχίζεις να νιώθεις κάποια
στιγμή, την κρατάς κρυφή.
Γιατί πια φοβάσαι. Σε μαθαίνουν να τους φοβάσαι.
Σου δείχνουν με ένα-δυο παραδειγματάκια ότι πρέπει να
τους φοβάσαι.
Και σε ποιον να μιλήσεις;
Στους δασκάλους, απαγορεύεται.
Τους γονείς σου τους λυπάσαι, βλέποντας να τους τρώει το
μαράζι που έμειναν χωρίς δουλειά, να ξεσπούν ο ένας πάνω στον άλλον.
Κι ύστερα ήρθε ένας θάνατος.
Ενας φόνος.
Και η βιτρίνα η φορτωμένη αυταπάτες εσχίσθη εις δύο.
Καιρός να ξαναγίνεις μαθητής.
Της ελευθερίας.
Παντελής Μπουκάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου