Προχτές συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από την αιχμαλωσία και
την δολοφονία του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία.
Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε να τον εκτελέσει ήταν ο
υπαξιωματικός Μάριο Τεράν.
Ο Μάριο Τεράν, ο δολοφόνος του Τσε, το 2006 υποβλήθηκε σε
εγχείρηση από Κουβανούς γιατρούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της «Επιχείρησης
Θαύμα» και προσφέρουν – δωρεάν - τις υπηρεσίες τους σε ασθενείς σε όλη τη
Λατινική Αμερική. Ο Τεράν έπασχε από καταρράκτη.
Οι επεμβάσεις καταρράκτη δεν είναι και τόσο απλό πράγμα
για τους φτωχούς ανθρώπους στη Λατινική Αμερική.
Ο γιος του Τεράν, το 2007, στην συμπλήρωση 40 χρόνων από
την δολοφονία του Τσε, έστειλε σε εφημερίδα της Βολιβίας ευχαριστήριο
μήνυμα προς τους Κουβανούς γιατρούς που αποκατέστησαν την όραση του πατέρα του.
Του δολοφόνου, δηλαδή, του (και) γιατρού Τσε Γκεβάρα...
«Θυμηθείτε αυτό το όνομα - Μάριο Τεράν - ένας άνδρας που
εκπαιδεύτηκε για να σκοτώσει μπορεί και πάλι να βλέπει χάρη στους γιατρούς που
ακολουθούν τις ιδέες του θύματός του», ήταν το ρεπορτάζ με το οποίο
κατέγραψε την είδηση η εφημερίδα «Γκράνμα» της Κούβας.
Θυμηθείτε, λοιπόν, τον Μάριο Τεράν.
Και δίπλα σε αυτόν, θυμηθείτε κι εκείνον τον ναζί
εκτελεστή.
Η ιστορία έρχεται από τα παλιά και μας την διηγήθηκε πριν
από χρόνια ένας αγαπημένος συνάδελφος και φίλος, ο Γιώργος Μουσγάς που την είχε
ξετρυπώσει από αναγνώσματα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων:
Ήταν μέρες Κατοχής. Στη Γαλλία.
Στον τόπο της εκτέλεσης, λίγο πριν δοθεί το παράγγελμα
στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο ναζί εκτελεστής γυρίζει υπεροπτικά στον
μελλοθάνατο Γάλλο αντιφασίστα και τον ρωτά: «Τι έχεις να πεις που δε θα δεις
ποτέ τις ιδέες σου να πραγματώνονται»;
Ο αντιφασίστας, με απόλυτο έλεγχο του εαυτού του, με
απόλυτη συνείδηση της αξίας της θυσίας του, απαντά: «Και για σένα
πεθαίνω, ηλίθιε»!
Είναι αληθινή η ιστορία; Δεν ξέρω.
Αλλά τί σημασία έχει;…
Όχι λίγες φορές, επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο
που οδήγησε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του
20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα - και κατά άλλους τόσο
«απερίσκεπτα» και τόσο «τυχοδιωκτικά» - την ίδια του τη ζωή στο πεδίο των μαχών
για την κοινωνική απελευθέρωση;
Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή (όπως περιέγραψε
ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο στη μνήμη του Τσε που εκφωνήθηκε στην Πλατεία
της Επανάστασης στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967) επέδρασε σημαντικά
«η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην
Ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι,
και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το
χαμό των αρχηγών (...). Άνθρωποι σαν κι αυτόν - συνέχισε ο
Κάστρο - είναι ικανοί, με το παράδειγμά τους, να συμβάλουν στην εμφάνιση
άλλων που να τους μοιάζουν (...)»
Την αντίληψη του Τσε για τον άνθρωπο δε θα μπορούσαν ποτέ
να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του.
Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.
Ό,τι δεν κατάφεραν με τον Τσε εκείνοι που τον
δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα το κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να τον
μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα» αξεσουάρ.
Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε ξεπερνά κατά
πολύ την αγοραία λογική τους.
Δεν είχαν τα
εργαλεία να αντιληφθούν εκείνο που κατάλαβε ο Σαρτρ: «Η ζωή του Τσε» - έλεγε ο Σαρτρ -
είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».
Αυτή η «πλήρης Ιστορία», που ο Τσε την έγραψε και την
διηγήθηκε με τη ζωή και το θάνατό του, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο
ερώτημα «γιατί ο Τσε συνεχίζει να ζει».
Όσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής της
«αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε σαν «γητευτή των φοιτητικών
ονείρων», ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο Τσε των ταπεινών και
καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δε μας άφησε κληρονομιά μόνο το απίστευτο
βλέμμα του.
Ένα βλέμμα που κοιτάζει μακριά αλλά στέρεα προς το
φαινομενικά αδύνατο.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι σύντροφοί του
στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στην καταπίεση, στη διαφθορά,
στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό.
Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη» και άνετη
ζωή, πριν την κουβανέζικη επανάσταση, ότι δεν θαμπώθηκε από τις τιμές, τα
πόστα, την αναγνώριση, μετά την επικράτηση της επανάστασης.
Όλα αυτά μαζί μπορεί να συνθέτουν τον «μύθο» του Τσε,
αλλά δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν το γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».
Στην πραγματικότητα, τίποτα δε θα μπορούσε να κρατήσει
«ζωντανό» τον Τσε, αν δεν παρέμεναν τραγικά ζωντανά και δραματικά επίκαιρα όλα
όσα τον «γέννησαν».
Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε παραμένει «ζωντανός»
είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».
Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής και ως πολιτικός, ήταν ο
κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή
της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση.
Ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πλήρως
εξαγνισμένο μέσα μου, έλεγε ο Τσε, προσθέτοντας με απόλυτη σαφήνεια: «Δεν
υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της
εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».
Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» για όσο το βλέμμα του θα
δείχνει ότι είναι ρεαλιστικό το όραμά του για έναν κόσμο ελεύθερο, δημοκρατικό,
χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.
«Αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι
σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε.
Για όσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το έργο της,
όσο οι έννοιες «τιμή» και «αξιοπρέπεια» θα υπάρχουν στο λεξιλόγιο των ανθρώπων,
ο Τσε θα είναι «ζωντανός».
Γιατί «ο άνθρωπος - έλεγε ο Τσε- πρέπει να
περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το
μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής. Όποιος
περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».
Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Τσε είχε στείλει στα παιδιά
του ένα γράμμα:
«Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και
Ερνέστο,
Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα
πει πως πια δεν είμαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά
θα μ' έχουν ξεχάσει. Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως
σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του (….). Να μελετάτε
πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική, που θα σας επιτρέψει να
κυριαρχήσετε στη φύση (…).
Να 'στε κυρίως ικανά να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά
μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι σ' οποιονδήποτε, σ' οποιαδήποτε χώρα
του κόσμου(…).
Πάντα, παιδιά μου, θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ένα μεγάλο και δυνατό φιλί απ' τον Μπαμπά».
Δεν είδε ποτέ ξανά τα παιδιά του.
Στις 8 προς 9 Οκτώβρη του 1967, ο κομαντάντε Τσε
Γκεβάρα, περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας με διαβατήριο την
πίστη του στις πεποιθήσεις του. Χτυπήθηκε από δυο σφαίρες στο σβέρκο.
Πισώπλατα.
Οι δολοφόνοι του, αν και αιχμάλωτος, δεν είχαν το
κουράγιο να τον κοιτούν στα μάτια ούτε καν τη στιγμή που τον εκτελούσαν.
Οι δολοφόνοι του μοίρασαν ανά την υφήλιο τη φωτογραφία
του νεκρού Τσε πιστεύοντας ότι έτσι θα σφράγιζαν και θα έκλειναν τους
λογαριασμούς τους μαζί του.
Έκαναν λάθος.
Μια άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη που έμελλε να μείνει στην
Ιστορία.
Νίκος Μπογιόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου