Η εβδομάδα που πέρασε χαρακτηρίστηκε απ’ την κόντρα
κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ζήτημα της πολιτικής του φαρμάκου
με αφορμή την τροπολογία Γεωργιάδη.
Οι διαστάσεις και οι προεκτάσεις που έλαβε αυτή η κόντρα
υπερέβησαν κατά πολύ αυτή καθ’ αυτή την πολιτική υγείας, πολύ περισσότερο την
τιμολόγηση του φαρμάκου.
Στην πραγματικότητα η τροπολογία του υπουργείου υγείας
ήταν η αφορμή για να ξεδιπλωθεί μια αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και
αντιπολίτευσης για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των σχέσεών της
με τους δανειστές.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στην αντιπαράθεση των δύο
πλευρών ανταλλάχθηκαν αλληλοκατηγορίες περί διαπλοκής και μάλιστα το θέμα το
σήκωσε πάνω του για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας.
Και τελικά μέσα απ’ την οξύτητα αυτής της αντιπαράθεσης
διαμορφώθηκε ένα δίπολο όπου απ’ την πλευρά της κυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλούνταν
ως ντίλερ ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών ενώ αντίστοιχα η κυβέρνηση
καταγγέλλονταν απ’ το ΣΥΡΙΖΑ ως ντίλερ των πολυεθνικών του φαρμάκου.
Το υπουργείο υποστήριξε ότι με την τροπολογία μειώνονταν
δραματικά οι τιμές χιλιάδων φαρμάκων, προωθώντας ταυτόχρονα τη χρήση γενοσήμων
έναντι των πρωτότυπων και μειώνονταν δραστικά οι φαρμακευτικές δαπάνες.
Απ’ την πλευρά του ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε ότι η κυβέρνηση
εξαπατά το λαό γιατί μειώνονται οι τιμές σε ελάχιστα φάρμακα ωστόσο εστίασε στο
ότι η μείωση της τιμής αφορά τις δημόσιες δαπάνες και όχι οι ιδιωτικές δαπάνες
φαρμάκου των ασθενών και των ασφαλιστικών ταμείων.
Κυρίως όμως ο Αλέξης Τσίπρας κατηγόρησε την κυβέρνηση και
μάλιστα κάλεσε τον πρωθυπουργό να αναλάβει πρωτοβουλία για 10ημερο διάλογο,
διότι όπως υποστήριξε, ωφελημένες θα είναι οι μεγάλες πολυεθνικές που «θα
αλώσουν την ελληνική αγορά σε βάρος της εγχώριας παραγωγής και βιομηχανίας».
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της κόντρας και των
διαστάσεων που αυτή η κόντρα έλαβε μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Η πολιτική αυτή αντιπαράθεση που οδήγησε και σε
θεατρινισμούς απ’ την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας δεν
είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή αν δεν ληφθεί υπόψη η κατάσταση της ελληνικής
φαρμακοβιομηχανίας και οι εκτιμήσεις των ίδιων των φαρμακοβιομηχάνων για την
ακολουθούμενη πολιτική.
Σήμερα η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων αντιστοιχεί στο διόλου
ευκαταφρόνητο 3% περίπου του ΑΕΠ. Ενώ ταυτόχρονα οι ελληνικές
φαρμακοβιομηχανίες εξάγουν σε περίπου 60 χώρες του εξωτερικού.
Αυτό που δεν είναι και τόσο γνωστό είναι ότι η εγχώρια
παραγωγή φαρμάκων αφορά στην πλειοψηφία της σε παραγωγή γενοσήμων τα οποία και
εξάγονται.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι οι Έλληνες
φαρμακοβιομήχανοι θα τρίβουν τα χέρια τους απ’ το γεγονός ότι η μνημονιακή
δέσμευση προβλέπει αύξηση της χρήσης και κατανάλωσης γενοσήμων στο 70% απ’ το
10-15% που είναι σήμερα στην ελληνική αγορά γιατί λογικά θα αύξαναν τις
πωλήσεις τους άρα και τα κέρδη τους.
Ωστόσο οι Έλληνες φαρμακοβιομήχανοι φοβούνται ότι οι
κατακόρυφες και όχι σταδιακές μειώσεις των τιμών στα φάρμακα θα τους αφήσει
έκθετους στον ανταγωνισμό με τις ξένες πολυεθνικές στην ελληνική αγορά.
Την ίδια ώρα διατηρούν και ανησυχίες για το κατά πόσο θα
μπορέσουν να κρατήσουν τα μερίδια που κατέχουν σήμερα στην εξωτερική αγορά.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΛΠΕΝ και της Πανελλήνιας Ένωσης
Φαρμακοβιομηχανίας με συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ο κόσμος του φαρμακείου»
το εξέφρασε αυτές τις ανησυχίες πολύ χαρακτηριστικά: «Νομίζω –σημειώνει
ο Θεόδωρος Τρύφων– ότι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα διεκδικήσει και θα
έχει ένα πάρα πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς, αρκεί να μην πάρει καταστροφικές
διαστάσεις η παρέμβαση της τρόικας. Και νομίζω ότι οι ξένες εταιρείες θα
καταλάβουν πολύ καλύτερα απ’ ότι πριν ότι για να μπορούν να υπάρχουν σωστά μέσα
στη χώρα θα πρέπει να συνεργάζονται και με τις ελληνικές εταιρείες περισσότερο
από τώρα και να έχουν μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα μέσα στην Ελλάδα –κάτι που το
κάνουν τώρα εν μέρει– αλλά με μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα αποδοτικότητα και σε
επενδύσεις, και σε συμπαραγωγές, επενδύσεις έρευνας και όχι μόνο κλινικές
μελέτες και φορολόγηση».
Το ίδιο περίπου θέμα αλλά σε ένα γενικότερο επίπεδο για
τις συνολικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είχε αναδείξει σύμφωνα με τις
δικές του εκτιμήσεις ο ΣΕΒ λίγες μέρες πριν ζητώντας «εθνική βιομηχανική
πολιτική με στήριξη της εγχώριας παραγωγής».
Μάλιστα αυτό το μήνυμα του ΣΕΒ σύμφωνα με το οποίο «η
παραγωγική βάση της χώρας καταρρέει και το όριο της ανήκεστης βλάβης είναι
κοντά» χρησιμοποιεί ο αρθρογράφος της Αυγής Δημήτρης Χρήστου για να
σημειώσει στη στήλη του ότι «το συγκεκριμένο μήνυμα του ΣΕΒ είναι ιδιαίτερα
σοβαρό για ένα κόμμα που ετοιμάζεται να κυβερνήσει. Αφενός γιατί αποκαλύπτει το
μέγεθος της εθνικής καταστροφής, αφετέρου διότι χαρακτηρίζει αυτούς που σήμερα
κυβερνούν ανίκανους και επικίνδυνους για το μέλλον και τη σωτηρία της χώρας.
Είναι απολύτως βέβαιο πως το καρτέλ Σαμαρά – Βενιζέλου θα μείνει μόνο με τη
στήριξη του τρακαδόρου Ψυχάρη και των κρατικοδίαιτων φίλων του. Η ώρα για την
κυβέρνηση της Αριστεράς δεν είναι μεθαύριο, είναι σήμερα. Μόνος του ο ΣΥΡΙΖΑ
είναι δύσκολο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις, τις ανάγκες και τις παγίδες».
Ακριβώς λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ για να μην μείνει μόνος του «στις
παγίδες και τις προκλήσεις» σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις και τη δική
του πολιτική γραμμή, ρίχνει γέφυρες προς τους Έλληνες βιομήχανους.
Και η περίπτωση της φαρμακοβιομηχανίας είναι πολύ
χαρακτηριστική για έναν επιπλέον λόγο ο οποίος είναι εύκολα αντιληπτός αν
ανακληθεί στη μνήμη μας η ρητορική του «δε θα έχουμε φάρμακα, τρόφιμα και
καύσιμα» στην περίπτωση που τα σπάσουμε με τους δανειστές.
Σ’ αυτή τη βάση ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητάει συμμάχους στους
φαρμακοβιομήχανους ώστε να υπηρετήσει και τη γραμμή και ρητορική του περί
σκληρής διαπραγμάτευσης και σύγκρουσης με τη Μέρκελ και το νεοφιλελευθερισμό!
Απ’ την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ η γραμμή αυτή έχει μια
συνέπεια.
Μένει μόνο η ζωή να δείξει αν αυτή η γραμμή κινείται στη
σφαίρα του πραγματικού ή του φαντασιακού, και αν οι σύμμαχοι που επιλέγει ο
ΣΥΡΙΖΑ είναι φερέγγυοι, καθώς σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο των ελλήνων
φαρμακοβιομηχάνων θα πρέπει οι ξένες εταιρείες «να συνεργάζονται με τις
ελληνικές περισσότερο από τώρα»!
Κάλχας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου