Το πρωινό δεν είχε νέα και στο ραδιόφωνο που μου
αρέσει να ακούω το θέμα ήταν κάποιες δηλώσεις ενός ευρωβουλευτή για τον Τσίπρα.
Δυσκολεύτηκα να το παρακολουθήσω, παρ' όλο που
καταλάβαινα ότι οι σχολιαστές είχαν ενθουσιαστεί.
Συγκράτησα ότι κάποιος (δεν είχα ξανακούσει τον
κύριο Κάρας) είπε λίγο-πολύ ότι ο Τσίπρας δεν έχει σχέδιο για έξοδο από την
κρίση, μετά έγινε ένα λάθος στη μετάφραση και κάποιος είπε θα πάρει με τις
κλωτσιές κάποιον άλλο.
Άκουσα δύο εκπομπές σερί που ασχολούνταν με το
περιστατικό, οπότε θεώρησα ότι κάτι δεν κατάλαβα καλά και το θέμα ήταν σοβαρό.
Έψαξα να βρω ένα ρεπορτάζ να μου εξηγήσει
συμπυκνωμένα τι έγινε.
Δεν βρήκα ούτε μισό και το απέδωσα στο ότι το
μέσο δημοσιογραφικό κείμενο πάντα δημιουργεί περισσότερες ερωτήσεις από αυτές
που απαντάει.
Οπότε έψαξα για ξένα δημοσιεύματα.
Τίποτα στα γαλλικά και τα ισπανικά μέσα, αλλά
υπήρχε μια ανταπόκριση στον Guardian που έλεγε σε σούμα ότι «επιτροπή του
ευρωκοινοβουλίου επισκέφθηκε την Ελλάδα για να επιθεωρήσει τα αποτελέσματα των
πολιτικών της τρόικας και να συγγράψει τη σχετική έκθεση.
Ο επικεφαλής Οτμαρ Κάρας είπε ότι έγιναν λάθη
αλλά τουλάχιστον σώσαμε τη βάρκα που κινδύνευε από την καταιγίδα».
Επειδή η πρόταση αυτή έχει ήδη τρία κλισέ
καταχώρισα την είδηση στο μυαλό μου ως μη-θέμα και τη φασαρία για τη δήλωση για
τον Τσίπρα ως θέμα με spin.
Δεν ξέρω πώς ακριβώς μεταφράζεται στα ελληνικά,
η έννοια είναι ανάμεσα στην προπαγάνδα και τη χειραγώγηση.
Αφορά συμβάντα με επικοινωνιακά χαρακτηριστικά
που προσφέρονται να μεταφέρουν ιδεολογία και να προκαλέσουν συναίσθημα σε βαθμό
δυσανάλογο με την πραγματική τους πληροφοριακή αξία.
Η δήλωση του Κάρας είχε μεγαλώσει τόσο ώστε οι
πληροφορίες για το ποιος, πού, πότε περίσσευαν από τα κείμενα στα sites.
Την επόμενη μέρα το θέμα δεν είχε ακόμα πεθάνει
στην εκπομπή που άκουγα, κρατιόταν ζωντανό στον αέρα με φήμες και
παραλειπόμενα.
Στη δημοσιογραφία δεν υπάρχουν κάθε μέρα θέματα,
αλλά στην ελληνική δημοσιογραφία υπάρχουν πάντα παραπολιτικά.
Αυτοί που κάνουν πραγματικό ρεπορτάζ είναι 20
άτομα, οι περισσότεροι ρεπόρτερ είναι απλώς μεταφορείς ανακοινώσεων και
διαρροών και συναγωνίζονται μόνο στο ποιος θα τις προλάβει πρώτος.
Το μόνο που μένει για να διαφοροποιηθούν είναι η
αναπαραγωγή των λεπτομερειών της επαγγελματικής τους καθημερινότητας και ο
δημιουργικός σχολιασμός τους.
Οι αρχισυντάκτες το επιτρέπουν γιατί κάπως
πρέπει να βγει η ύλη και γιατί έτσι έχουν μάθει.
Όταν λοιπόν δεν έχεις ρεπορτάζ, αναγκαστικά
έχεις σχόλιο, το οποίο στην Ελλάδα εκτιμάται από την πιάτσα και το κοινό ως η
κορυφή της δημοσιογραφικής ιεραρχίας.
Αυτή η παράδοση που δέχεται έτσι άκριτα την
υποκειμενικότητα έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περισσότερο spin στα
ελληνικά μέσα.
Η αλήθεια είναι ότι οι μέρες που τα media είχαν
την αποκλειστικότητα στον ορισμό του πραγματικού και του σημαντικού έχουν πια
περάσει.
Η δημιουργία συλλογικών στόχων ή εμμονών δεν
είναι πια τόσο εύκολη.
Στα τέλη των 90's θυμάμαι πόσο πάθος είχε
εμπνεύσει η υπόθεση Οτσαλάν.
Tότε είχαμε κινητοποιηθεί για τελείως
συμβολικούς λόγους - ήταν ένα γεγονός που βιώσαμε μόνο σε συμβολικό επίπεδο
μέσω της γλώσσας, μέσω της αφήγησης, μέσω των media.
Δεν ήταν κάτι που κανείς μας είδε, έζησε ή
επηρεάστηκε από τις επιπτώσεις του, δεν ήταν καταστροφή ή θάνατος, δεν ήταν
φορολογία και ανεργία, χρεοκοπία ή εκλογές.
Ήταν το τέλειο γεγονός εθνικής σύμπτωσης και
ήταν όλο στην τηλεόραση.
Τα δύο πιο πρόσφατα γεγονότα που
μεγιστοποιήθηκαν επικοινωνιακά ήταν η δολοφονία του Φύσσα από τη Χρυσή Αυγή και
η απόδραση του Ξηρού.
Επειδή πλέον δεν υπάρχει μεσαία τάξη, δεν
υπάρχει και μία κυρίαρχη κουλτούρα (αλλά τουλάχιστον δύο σε σύγκρουση), οπότε
δεν υπάρχουν και γεγονότα που να εμπνέουν consensus.
H δολοφονία ήταν έτσι κι αλλιώς ένα
συναισθηματικό σοκ που προκαλούσε τεράστια οργή, και αυτή μεγεθυνόταν όσο πιο
πολλά μοιραζόσουν με το θύμα, αριστερή ιδεολογία, ηλικία, κοινές αναφορές ή
καταγωγή.
Ο τηλεοπτικός του χρόνος ξεπέρασε την ανάγκη για
ενημέρωση, κάλυψε την ανάγκη για πένθος, την ανάγκη για εκδίκηση, την ανάγκη
για τιμωρία και μετά έκανε πάλι τον κύκλο αρκετές φορές μέχρι να εξαντληθεί.
Η πολιτική του αξία μπορεί να αποτιμηθεί με
ψυχραιμία στα εξής: στην πολιτική απονομιμοποίηση της ΧΑ ως εκφραστή του
οργισμένου ακροδεξιού, στον ορισμό του δημοκρατικού «εμείς», στην εκτόνωση του
αριστερού πολιτικού πάθους, στην ανανέωση θετικής στάσης προς την κυβέρνηση.
Η απόδραση του Ξηρού δεν είχε την ίδια ευρύτητα,
το spin αφορούσε στενότερο ακροατήριο. Τους δεξιούς ψηφοφόρους που είναι
παραδοσιακά οι πολίτες που θέτουν ως προτεραιότητα την ασφάλεια, και ακόμα πιο
στοχευμένα όσους αναγνωρίζουν στην κοινωνική τους τάξη πιθανούς στόχους.
Το μήνυμα ήταν φόβος, μαζί και η συντήρηση του
εμφυλιοπολεμικού διαχωρισμού αριστεράς και δεξιάς.
Η σύγχυση της αριστερής σκέψης έκανε τα
υπόλοιπα.
Σε αντίθεση με ό,τι φαντάζεται ο περισσότερος
κόσμος η επικοινωνιακή χειραγώγηση στις ειδήσεις δεν λειτουργεί σε μια κάθετη
ιεραρχία κυβέρνησης και σχολιαστή ειδήσεων.
Μάλλον δεν είναι το House of Cards η Αθήνα.
Παρεμβάλλονται ακόμα περισσότερες διαδρομές και κυρίως οι προσωπικές επιδιώξεις
στη δημοσιογραφική ιεραρχία.
Αν για παράδειγμα εγώ λόγω habitus θέλω να
εκφράζω τον παραδοσιακό κεντρώο πολιτικό χώρο, ο προφανής μου δημόσιος εχθρός
θα πρέπει να είναι ο Σύριζα, γιατί αυτός διεκδικεί την ηγεμονία στην
κεντροαριστερή ψήφο.
Αυτό αύριο μπορεί να αλλάξει.
Ο προσωπικός μου εχθρός όμως είναι ο συνάδελφος
από το διπλανό γραφείο ή την κοντινή εφημερίδα που θέλει κι αυτός να μιλήσει
στον αναγνώστη του κέντρου. Μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό θα πρέπει να
αποδεικνύω την επιρροή μου περιφρουρώντας τοn χώρο μου καθημερινά, και τις
μέρες που δεν έχουν νέα, θα πρέπει να αξιοποιώ ό,τι υπάρχει.
Μια ενισχυμένη επικοινωνιακά είδηση δεν είναι το
αποτέλεσμα ενός λεπτομερούς στρατηγικού σχεδίου.
Είναι ένας συμβιβασμός: ξεκινάει ως πολιτική
πρωτοβουλία, προσαρμόζεται στην εκδοτική γραμμή της εβδομάδας ή του μήνα,
ταυτίζεται με τις προσωπικές επιδιώξεις ενός δημοσιογράφου και εκτελείται όπως
να ‘ναι, με ρητορικούς αυτοσχεδιασμούς, μπαλώνοντας τρύπες ύλης.
Το σύστημα δεν είναι τέλειο.
Βάιος Παπανάγνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου