Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 δεν συνέβη
ως κεραυνός εν αιθρία.
Επί δύο σχεδόν χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα
βρισκόταν σε βαθιά κρίση.
Η σύγκρουση του Γεωργίου Παπανδρέου με τα
Ανάκτορα το καλοκαίρι του 1965 είχε οδηγήσει στην αποχώρηση δεκάδων βουλευτών
από την Ένωση Κέντρου, η οποία είχε κερδίσει τις εκλογές του 1964 με 53%, και
στο σχηματισμό κυβερνήσεων «αποστασίας».
Η αίσθηση πως οι βουλευτές εξαγοράζονταν από
μυστικές υπηρεσίες ή και από επιχειρηματικά συμφέροντα και ότι ήταν γενικά
διεφθαρμένοι στο έπακρον είχε καταβαραθρώσει την υπόληψη του πολιτικού κόσμου.
Πέραν της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού
κινδύνου (ο οποίος σίγουρα δεν υπήρχε), οι πραξικοπηματίες ισχυρίζονταν πως
τερμάτισαν την κυριαρχία των «φαύλων».
Το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης κάθε άλλο
παρά αποκλειόταν από τους γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα.
Ο σπουδαίος ηγέτης της Αριστεράς Ηλίας Ηλιού
είχε κατονομάσει σε ανύποπτο χρόνο τον μετέπειτα δικτάτορα: «Και ποιος μας λέει
ότι κάποιος Γεώργιος Παπαδόπουλος δεν θα μας δέσει όλους ένα χάραμα;» είχε
αναρωτηθεί από το βήμα της Βουλής ενώ συζητούνταν η συνομωτική δράση του
αντισυνταγματάρχη ακόμα τότε, που οι συνάδελφοί του τον αποκαλούσαν «Νάσερ».
Ο εκδότης της ακροδεξιάς εφημερίδας «Ελεύθερος
Κόσμος» Σάββας Κωνσταντόπουλος είχε δώσει το 1966 τέσσερις ομιλίες στο Χίλτον
με γενικό τίτλο «Ο Φόβος της Δικτατορίας»: «Δεν μπορούμε να πούμε ότι κάθε
δικτατορία είναι κακή. Υπάρχουν και δικτατορίες ωφέλιμες…» κατέληγε.
Τα πολιτικά κόμματα είχαν -υποτίθεται-
προετοιμασθεί και προετοίμαζαν και τον λαό πώς να αντιδράσει σε περίπτωση
πραξικοπήματος. «Γενική απεργία, συγκέντρωσεις στις πλατείες, άμεση πορεία των
αγροτών προς τις πόλεις» περιελάμβανε το σχέδιο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Κι όμως , η Χούντα επιβλήθηκε σχεδόν αναίμακτα.
Η πολιτική ηγεσία –και ο ίδιος ο πρωθυπουργός
Παναγιώτης Κανελλόπουλος- συνελήφθη με τις πυζάμες.
Ο εικοσιεπτάχρονος βασιλιάς Κωνσταντίνος όρκισε
την πρώτη χουντική κυβέρνηση και ας μην ήταν διόλου του γούστου του εκείνοι οι
άξεστοι καραβανάδες. (Ο ίδιος, λένε, προετοίμαζε δικτατορία στρατηγών.)
Χρόνια αργότερα ισχυρίστηκε ότι στην αναμνηστική
φωτογραφία πόζαρε βλοσυρός προκειμένου να δώσει ένα σήμα στον λαό του… «Εάν
είχαμε συναντήσει δυναμική αντίδραση, σε δύο ώρες μέσα θα είχαμε πέσει»
ομολόγησε σχετικά πρόσφατα ο αιωνόβιος πλέον αρχιπραξικοπηματίας Στυλιανός
Παττακός. Η μόρφωση και η συγκρότηση εκείνων που στελέχωσαν την Χούντα δικαίωνε
απολύτως τη ρήση ενός παλαιότερου δικτάτορα, του Γεωργίου Κονδύλη, πως «την
Ελλάδα μπορεί να την κυβερνήσει κι ένας ημιαγράμματος δεκανέας».
Ο
πρωθυπουργός-αντιβασιλέας-πρόεδρος της «δημοκρατίας» Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε
λόγο παραληρηματικό, διανθιζόμενο από απίθανες ελληνικούρες.
Παρομοίαζε τη χώρα με ασθενή που βρίσκεται στο
χειρουργείο ή που τού έχουν βάλει γύψο και τον εαυτό του με αυστηρό πλην
αποτελεσματικό γιατρό.
Ο Παττακός γυρνούσε την επικράτεια με ένα μυστρί
στο χέρι και εγκαινίαζε δημόσια έργα ή ηρώα πεσόντων – όταν δεν κυκλοφορούσε
«ιγκόγκνιτο» στους δρόμους της Αθήνας για να εντοπίσει και να επιπλήξει τους
καπνιστές που πέταγαν τις γόπες χάμω.
«Όραμα» της Χούντας ήταν το Τάμα. Η ανέγερση
μιας πελώριας εκκλησίας στα Τουρκοβούνια, την οποίαν είχε -υποτίθεται- τάξει
στον Χριστό ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Η Χούντα είχε -παρ’όλ’αυτά- αν όχι την αποδοχή,
τουλάχιστον την ανοχή της πλειονότητας των Ελλήνων.
Όσοι εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν για την
αντιστασιακή τους δράση δεν υπερέβαιναν τις λίγες χιλιάδες.
Η απόπειρα τυραννοκτονίας από τον Αλέκο
Παναγούλη, το κίνημα του Ναυτικού, ακόμα και το Πολυτεχνείο, στάθηκαν πράξεις
αποσπασματικές, σπασμοί δίχως διάρκεια και συνέχεια, και χρησιμοποιήθηκαν εκ
των υστέρων για να σώσουν την τιμή ενός ολόκληρου λαού.
Στην αυγή της δεκαετίας του 1970, στην Ελλάδα
επικρατούσε «ησυχία, τάξις και ασφάλεια».
Η πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϋ
παρουσιαζόταν σαν εθνικός θρίαμβος.
Στις γιορτές της «Πολεμικής Αρετής» στο
Καλλιμάρμαρο Στάδιο, ο Μπιθικώτσης τραγουδούσε τον Ύμνο της 21ης Απριλίου
πλαισιωμένος από την αφρόκρεμα του καλλιτεχνικού κόσμου, της Σοφίας Βέμπο μη
εξαιρουμένης.
Το καθεστώς επαιρόταν πως είχε χαρίσει τα δάνεια
των αγροτών και των ταξιτζήδων και ότι είχε πραγματοποιήσει διπλωματικά
ανοίγματα στην Κίνα και στην υποσαχάρια Αφρική.
Οι πολίτες αντιδρούσαν ψιθυρίζοντας ανέκδοτα
κεκλεισμένων των θυρών. «Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν
είχαν πάρει χαμπάρι και μία ωραία πρωία, μεσούντος κάποιου Ιουλίου, βγήκαν στις
πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας “δώστε τη χούντα στο λαό”…» όπως πικρά το
έθεσε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το μέγιστο έγκλημα της
Χούντας ήταν η προδοσία στην Κύπρο, που οδήγησε στην εισβολή των Τούρκων και
στην ντε φάκτο μέχρι στιγμής - σαράντα χρόνια αργότερα- διχοτόμηση της νήσου.
Δείγμα των προθέσεων του είχε δώσει το καθεστώς
της 21ης Απριλίου από το 1968 κιόλας, όταν απέσυρε από την Κύπρο την ελληνική
μεραρχία που είχε εγκαταστήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Το δεύτερο μεγαλύτερο έγκλημα –κατά τη γνώμη
μου- υπήρξε η επέλαση της φτήνιας, της κακογουστιάς, της πομπώδους
ασημαντότητας και ασημαντολογίας που συνεχίστηκε –φευ- εντεινόμενη κατά την
Μεταπολίτευση.
Οι συνταγματάρχες «με το μακρύ νύχι στο δάχτυλο
και στο μυαλό», που έλεγε και ο Κώστας Ταχτσής, ευλόγησαν την αρχιτεκτονική
καταστροφή των πόλεων, τον τουρισμό των “rooms to let” και των καμακιών, το
ελαφρολαϊκό σε όλες του τις εκφάνσεις, την αντίληψη πως η ζωή είναι μια
ιδιωτική υπόθεση που συνοψίζεται στο «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι όπως
επιδειχθούμε».
Μπορεί η Χρυσή Αυγή να αποτελεί το πολιτικό
βρυκολάκιασμα της Χούντας.
Σε αισθητικό ωστόσο και ιδεολογικό επίπεδο η
κληρονομιά της περιλαμβάνει ποικίλες και «υπεράνω υποψίας» εκδηλώσεις του βίου
μας: Από τα πρωινάδικα και τα τηλεοπτικά ρηάλιτι έως τις «λαοσυνάξεις» του
μακαριστού Χριστόδουλου για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες και
το «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» των «αγανακτισμένων» πολιτών…
«Εάν δεν είχε γίνει» θα μου πείτε «η Χούντα, δεν
θα είχαμε Big Brother;»
«Ίσως» απαντάω «η αντίδραση των Ελλήνων στο κιτς
να ήταν κάπως ισχυρότερη…»
Και ένα ανεξακρίβωτο περιστατικό: Το μεσημεράκι
της 21ης Απριλίου, ενώ το πραξικόπημα φαίνεται να έχει επικρατήσει, ο Στυλιανός
Παττακός επιστρέφει στο σπίτι του και ανακοινώνει γεμάτος υπερηφάνεια στη
γυναίκα και στην πεθερά του τα σπουδαία νέα.
«Κάναμε Επανάστασι!» τους λέει. «Εντός ολίγου
ορκίζομαι υπουργός! Σιδερώστε μου τη μεγάλη μου στολή!»
«Τι επανάσταση και κουλουβάχατα;» γίνεται έξαλλη
η πεθερά. «Εμάς μας ρώτησες; Σαν τα μούτρα σου θα τα κάνεις, αχαίρευτε! Στη
φυλακή θα καταλήξεις στο τέλος κι εμείς, οι αθώες γυναίκες, θα τρέχουμε και δεν
θα φτάνουμε!» Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Παττακός σιδέρωσε μόνος του
τη στολή του.
Χρήστος Χωμενίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου