Πηγαίνοντας κάθε πρωί στη δουλειά, όπως και
χιλιάδες άλλοι τυχεροί που έχουν ακόμα δουλειά ή/και την πολυτέλεια να μην
κάνουν οικονομία ακόμα και σε αυτό, αγοράζω στο δρόμο ένα πατροπαράδοτο
φραπεδάκι.
Για καλή μου τύχη εδώ που μένω τώρα (εδώ και
κοντά δύο χρόνια) έχω πολλές επιλογές.
4-5 τυροπιτάδικα που προσφέρουν καφέ σε πλαστικό
συν 3-4 αλυσίδες (franchise) με τιμές, ελέω κρίσης,
καλές λίγο-πολύ σε όλα αυτά τα καταστήματα…
Ξεκίνησα λοιπόν άμα τη μετακομίσει μου να
δοκιμάζω για να καταλήξω από πού θα είμαι μόνιμος πελάτης.
Διότι, τη βρίζουμε συνεχώς, αλλά τελικά μια
κάποια ρουτίνα την αποζητούμε όλοι. Ίσως επειδή τα μικρά και ασήμαντα θέλουμε
να τα βάζουμε σε κάποιου είδους αυτόματο πιλότο για να μη μας απασχολούν πάρα
πολύ.
Ίσως πάλι οι άνθρωποι να είμαστε περισσότερο
βαρετοί απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε, ποιος ξέρει.
Όπως και να ‘χει ξεκινώντας, απέκλεισα από τη
δοκιμή όλες τις αλυσίδες.
Τις «πολυεθνικές» τρόπον τινά, αν και μόνο μία
από αυτές είναι τέτοια, οι άλλες είναι ελληνικότατες.
Γιατί; Μα γιατί έτσι μεγάλωσα, έτσι έμαθα να
σκέφτομαι: Οι αλυσίδες-franchise είναι περίπου ο
διάβολος.
Υποτίθεται ότι κακοπληρώνουν και καταπιέζουν
τους υπαλλήλους τους, επιβάλλουν παντού μια τρισκατάρατη ομοιομορφία, μας εθίζουν
στην κουλτούρα του καπιταλισμού (αν δεν το καταλάβατε, οι καταβολές μου είναι
«αριστερές») και εν τέλει τα πολλά λεφτά τα μαζεύουν κάποιοι επίσης
τρισκατάρατοι καπιταλιστές με γραβάτες (το πολύ-πολύ μαζί με τους λακέδες
πολυτελείας τους, τα υψηλόβαθμα στελέχη τους) και τα κάνουν καγιέν και βίλες
καταπιέζοντας ακόμα περισσότερο το άμοιρο υπηρετικό τους προσωπικό.
Από την άλλη μεριά, ο μαγαζάτορας της γειτονιάς
είναι περίπου ένας άγγελος! Είναι ο δικός σου άνθρωπος που παλεύει με το
μαγαζάκι του τίμια και καθαρά να ζήσει την οικογένειά του απέναντι στα θηρία
του franchise που θέλουν το κακό του και να μας «κάνουν όλους
υπαλλήλους αφού».
Σε χαιρετάει κάθε μέρα πρόσχαρα, σύντομα αρχίζει
να θυμάται πώς πίνεις τον καφέ σου, σε λίγο ακόμα χρόνο θυμάται το όνομά σου
και πού δουλεύεις, και σε μηδέν χρόνο κάθε μέρα θα πιάνεις και την
ψιλοκουβεντούλα σου.
Πώς π.χ. τα πήγε ο μπάοκ, τί καιρό κάνει, τί
κάνουν οι αρμόδιοι για τα χάλια μας που «όλο χαράτσια μαζεύουν αλλά για μας
τίποτα», πότε θα κρεμάσουν τους σαμαροβενιζέλους στο Σύνταγμα, και άλλα τέτοια καθημερινά
και χαριτωμένα.
Πώς να τα αγνοήσεις όλα αυτά; Μπορείς;
Δεν το επιτρέπεις στον εαυτό σου κι αν κάνεις
τέτοιο «ολίσθημα» θα βρεθούν πολλοί δικοί σου άνθρωποι (με ανάλογες καταβολές)
να σε βάλουν στη θέση σου. Αποκαθιστώντας έτσι την ισορροπία του σύμπαντος.
Να μην τα πολυλογώ όμως, κάποια στιγμή κατέληξα
σε μια σταθερή προτίμηση. Σταματούσα κάθε μέρα, τα αφεντικά-συνέταιροι μου
έλεγαν για τον μπαοκ, εγώ για τον Ηρακλή κλπ, έπαιρνα τον καφέ μου, πλήρωνα και
έφευγα πολύ χαρούμενος που κάνω το χρέος μου στην πατρίδα και στην κοινωνία.
Διότι, ακόμα κι αυτό, το έβλεπα ως πολιτική
επιλογή. Πολιτική πράξη!
Και είχα δίκιο, αλλά όχι όπως το νόμιζα ακριβώς.
Κάποια μέρα που πλήρωσα δε μου έκοψαν απόδειξη.
Το θεώρησα τυχαίο γεγονός και δεν έδωσα σημασία.
Καμιά βδομάδα πριν δεν είχα πολυδώσει σημασία όταν
το πλαστικό κύπελλο του καφέ είχε τρυπήσει με αποτέλεσμα όλος ο καφές να πάει
στράφι.
Όταν όμως λίγες μέρες μετά είχα ξανά το ίδιο
ατύχημα, πρόσεξα λίγο παραπάνω το κύπελλο. Είδα ότι ήταν τόσο κακής ποιότητας
που τρυπούσε και μόνο αν το ακουμπούσες με το νύχι σου.
Με προβλημάτισε λιγάκι αυτό αλλά το ξεπέρασα.
Θα κόβω τα νύχια μου πιο συχνά, σκέφτηκα,
αρχοντιά είναι εξάλλου.
Τις επόμενες εβδομάδες όμως άρχισε να επανεμφανίζεται
όλο και συχνότερα το φαινόμενο να μη μου κόβουν απόδειξη.
Παρατήρησα μάλιστα ότι αυτό το έκαναν σε μένα,
που ήμουν πλέον «γνωστός» αλλά και σε άλλους της ίδιας συνομοταξίας, διότι στους
αγνώστους έκοβαν κανονικά.
Λογικό αν θέλετε, είχαν εμπιστοσύνη.
Αν και δε μας ρώτησαν αν συμφωνούμε – κάτι που
όταν το συνειδητοποίησα με εκνεύρισε αρκετά.
Αλλά και πάλι συνέχισα να πηγαίνω, δεν ήμουν
έτοιμος ακόμα να κάνω το «ιδεολογικό» μου άλμα.
Μια μέρα χρειάστηκε να πάω στη δουλειά
κυριολεκτικά αξημέρωτα και το μαγαζί αυτό δεν είχε προλάβει να ανοίξει.
Τελικά (βιαζόμουν κιόλας) πήγα στο δίπλα μαγαζί,
ένα από τα τρισκατάρατα franchise που λέγαμε.
Δεν ήταν και τόσο άσχημα, ο καφές ήταν
εξαιρετικής ποιότητας, η τιμή εξίσου καλή, οι υπάλληλοι ευγενικοί, το κύπελλο
δεν τρυπούσε παρά μόνο αν το έκοβες με μαχαίρι.
Τυποποιημένα βέβαια, αλλά τέτοια ώρα τέτοια
λόγια.
Για μη-απόδειξη ούτε λόγος να γίνεται.
Έστω και για λόγους εσωτερικού ελέγχου, τέτοια
μαγαζιά κόβουν αποδείξεις ακόμα και για το καλαμάκι που λέει ο λόγος.
Όταν το σκέφτηκα αυτό, δε μου φάνηκε καθόλου
κακό – αν μη τί άλλο όλοι αυτοί δε φοροδιαφεύγουν, φανερά τουλάχιστον.
Σε αντίθεση με τους «φίλους» μου του δίπλα
μαγαζιού, το σκέφτηκα κι αυτό.
Ε λοιπόν, την επόμενη μέρα που ξαναπήγα εκεί και
δε μου έκοψαν απόδειξη, εκείνη τη φορά τη ζήτησα.
«Στην εφορία θα τη βάλεις ρε φιλαράκι;» μου είπε
ο ένας από τα δύο, συμπαθέστετα όπως είπα, αφεντικά-συνεταίρους.
Και συμπλήρωσε ο άλλος «αν περιμέναμε να σωθούμε
απ’ αυτά αδερφέ...» και γέλασαν καλόκαρδα και οι δύο τους.
«Μόνο χαράτσια ξέρουν να βάζουν, άστα ρε φίλε»
μου είπε χαμογελαστά ο πρώτος δίνοντάς μου την απόδειξή μου – να τα λέμε αυτά,
αντίρρηση δεν εξέφρασαν.
Φεύγοντας, αρκετά εκνευρισμένος ωστόσο που για
μια παλιοαπόδειξη ευτελούς αξίας μπήκα σε όλη αυτή τη διαδικασία να ακούω όλες
αυτές τις κοινοτοπίες και να παίζω το ρόλο του «κακού» (ίσως και του «ηλιθίου»),
κάτι έκανε κλικ μέσα μου.
Αποφάσισα να δώσω στο διπλανό franchise μια
ολόκληρη εβδομάδα ευκαιρία. Και, να μην τα πολυλογώ, η εβδομάδα έγινε μήνας και
με μαθηματική ακρίβεια θα γίνει χρόνος και γεροί να είμαστε, χρόνια.
Διότι έδωσα ευκαιρίες και στα άλλα αντίστοιχα
μαγαζιά των «πολυεθνικών».
Και από όλα έμεινα ως καταναλωτής
ευχαριστημένος: Ο καφές ήταν (τηρουμένων των αναλογιών πάντα στη σχέση ποιότητας
– τιμής) καλύτερος, η εξυπηρέτηση γρηγορότερη και σταθερά καλή, οι αποδείξεις
κόβονταν κανονικότατα, κοινώς όλα καλά.
Ε, δεν πιάνουμε κουβέντα για τον καιρό, ούτε
κανείς τους με ρωτάει πώς με λένε και πού πάω, αλλά αν θέλω χαζοκουβέντες μπορώ
να τις κάνω κι αλλού π.χ. στο φέισμπουκ…
Τελικά, αποφάσισα κάτι πολύ πιο θεμελιώδες και
απλό απ’ το να συγκρίνω καπιταλισμό με δήθεν «σοσιαλισμό» ή αν προτιμάτε,
«κακό» μεγάλο καπιταλισμό με «καλό» μικρό.
Αποφάσισα να φερθώ ως απλός καταναλωτής και
πολίτης: Να διαλέξω το μέρος που μου προφέρει την καλύτερη σχέση
τιμής-ποιότητας-εξυπηρέτησης ανεξάρτητα από κάθε ιδεολογική προκατάληψη.
Και ναι, μου άρεσε, το ομολογώ.
Διότι νιώθω πολύ καλύτερα.
Εξαιρούνται βέβαια οι στιγμές που πρέπει να
εξηγώ την ιδεολογική μου ασυνέπεια/αλλαγή στους φίλους μου, αλλά τί να κάνουμε;
Στο κάτω κάτω το σωστό είναι σωστό και το απλό
είναι απλό.
Αν κάποιοι επιμένουν να κάνουν τα πάντα πολύπλοκα,
είναι δικό τους πρόβλημα, όχι πια δικό μου!
Αν κάποιοι ψηφίζουν κάθε φορά που αγοράζουν καφέ…
τι να πω;
Και αυτό είναι επίσης πολιτική επιλογή: Το να
βλέπεις τα πράγματα απλά και καθαρά χωρίς ανούσια μπερδέματα. Και να βλέπεις
πέρα από ο,τι έμαθες μεγαλώνοντας.
Διότι να το πούμε κι αυτό: Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία,
πρωταθλητές όχι μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και στην εισφοροδιαφυγή και τη μαύρη
εργασία είναι οι «μικροί», τα δικά μας παιδιά… της γειτονιάς μας – το ξέρουμε
και εμπειρικά, ας μη γελιόμαστε.
Εξάλλου οι υπάλληλοι των franchise έχουν
κι αυτοί οικογένειες με παιδάκια που πρέπει να ζήσουν.
Χώρια που δεν κατάλαβα ποτέ γιατί είναι βρισιά
το να είσαι υπάλληλος.
Και ‘γω υπάλληλος είμαι και δεν ένιωσα ίχνος
ντροπής γι’ αυτό.
Όταν λοιπόν μπορέσουν/αποφασίσουν οι «απλοί»
μαγαζάτορες να φτάσουν στα στάνταρ των «μεγάλων» και να είναι και εξίσου
νόμιμοι/παράνομοι με αυτούς, τότε πιθανότατα θα με ξανακερδίσουν ως πελάτη.
Ως τότε, λυπάμαι πολύ, αλλά θα γίνω «δεξιός» και
όχι μόνο στο φραπέ - προφανώς αυτό
ισχύει στα πάντα.
Καλύτερα «δεξιός» παρά κορόιδο - κι ας λέει η
«αριστερή» μυθολογία ότι αυτά είναι περίπου συνώνυμα όταν δεν είσαι ο ίδιος
κεφαλαιοκράτης.
Για άλλη μια φορά, κάνει λάθος!
Ο Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου