Δεν είναι είδηση το ότι οι πλούσιοι διαθέτουν
περισσότερη πολιτική ισχύ από τους φτωχούς, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες
όπου όλοι έχουν ίση ψήφο.
Δυο πολιτικοί επιστήμονες όμως, ο Martin Gilens του
Princeton και ο Benjamin Page του Northwestern
University παρουσίασαν πρόσφατα κάποια εντυπωσιακά ευρήματα για τις ΗΠΑ, που
επηρεάζουν δραματικά τη λειτουργία της δημοκρατίας τόσο στην Αμερική όσο και
αλλού.
Οι δυο επιστήμονες προχώρησαν την εργασία του Gilens,
που είχε συγκεντρώσει τα αποτελέσματα από δημοσκοπήσεις επί 2.000 πολιτικών
ζητημάτων, από το 1981 ως το 2002.
Στη συνέχεια οι δυο ερευνητές εξέτασαν το αν η
αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση υιοθέτησε τις πολιτικές αυτές στα επόμενα
τέσσερα χρόνια από τις δημοσκοπήσεις, και έψαξαν να βρουν το κατά πόσο το
αποτέλεσμα ταίριαζε με τις προτιμήσεις του κοινού σε διάφορα ζητήματα
ανακατανομής του εισοδήματος.
Όταν τις βλέπουμε απομονωμένες, τότε οι
προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου (μεσαίου εισοδήματος) μοιάζουν να έχουν μεγάλη
επιρροή στην τελική απόφαση μιας κυβέρνησης. Η οποία συνήθως ταυτίζεται με αυτό
που θέλει ο μέσος ψηφοφόρος.
Όπως όμως σημειώνουν οι δυο επιστήμονες, αυτό
είναι παραπλανητικό όσον αφορά στην αντιπροσωπευτικότητα των κυβερνητικών
αποφάσεων.
Οι προτιμήσεις του μέσου ψηφοφόρου δεν διαφέρουν
συνήθως από αυτές των οικονομικών ελίτ.
Για παράδειγμα, και οι δυο θέλουν ισχυρή εθνική
άμυνα και υγιή οικονομία.
Για αυτό καλύτερα θα ήταν να εξετάσουμε το τι
γίνεται όταν οι απόψεις των δυο αυτών κατηγοριών ψηφοφόρων αποκλίνουν η μια από
την άλλη.
Για να το πετύχουν αυτό, οι Gilens και Page εξέτασαν τις προτιμήσεις των μέσων ψηφοφόρων,
σε αντιδιαστολή με αυτές των οικονομικών ελίτ (στη κορυφή του εισοδήματος) για
να δουν ποιος από τους δυο επηρεάζει περισσότερο τις κυβερνητικές επιλογές.
Εδώ λοιπόν
είδαν ότι η πολιτική επίδραση του μέσου ψηφοφόρου είναι σχεδόν ασήμαντη, όταν
συγκριθεί με αυτήν των οικονομικά ισχυρών.
Το συμπέρασμα είναι σαφές: Όταν οι απόψεις των
πλουσίων διαφέρουν από εκείνες της υπόλοιπης κοινωνίας, τότε αυτές είναι που
επικρατούν σχεδόν πάντα.
Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και όταν μιλάμε
για απόψεις οργανωμένων ομάδων, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις κυβερνητικές
πολιτικές.
Όπως λένε οι δυο ερευνητές, το τι θέλει το κοινό
δεν παίζει κανέναν ρόλο, όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση με το τι θέλουν οι
πλούσιοι ή οι οργανωμένες ομάδες.
Αυτά τα απογοητευτικά συμπεράσματα αναδεικνύουν
ένα κρίσιμο ερώτημα: Πως γίνεται να εκλέγονται πολιτικοί οι οποίοι δεν
εφαρμόζουν τη θέληση τη μεγάλης πλειοψηφίας των ψηφοφόρων τους, και πως
επανεκλέγονται όταν κάνουν τα χατίρια μόνο των εύπορων πολιτών;
Μέρος της εξήγησης έχει να κάνει με την άποψη
ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι δεν καταλαβαίνουν τη λειτουργία του πολιτικού
συστήματος, και πως αυτό κλίνει προς όφελος των ελίτ.
Όπως τονίζουν οι επιστήμονες, αυτό δεν σημαίνει
ότι η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική βλάπτει τον μέσο ψηφοφόρο. Οι απλοί πολίτες
συνήθως πετυχαίνουν αυτό που θέλουν, κυρίως επειδή το ίδιο θέλουν και οι
πλούσιοι συμπολίτες τους.
Μια άλλη εξήγηση όμως έχει να κάνει με τις στρατηγικές
που εφαρμόζουν οι πολιτικοί ηγέτες, προκειμένου να εκλεγούν.
Ένας πολιτικός που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των
πλουσίων θα πρέπει να βρει τρόπους να γίνει ελκυστικός και στη μάζα.
Αυτό του το προσφέρουν ο εθνικισμός, η θρησκεία,
και η ταυτότητα. Μια πολιτική δηλαδή, βασισμένη σε πολιτισμικές αξίες, και
συμβολισμούς, αντί για απλά ζητήματα καθημερινότητας.
Όταν η
πολιτική διεξάγεται μέσα σε τέτοια πλαίσια, τις εκλογές τις κερδίζουν αυτοί που
μπορούν και εκμεταλλεύονται τα υφέρποντα
πολιτισμικά και ψυχολογικά μας πιστεύω, και όχι αυτοί που εκπροσωπούν τα συμφέροντά μας.
Ο Μαρξ είχε πει πως η θρησκεία είναι το όπιο του
λαού. Εννοούσε ότι το θρησκευτικό συναίσθημα μπορεί να υπερκεράσει τις υλικές
στερήσεις που υφίστανται στη καθημερινότητά τους οι εργαζόμενοι.
Με τον ίδιο τρόπο, η ανάδυση της θρησκευτικής
Δεξιάς, και οι πολιτισμικοί πόλεμοι για τις οικογενειακές αξίες, και άλλα
τέτοια πολωτικά ζητήματα (π.χ. μεταναστευτικό), έχουν καταφέρει να απομονώσουν την αμερικανική
πολιτική από την ξαφνική άνοδο της οικονομικής ανισότητας από τα τέλη των ‘70ς.
Το αποτέλεσμα είναι οι συντηρητικοί να διατηρούν
την εξουσία, παρά το γεγονός ότι επιδιώκουν και εφαρμόζουν οικονομικές και
κοινωνικές πολιτικές που πάνε κόντρα στο συμφέρον των μεσαίων και των κατώτερων
οικονομικά στρωμάτων.
Αυτού το είδους η πολιτική είναι κακοήθης επειδή
οριοθετεί ένα ευνοούμενο κοινωνικό στρώμα, και αποκλείει όλα τα άλλα, δηλαδή
όλους τους ξένους, όλους αυτούς που πιστεύουν σε άλλη θρησκεία, σε άλλες αξίες,
κλπ.
Κάτι τέτοιο το βλέπουμε ξεκάθαρα σε ανελεύθερα
καθεστώτα όπως αυτά της Ρωσίας, της Τουρκίας, και της Ουγγαρίας.
Για να διατηρήσουν την εκλογική τους ισχύ, οι
ηγέτες αυτών των χωρών εκμεταλλεύονται κυρίως τα εθνικά, πολιτισμικά, και θρησκευτικά
σύμβολα.
Και έτσι ανάβουν τα αίματα και τα πάθη εναντίον
κάποιων μειονοτήτων (εθνικών ή θρησκευτικών).
Για τα καθεστώτα που εκπροσωπούν τις οικονομικές
ελίτ, και που συνήθως είναι βουτηγμένα στη διαφθορά, αυτό το κόλπο ανταμείβεται
στις κάλπες.
Έτσι, η αυξανόμενη οικονομική και εισοδηματική
ανισότητα στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες καταφέρνει δυο χτυπήματα
στη δημοκρατική διαδικασία: Όχι μόνο αποκλείει ακόμη περισσότερο τους μη
προνομιούχους των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών και οικονομικών τάξεων, αλλά
καλλιεργεί μέσα στους κόλπους των ελίτ το δηλητήριο του πολιτικού σεχταρισμού.
Dani Rodrik
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου