«Είναι αδιανόητο να σώζονται οι τράπεζες
και όχι οι άνθρωποι».
Τη διαπίστωση αυτή εξέφρασε ο πάπας, σύμφωνα με
όσα δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά τη συνάντησή τους.
Ας ξεπεράσουμε το γεγονός ότι ο πάπας ελέγχει
την Τράπεζα του Βατικανού (γνωστή και για τα μεγάλα σκάνδαλα των τελευταίων
ετών) και ας δούμε αν αυτή η δημοφιλής διαπίστωση ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα, ειδικά στην Ελλάδα.
Μετά τις τεράστιες
επιπτώσεις που
είχε στην παγκόσμια οικονομία η κατάρρευση της Lehman Brothers τα κράτη
αποφάσισαν να μην αφήνουν τις τράπεζες να χρεοκοπούν και να τις διασώζουν
βάζοντας χρήματα και αποκτώντας μετοχές.
Η παρέμβαση αυτή επιβάρυνε τους κρατικούς
προϋπολογισμούς των χωρών και κατά συνέπεια τους πολίτες, αλλά η μη διάσωση των
τραπεζών θα είχε πολύ μεγαλύτερες συνέπειες στις οικονομίες, καθώς θα έφερνε
περισσότερη ύφεση και ανεργία.
Οι μετοχές που θα κατείχαν τα κράτη θα μπορούσαν
να πωληθούν μετά το ξεπέρασμα της κρίσης και την εξυγίανση των τραπεζών και
έτσι το δημόσιο να ανακτήσει τα χρήματά του.
Σε αρκετές περιπτώσεις
αυτό έχει ήδη συμβεί.
Το 2008 η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού
τομέα δημιούργησε φούσκες, όπως αυτή των ακινήτων, που μεταφέρθηκε στις
τράπεζες και αποσταθεροποίησε τις οικονομίες.
Τέτοια φαινόμενα είχαμε στις ΗΠΑ, στην Ιρλανδία
και την Ισπανία.
Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ακολούθησαν
αντίστροφη πορεία.
Από το 2004 μέχρι το 2009 οι δημόσιες δαπάνες
και ο δανεισμός εκτοξεύτηκαν και το κράτος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις
υποχρεώσεις του από τη στιγμή που οι αγορές σταμάτησαν να το δανείζουν.
Έτσι η χρεοκοπία του κράτους επιβάρυνε την
οικονομία, τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες.
Μάλιστα,
με το κούρεμα του χρέους οι τράπεζες έχασαν μεγάλα ποσά τα οποία είχαν επενδύσει
σε ομόλογα του Δημοσίου και χρειάστηκε να ενισχυθούν με κεφάλαια του Ευρωπαϊκού
Μηχανισμού Στήριξης.
Τα χρήματα αυτά τα
δανείστηκε το ελληνικό κράτος και προστέθηκαν στο χρέος. Το δημόσιο πλέον κατέχει την
πλειονότητα των μετοχών που στο μεταξύ είχαν απαξιωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά.
Έτσι οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών βγήκαν διπλά
ζημιωμένοι.
Έχουν, πλέον, πολύ μικρότερο ποσοστό της
τράπεζας με μετοχές ασύγκριτα μικρότερης αξίας.
Η κριτική στις τράπεζες είναι δικαιολογημένη σε
πολλές περιπτώσεις (όπως στη χορήγηση επισφαλών δανείων), αλλά δεν μπορούμε να
υποτιμούμε τη σημασία που έχει σήμερα η θέση των ελληνικών τραπεζών για το
δημόσιο συμφέρον και τις προσπάθειες για το ξεπέρασμα της κρίσης.
Από τη στιγμή που το κράτος είναι ο βασικός
μέτοχος των τραπεζών κάθε περαιτέρω ζημία θα επιβαρύνει τους φορολογούμενους.
Με αυτά τα κριτήρια θα
πρέπει να εξετάσουμε και τις υποσχέσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για τη ρύθμιση
των λεγόμενων κόκκινων δανείων.
Ο Αλ. Μητρόπουλος (MEGA 17/9) μίλησε για 80%
μείωση για όλες ανεξαιρέτως τις οφειλές –ακόμη και εκείνων που μπορούν να
ανταποκριθούν– χωρίς να αποδοκιμαστεί από την ηγεσία.
Όμως οι τράπεζες έχουν δανείσει τα χρήματα των
καταθέσεων και ό,τι χάσουν θα το καλύψουν ή οι καταθέτες ή οι φορολογούμενοι.
Ένας που μένει στο νοίκι θα επιβαρυνθεί για χάρη κάποιου που θα βρεθεί με ένα
μεγάλο σπίτι χωρίς να έχει να το πληρώσει. Εξάλλου, αν το κράτος θέλει και
μπορεί να χαρίζει σπίτια γιατί να αδικηθούν όσοι δεν πήραν δάνειο ή όσοι το
εξοφλούν;
Η «σεισάχθεια» μπορεί
να ακούγεται όμορφα
και να μαζεύει ψήφους, αλλά αν επιχειρηθεί έχει λίγους ωφελημένους και πολλούς
ζημιωμένους.
Με την ίδια ευκολία που θα σβηστούν τα χρέη των
ιδιωτών υπόσχονται και τη διαγραφή του χρέους της Ελλάδας, τώρα που
εγκαταλείπουν σιωπηρά τα περί μονομερών ενεργειών.
Από το χρέος της Ελλάδας μπορεί να κουρευτεί
μόνο όσο μας έχουν δανείσει οι χώρες της Ευρωζώνης και μόνο μετά από έγκριση
από τα 17 κοινοβούλια, ίσως και από τα συνταγματικά δικαστήρια.
Μιλούν για μια διεθνή διάσκεψη που θα κουρέψει
τα χρέη. Καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν είναι πρόθυμη να συμμετάσχει σε μια
τέτοια διάσκεψη και καμία αντιπολίτευση δεν το προτείνει.
Κι όμως εδώ παρουσιάζεται σαν η μεγάλη λύση.
Πώς μπορούν οι
κυβερνήσεις
της Ιταλίας και της Ισπανίας να διαγράψουν τα 17 δισ. που μας δάνεισαν,
δανειζόμενες οι ίδιες με μεγαλύτερο επιτόκιο;
Πώς μπορεί ο Ολάντ να χαρίσει χρέη, όταν η Λεπέν
καραδοκεί;
Πώς μπορεί να δικαιολογήσει τη διαγραφή η
κυβέρνηση της Σλοβακίας στους συνταξιούχους της χώρας της, όταν η μέση σύνταξη
εκεί βρίσκεται στο ένα τρίτο της ελληνικής;
Εκτός από την επιμήκυνση της αποπληρωμής και την
περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει η
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών να γίνει απευθείας από τον μηχανισμό στήριξης.
Έτσι το χρέος μειώνεται κατά 48 δισ. περίπου.
Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ασχολείται με τέτοια και επιμένει στη διεθνή διάσκεψη.
Η επιμονή αυτή δεν
γίνεται ούτε από επαναστατικότητα, ούτε από επιπολαιότητα.
Γίνεται επειδή είναι κομματικά ωφέλιμο σε κάθε
περίπτωση. Μέχρι τη διαπραγμάτευση εμφανίζονται αυτοί σκληροί και οι άλλοι
ενδοτικοί.
Εάν η σημερινή κυβέρνηση προχωρήσει σε συμφωνία
με τους δανειστές, θα την κατηγορούν ότι παρέδωσε δεμένη τη χώρα.
Αν πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση θα λέει ότι δεν
φταίει εκείνος που αθετεί τις υποσχέσεις του, αλλά η κακούργα η Μέρκελ που δεν
μας διαγράφει το χρέος.
Σπύρος Βλέτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου