Στην απογευματινή
εκπομπή
γνωστού και -ας πούμε- ποιοτικού καναλιού, η νεαρή ρεπόρτερ μιλούσε για την
Αμφίπολη, μεταφέροντας τις ειδήσεις της μέρας από το ανασκαφικό πεδίο.
Η επίχωση, οι σφίγγες, η αναθύρωση, το
μαρμαροθέτημα –λέξεις που έγιναν αίφνης της μόδας το φετινό καλοκαίρι- ήταν οι
σταθμοί μιας αφήγησης δομημένης με όρους σασπένς, με κάθε λέξη να χτίζει ένα
κλίμα προσδοκίας για το μετά.
Δεν παρακολουθούσα σταθερά, μπαινόβγαινα στο
δωμάτιο κάνοντας τα καθημερινά, μα την άκουσα με τα αυτιά μου να μιλά για τον
λέοντα της Αμφίπολης χαρακτηρίζοντάς τον «αυτό το παρ΄ολίγον Ελγίνειον».
Εννοώντας, φαντάζομαι, αυτό το μνημείο που
διασώθηκε, σε αντίθεση με άλλα που εκλάπησαν, όπως τα γλυπτά του Παρθενώνα…
Θυμήθηκα ένα
περιστατικό αρκετά χρόνια πριν.
Νεαρή αρχαιολόγος τότε, ήμουν για ένα καλοκαίρι
στο Βρετανικό Μουσείο, μελετώντας κάποια γλυπτά από τις αποθήκες.
Ένα πρωί μπήκα στην αίθουσα των γλυπτών του
Παρθενώνα για να δω κάτι από κοντά. Στεκόμουν με το μπλοκ και το μολύβι στο
χέρι αρκετή ώρα, παρατηρώντας και σημειώνοντας. Ανάμεσα στους λίγους επισκέπτες
του πρωινού εμφανίστηκε ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων.
Στάθηκαν στη μέση της αίθουσας και κοιτούσαν μία
τη μια πλευρά της και μία την άλλη.
Όταν τελείωσαν τη γρήγορη επισκόπηση του χώρου,
χωρίς να μετακινηθούν απ’ το σημείο όπου βρίσκονταν, είπε εκείνος, ο
«σοφότερος» από τους δύο, με φωνή που ακουγόταν στην ησυχία. «Αυτά είναι από
τον Παρθενώνα. Και, κάπως τα λένε». «Ναι μωρέ, το ξέρω», συνέχισε η παρέα του,
«Ελπίδεια, ή κάπως έτσι».
Εκείνος πλησίασε το επεξηγηματικό ταμπελάκι, το
διάβασε, στράφηκε προς το μέρος της και είπε: «Ελγίνεια τα λένε. Και είναι
ελληνικά, δικά μας. Μας τα έκλεψαν».
Κι εκείνη συνέχισε: «Ναι, δικά μας είναι και μας
τα έκλεψαν».
Και θυμωμένοι, μα δίχως άλλο βλέμμα στα
κλεμμένα, αποχώρησαν κρατώντας στο ελάχιστο δυνατόν την επαφή με τα γλυπτά του
Παρθενώνα.
Τη θυμήθηκα αυτήν την
ιστορία αρκετές
φορές έκτοτε, με διάφορες ευκαιρίες –και τώρα ξανά, χάρη στην έξαρση με την
Αμφίπολη.
Ας μην παρεξηγηθώ, δεν δυσανασχετώ με το
ενδιαφέρον per se, και σίγουρα το προτιμώ από εξάρσεις ενδιαφέροντος για άλλα,
λιγότερο ευγενή θέματα. Μα δεν μπορώ να μην σταθώ στον κύκλο της είδησης –το
περιεχόμενο, το «σερβίρισμα» και την πρόσλήψή της.
Ας πάρουμε τα πράγματα
από την αρχή.
Μεσούντος του καλοκαιριού, με τη μισή χώρα σε
άδεια, ο πρωθυπουργός αποφάσισε αίφνης ταξίδι-αστραπή στην Αμφίπολη, μετά
συνοδείας.
Τελειώνοντας στάθηκε μπροστά στις κάμερες με
πλατύ χαμόγελο, προδίκασε το θετικό αποτέλεσμα και σύστησε υπομονή με έναν
τρόπο που εύλογα πυροδότησε συζητήσεις.
Έκτοτε, πολύ πριν
αρχίσουν να έρχονται στο φως τα μοναδικά ευρήματα, η Αμφίπολη έγινε τόπος φορτισμένος,
πεδίο που γέννησε φαντασιώσεις.
Το «τι λες για την Αμφίπολη» έγινε ανάλογο των
κατά καιρούς εθνικών «κολλημάτων» με τις εκλογές και μεγάλα σκάνδαλα, οι φήμες
για τα περιεχόμενα του τάφου δίνουν και παίρνουν, η κάλυψη των αναγκών του
ρεπορτάζ έφτασε ως τις συνεντεύξεις από έμπειρους αρχαιοκάπηλους και οι
συζητήσεις για την ταυτότητα του νεκρού διεξάγονται με όρους στοιχήματος.
Θα το ξαναπώ. Αυτή η έξαρση
ενδιαφέροντος μου αρέσει, όσο και με διασκεδάζει. Συνδυάζει την αρχέγονη
περιέργεια με τη χαρά της ανακάλυψης, την προσπάθεια χειραγώγησης ενός κόσμου
που επιζητεί διακαώς θετικές ειδήσεις με κάποια σπαράγματα εθνικής περηφάνειας.
Έτσι ήταν πάντοτε, όπως δείχνει διαχρονικά η
μετάδοση ειδήσεων από το ανασκαφικό πεδίο –από την Ολυμπία του 1875 που γέννησε
το αρχαιολογικό ρεπορτάζ μέχρι σήμερα.
Ο κόσμος πάντα ζητά κάτι που καλύπτει την
περιέργεια (σπανιότερα τη δίψα για γνώση) και ενισχύει την αίσθηση της
ταυτότητας.
Συχνά ούτε γνωρίζει ούτε ενδιαφέρεται καν για
την ίδια την ανακάλυψη, μα σπεύδει να διεκδικήσει το θετικό που θεωρεί δικό του
και, υπό όρους, «χρωστούμενο» από την ιστορία, ακόμα κι αν μέχρι πρότινος το
αγνούσε ή το λοιδορούσε.
Και παρότι στην περίπτωση της Αμφίπολης η
ανακάλυψη έχει περιβληθεί εξ αρχής τον τύπο του reality show και προσαρμόζεται
στην ανάγκη της εποχής για τηλεοπτικό περιεχόμενο, η ουσία της πρόσληψης
παραμένει ίδια.
Από την άλλη, οι
ηγεσίες πάντα διεκδικούν μερίδιο κάθε επιτυχίας που μπορεί να λειτουργήσει
συγκολλητικά στο εθνικό ακροατήριο.
Ειδικότερα σήμερα, ζητείται επειγόντως μια καλή
είδηση από μια ομάδα που καίγεται να μεταδώσει κάτι θετικό και συσπειρωτικό -
κι ας μην είναι προϊόν ούτε δικών της εντολών, ούτε χειρισμών της.
Ο πολιτικός τακτικισμός και η εμφανέστατη
επιθυμία για κάτι καλό που μπορεί για λίγο ή πολύ να απομακρύνει το νου όλων
από τα καθημερινά δεν αναιρούν επ΄ουδενί τη σπουδαιότητα του μνημείου, ούτε τη
σημασία που ενδέχεται να έχει. Μόνο που πρέπει να θυμόμαστε πως οι ανακαλύψεις
δεν γίνονται ακολουθώντας εντολές άνωθεν, όπως ο αρχαιολογικός χρόνος δεν
ταυτίζεται με τον τηλεοπτικό –για την ακρίβεια ελάχιστη σχέση έχει μαζί του.
Επίσης, μέχρι να ενταθεί
ή να ξεφουσκώσει το γεγονός, ας σκεφτούμε πως πέρα από το για την ώρα πετυχημένο
αρχαιολογικό success story που εκτυλίσσεται μπροστά μας, υπάρχουν ζητήματα που
χρονίζουν και προβλήματα που σοβούν. Υπάρχουν περιοχές που τις λυμαίνονται οι
αρχαιοκάπηλοι -με τη γνώση και ανοχή των αρχών-, υπάρχουν μουσεία και
αρχαιολογικοί χώροι πρώτης γραμμής που βρίθουν προβλημάτων, υπάρχουν έργα που
υλοποιήθηκαν με γενναίες επιχορηγήσεις μα δεν άνοιξαν ποτέ στο κοινό.
Στη χώρα μας, όλες οι ηγεσίες κόπτονται στα
λόγια για τα μνημεία μα σπανίως αντικρύζουν με πράξεις τις εύηχες εξαγγελίες
τους.
Και ο πρωθυπουργός ίσως μαζί με τα πλατιά
χαμόγελα και τις σιβυλλικές ρήσεις θα έπρεπε να δώσει και άλλες, από καιρό
καθυστερημένες εντολές.
Αγγελική Κοσμοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου