8.10.14

Το Ποτάμι και εγώ, μέρος 2ο



Πριν από έξι μήνες εξηγούσα εδώ για ποιο λόγο όχι απλώς είδα εξ’ αρχής με μεγάλη συμπάθεια και έγινα ψηφοφόρος του Ποταμιού του Σταύρου Θεοδωράκη, αλλά πολύ περισσότερο, βούτηξα στα «νερά» του με τα μούτρα που λέει ο λόγος.




Κοινώς η συμμετοχή μου ήταν εξ’αρχής και παραμένει ενεργή.
Δεν θα έλεγα η περισσότερο ενεργή, υπάρχουν κι άλλοι που αφιερώνουν αρκετό περισσότερο χρόνο και ενέργεια, αλλά με βάση τον πραγματικό προσωπικό μου χρόνο μάλλον η περισσότερο ενεργή που θα μπορούσα…


Το κάνω συχνά αυτό, να ρίχνω πού και πού καμιά ματιά στο τί έγραφα μήνες ή και χρόνια πριν υπό το πρίσμα του τί ξέρω τώρα πια ότι μεσολάβησε.
Το ενδιαφέρον (και σπάνιο) με το συγκεκριμένο, πρώτο μου, άρθρο υπέρ του Ποταμιού είναι ότι θα μπορούσα να το γράψω σήμερα και να σταθεί αυτούσιο.
Αλλά αυτό που το κάνει αυτό ακόμα πιο ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είναι ότι οι 6 μήνες ενασχόλησής μου με το σπορ της συμμετοχής στα κοινά και μάλιστα σε ένα κόμμα, δεν ήταν ρόδινοι. Συχνά καθόλου.
Διάφορες απογοητεύσεις, όπως το περίμενα, καθώς πια έχω ζήσει αρκετά για να είμαι αρκετά υποψιασμένος, ήταν εκεί.
Ας τις πούμε κι αυτές, γιατί πρέπει να τα λέμε όλα. (Και) εκεί λοιπόν βρήκα (και παραμένουν και σίγουρα θα τους/τις/τα ξαναδούμε να εκδηλώνονται στο άμεσο και απώτερο μέλλον) οι/τα εξής:
- Φιλόδοξοι άνθρωποι χωρίς επαρκή αυτογνωσία που θα τους απέτρεπε να είναι τόσο φιλόδοξοι. Να διευκρινίσω ότι η φιλοδοξία δεν είναι κακό πράγμα, αρκεί να έχει έρεισμα στις πραγματικές δυνατότητες του φιλόδοξου και να συνάδει με την όρεξή του για δουλειά.
- Άλλους πάλι που έχουν κάθε δικαίωμα να είναι φιλόδοξοι αλλά δεν έχουν την επαρκή αυτογνωσία ότι το αξίζουν. Κάνοντας έτσι πίσω κι αφήνοντας το κενό να γεμίζει από κατώτερούς τους.
Κι άλλους που έχουν επίγνωση αλλά επειδή φοβούνται μην τους «κακοχαρακτηρίσουν» οι διάφοροι καλοθελητές να φορούν τη μάσκα του «καλού» παιδιού – μια μάσκα ανάξια οποιουδήποτε ανθρώπου με αξία.
- Εκείνους που θεωρούν ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ίσοι ντε και καλά. Άρα και εξ’ ορισμού στον κατώτατο παρονομαστή, εκεί που ανήκουν και οι ίδιοι αλλά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που διαθέτουν δεν τους επιτρέπει να το παραδεχτούν.
Το εκδηλώνουν κατά κανόνα μισώντας και υποσκάπτοντας οποιονδήποτε ξεχωρίζει.
- Τους αργόσχολους εκείνους που βρήκαν τρόπο να γεμίσουν το χρόνο τους. Και εν τέλει το βρήκαν τόσο διασκεδαστικό, ίσως και θεραπευτικό, που πίστεψαν στ’ αλήθεια ότι όλο αυτό είναι ένα παιχνίδι. Το δικό τους που δεν επιτρέπεται άλλοι, ιδίως νεοεισερχόμενοι, να το πειράζουν.
Αλλά και: Τα κουτσομπολιά, τις «μυστικές» συναντήσεις, τις κακιούλες.
Την πατροπαράδοτη ανοργανωσιά (σε τελική ανάλυση και εμείς Έλληνες είμαστε και ζούμε στην Ελλάδα).
Την τάση η παραπολιτική να σκεπάζει σε καταθλιπτικό βαθμό την κυρίως πολιτική (το σχόλιο για τους Έλληνες κλπ ισχύει και εδώ).
Τους πάσης φύσεως ακτιβιστές που νομίζουν ότι όχι μόνο ο ακτιβισμός είναι ταυτόσημος με την πολιτική αλλά και το αγλάισμα αυτής.
Είδα και «ποδηλάτες» (τί ακριβώς εννοώ μ’αυτό επιφυλάσσομαι για άλλη φορά, αν και οι τακτικοί αναγνώστες του Ορθογράφου έχουν μια καλή ιδέα).
Και ναι, είδα ακόμα και αγαναΧτιστές, παρόλο που εξ’αρχής ήταν φανερό πως το Ποτάμι φιλοδοξούσε να είναι ο αντίποδας της μίρλας και της μεμψιμοιρίας.
Να πω εδώ και κάτι που ΔΕΝ είδα: Δεν είδα δεκάρα τσακιστή από Μπόμπολα και άλλους διαπλεκόμενους.
Πώς το ξέρω αυτό; Μα δεν είδα δεκάρα τσακιστή γενικώς, αντιθέτως βαρέθηκα να πληρώνω.
Όπως και οι άλλοι που ασχολήθηκαν και ασχολούνται.
Κι ενώ όλες μας οι εκδηλώσεις στοιχίζουν ή μηδέν ή μερικές δεκάδες (οι πιο μεγάλες εκατοντάδες) ευρώ.
Οπότε ή ο Σταύρος τα κρατάει όλα για τον εαυτό του, ή όλοι εμείς είμαστε εντελώς χαζοί που δεν τα βλέπουμε.
Ή πολύ απλά όλα αυτά είναι άλλη μια ανόητη νεοελληνική θεωρία συνομωσίας. Που επειδή την πιστεύουν πολλοί ακόμα και κάποιοι κατά τα άλλα σοβαροί άνθρωποι, δεν την κάνει αληθινή.
Κι όμως, όλα αυτά δε με έκαναν να μετανιώσω που ασχολήθηκα.
Και θα ξανάγραφα, όπως είπα, ολόκληρο εκείνο το άρθρο με τον ίδιο ενθουσιασμό. Γιατί;
Διότι όλα αυτά δεν ήταν η όλη η μέχρι τώρα ιστορία του.
Δεν είναι ούτε το ότι πήρε στις ευρωεκλογές του 6.6%, δεν είναι τί έγραψε και γράφει στις πάσης φύσεως δημοσκοπήσεις, δεν είναι οι δηλώσεις του Σταύρου και η καταλυτική παρουσία του, δεν είναι αν θα συγκυβερνήσει και με ποιον στο μέλλον. Δεν είναι καν ότι πρόλαβε και έκανε ένα υποδειγματικό συνέδριο θέσεων, δεν είναι καν ότι στο μεταξύ κάποιοι έφυγαν και κάποιοι ήρθαν και κάποιοι σιγά-σιγά αναδεικνύονται. Άλλοι με φασαρία, άλλοι αθόρυβα.
Η μέχρι τώρα ιστορία του, αν θα έπρεπε να τη συνοψίσω με μία φράση θα περιγράφονταν ως εξής: Το Ποτάμι έφερε, κινητοποίησε και κινητοποιεί πολύ νέο κόσμο και πολλές νέες ιδέες στην πολιτική.
Αυτό μπορώ να σας το υπογράψω και με τα δύο χέρια και αφορά τόσο το λεγόμενο «ψηλό» επίπεδο, τους κοντά στην ηγεσία δηλαδή όσο και το λεγόμενο «χαμηλό», όλους εμάς στις τοπικές οργανώσεις.
Αν αυτό σας φαίνεται ασήμαντο και δεν είστε από εκείνους που μέχρι το 2009 ψηφίζατε «παραλία» και απ’ το 2010 και μετά απλώς αγαναΧτίσατε, τότε απλώς δεν έχετε επιχειρήσει ποτέ να προσεγγίσετε οποιοδήποτε από τα υπάρχοντα, παραδοσιακά ή μη κόμματα.
Εκεί όπου η επετηρίδα, ο νεποτισμός, η κολακεία, ο παραγοντισμός και άλλα πολλά είναι η δεύτερη φύση τους.
Κι αυτό στην καλύτερη περίπτωση…
Διότι στη χειρότερη πρόκειται για ομάδες φωνασκούντων και αγαναΖιστών γενικώς. Ή είστε ήδη «φτασμένα» μέλη (ή «μόνιμοι» ψηφοφόροι) τέτοιων οργανισμών και δεν αντιλαμβάνεστε πια πόσο σημαντικό είναι αυτό.
Παρεμπιπτόντως, να γιατί το Ποτάμι ακόμα και σήμερα δέχεται τις πιο πικρές επιθέσεις από τους συγκοινωνούντες με αυτό χώρους.
Γιατί παρά τα προβλήματά του κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνουν αυτοί. Ή έστω συγκριτικά, το κάνει καλύτερα.
Κλείνοντας λέω ότι κατ’ εμέ το Νο 1 και επείγον ζητούμενο για το Ποτάμι είναι όλο αυτό το δυναμικό που έχει πραγματικές δυνατότητες να ψηθεί γρήγορα, να βγει μπροστά και εν τέλει να εκφράσει κυρίως αυτό το Ποτάμι.
Να επικρατήσει έναντι των όποιων κακών φαινομένων εντός του και μετά, συγκυρίας βοηθούσης, να βάλει και το λιθαράκι του μπας και οικοδομηθεί κάτι στέρεο στην έρμη και εξωτική αυτή χώρα.
Παρέα με το Νο2 (κατ’ εμέ) πάντα ζητούμενο που είναι να εκφράζει δυνατά και με συνέπεια τη μεταρρυθμιστική φωνή στην Ελλάδα.
Μια φωνή που είναι καταδικασμένη να μην ακούγεται αλλά τώρα πια ξέρουμε όχι μόνο ότι υπάρχει, αλλά και ότι είναι μεγαλύτερη απ’ όσο φανταζόμασταν.
Το αν είναι αρκετά μεγάλη μένει να αποδειχτεί.
Δε θα πλήξουμε.
Αλλά πώς να πλήξεις όταν αυτή τη φορά δε βρίσκεσαι στον καναπέ;

Ο Παραβάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου