Τα
στερεότυπα περικλείουν πάντα σοβαρή δόση αλήθειας, γι’ αυτό και γίνονται
τέτοια.
Αλλά
επειδή ξέρουμε ότι ο καλύτερος τρόπος να πεις ψέματα είναι να μην πεις όλη την αλήθεια (ή να την πεις στο
περίπου), το αυτό ισχύει και με τη συντριπτική πλειοψηφία των στερεοτύπων.
Τα
οποία επιπροσθέτως έχουν το κακό ότι λέγονται με εντελώς καλή συνείδηση – αυτός
που τα επαναλαμβάνει θεωρώντας τα ως περίπου θέσφατα είναι βέβαιος πως δεν ψεύδεται.
Κι
αυτό καθιστά την αποδόμησή τους τιτάνιο, στα όρια του αδυνάτου, έργο…
Σήμερα
λοιπόν θα ξεκινήσω από ένα συγκεκριμένο κλισέ για να αποδείξω (και πέραν αυτού)
πώς και γιατί το δύσμοιρο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει καμία ελπίδα μεσο-βραχυπρόθεσμα
τουλάχιστον.
Γιατί
δηλαδή με μαθηματική ακρίβεια σε 5-10 χρόνια από σήμερα πάλι θα μιλάμε για
διαιτησίες, παράγκες, βία, μπράβους, χρέη, φυλακές και όλα αυτά τα όμορφα.
Το
θέαμα θα συνεχίσει να είναι από κακό ως κάκιστο, τα παιδιά μας θα συνεχίσουν να
γίνονται Ρεάλ, Μάντσεστερ Σίτυ, Μπάγερν αντί να γίνουν Ολυμπιακός, Ηρακλής, ΟΦΗ
ή Πλατανιάς.
Κι
αν καταφέρουμε να το αποτρέψουμε αυτό, θα μας μισούν ενδόμυχα και θα έχουν και δίκιο.
Λέει
λοιπόν το στερεότυπο: Το (ελληνικό) ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της
(ελληνικής) κοινωνίας.
Θα
ήταν, αν πράγματι ασχολούνταν μαζί του ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της.
Είναι
όμως αντιπροσωπευτικό;
Μάνι-μάνι,
με λίγες εξαιρέσεις (και σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται όσες κάνουν χάζι για
άλλους λόγους) έχουμε βγάλει έξω το σύνολο σχεδόν του γυναικείου πληθυσμού.
Μένουμε με τον αντρικό σε πρώτη φάση.
Ας
κοιτάξουμε λίγο καλύτερα, ποιοι ακριβώς ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και δη το
ελληνικό όπως είναι σήμερα;
Είναι
γενικά άνθρωποι ανωτέρου (πνευματικού) επιπέδου, μετρίου, κατωτέρου; Όποιος δεν
απαντήσει το τελευταίο ή είναι τυφλός ή εθελοτυφλεί – ξαναλέω, ειδικά στην
Ελλάδα.
Και
εσύ; Γιατί ασχολείσαι;
Παραδέχεσαι
ότι είσαι βλάκας ή μας παριστάνεις τον ηρωικό πεφωτισμένο σε μια στρατιά
ηλιθίων;
Είναι
η προφανής ερώτηση που θα μπορούσε να μου απευθύνει κάποιος.
Απαντώ:
Ασχολούμαι επειδή μ’ ευχαριστεί. Τόσο απλά.
Επειδή
έχω υπέροχες αναμνήσεις από τα γήπεδα, στη δική μου περίπτωση κυρίως από το
Καυτανζόγλειο, τον Βάσια, και την παρέα του.
Επειδή
γνώρισα κι άλλους σαν εμένα και πολλοί έγιναν κολλητοί φίλοι μου έχοντας μεταξύ
άλλων και κοινά βιώματα.
Ναι,
ακόμα και σε φασαρίες – οι δεσμοί σφυρηλατούνται στα δύσκολα αν δεν το ξέρετε
ήδη.
Επειδή
το ποδόσφαιρο μου επιτρέπει να εκδηλώσω την καφρίλα μου με ελάχιστα βλαβερό για
τον περίγυρό μου τρόπο, αλλιώς θα την εκδήλωνα π.χ. στη δουλειά μου, στην όποια
πολιτική μου δράση κι αυτό θα ήταν πολύ χειρότερο.
Κι
αν θέλετε να το βαφτίσετε ελάττωμα, βαφτίστε το. Και το τσιγάρο είναι ελάττωμα,
και το ποτό και πολλές άλλες καταχρήσεις αλλά ζωή χωρίς κάποιες έστω καταχρήσεις είναι αβίωτη.
Να
μην τα πολυλογούμε, το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης ενός μεγάλου
μέρους της ελληνικής κοινωνίας.
Αποτελούμενο
από άτομα κυρίως χαμηλού πνευματικού
επιπέδου, στο σύνολό τους σχεδόν (κι ανεξαρτήτως μυαλού) οπαδικά παθιασμένα και
φανατισμένα.
Α,
υπάρχουν ίσως κι αυτοί που τους αρέσει απλώς το άθλημα.
Αυτοί
όμως, είπαμε, δεν παρακολουθούν ελληνικό πρωτάθλημα κι αν το κάνουν το κάνουν
από συνήθεια.
Ένα
το κρατούμενο λοιπόν, αυτό είμαστε το κοινό του, αυτό είναι το ποδόσφαιρο που
δικαιούμαστε.
Πόσοι
δεν ηδονίζονται π.χ. όταν η προεδράρα της ομαδάρας τους βάζει» χοντρά λεφτά
στην ομάδα για την κάνει τιτανοτεράστια (να’ούμε-ξέρω γω);
Δε
λέμε «χαρίζει» διότι κατά βάθος έχουμε
υπόψη μας ότι κανείς δεν έφυγε φτωχότερος απ’ όσο ήταν όταν μπήκε, αλλά το
υπονοούμε.
Λίγοι
μήπως ηδονίζονται όταν ο διαιτητής κατασφάζει τον αντίπαλο χάριν της ομαδάρας
τους πάλι;
Διότι
μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι άνθρωποι νοήμονες κατά τα άλλα δεν είναι
ικανοί να δουν τα προφανή, εκτός αν είναι τόσο (μα τόσο) φανατισμένοι.
Για
να μην πω για τον πάτο της ξεφτίλας που
είναι να ηδονιζόμαστε όταν ο δικός μας πρόεδρος είναι ένας σούπερ φυλακόβιος με
ειδικότητα στους ξυλοδαρμούς, τις απαγωγές, τους εκβιασμούς και όλα τα σχετικά.
Είναι
«μάγκας» λέμε και κορδωνόμαστε.
«Και
οι άλλοι τα ίδια κάνουν» προσθέτουμε μετά για να δικαιολογηθούμε.
Και
μετά τον ψηφίζουμε και για δήμαρχο άμα λάχει να’ ουμ…
Με
τέτοιο κοινό (για τους διοικούντες τα είπα ήδη) δεν προκαλεί καμία έκπληξη που
όποτε το ελληνικό ποδόσφαιρο αγγίζει για άλλη μια φορά (και μέχρι την επόμενη) τον
πάτο, το 99,9% των προτάσεων για την «εξυγίανσή» του είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Όλες
(μα όλες) οι προτεινόμενες λύσεις στην καλύτερη περίπτωση αγγίζουν μόνο μέρος
των συμπτωμάτων της αρρώστιας.
Αλλαγές
στη (διοίκηση) της διαιτησίας, «ρυθμίσεις» χρεών, απαίτηση για καθαρά ποινικά
μητρώα κλπ.
Πιο
συχνά τα χειροτερεύουν: «Δρακόντειοι» νόμοι κατά της βίας (που το πολύ πολύ να
καταστρέψουν τη ζωή κανενός πιτσιρικά), κυβερνητικές παρεμβάσεις, κόμματα, και
όλο το κακό συναπάντημα.
Και
πού και πού «ελπίδες» γεννιούνται υποτίθεται από τη συνεννόηση μεγαλοπαραγόντων
που θα καταλάβουν λέει, το κοινό τους συμφέρον, και θα συνεργαστούν για το
γενικότερο καλό.
Οποία
αφέλεια: Είναι υπερβολικά φανερό ότι παρά το όποιο κοινωνικό στάτους των εν
λόγω δεν πρόκειται τελικά παρά για μία ομάδα αποτελούμενη από διαπλεκόμενους
που μέσω του ποδοσφαίρου εκβιάζουν για κάτι
άλλο, κοινούς γκάγκστερ αλλά και πλουσιόπαιδες που ο μπαμπάς τους δεν τους
πήρε αρκετά ποδοσφαιράκια όταν ήταν μικροί και το κάνουν από μόνοι τους τώρα με
πραγματικούς ανθρώπους.
Κι
από κοντά οι αθλητικογράφοι, σπανίας αντικειμενικότητας, που το 99,9% δεν
προσπαθεί καν να κρύψει τον οπαδισμό και τις παρωπίδες του – αντιθέτως, οι πιο
πολλοί τον διαφημίζουν.
Δίκιο
έχουν. Έτσι βγαίνει το ψωμί, αφού!
Λύση;
Απλή και δεν θα έχουμε ανακλύψει τον τροχό.
Λέγεται
«κάντο όπως όλος ο κόσμος με ανεπτυγμένα πρωταθλήματα».
Με
δυο λόγια: Απόλυτος και στυγνός επαγγελματισμός
και αυτό ήταν.
Κάθε
επαγγελματική ομάδα μια ανώνυμη εταιρία (είναι, ούτως ή άλλως, απλώς «ξεχνάμε»
να τις ελέγχουμε καθημερινά – άλλο μέγα και αποδεκτό απ’ το λαό σκάνδαλο) με μόνη υποχρέωση να έχει κάθε χρόνο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό.
Τα
έσοδα να είναι παραπάνω από τα έξοδα.
Δεν
το πέτυχες; Ένα χρόνο περίοδο χάριτος το πολύ, μετά άντε γεια και να μας
γράφεις και έλα ξανά (αν τα καταφέρεις) σε καμιά τριετία.
Όλα
θα πάρουν το δρόμο τους σχεδόν από μόνα τους: Κυνήγι περισσότερων εσόδων
σημαίνει πολύ απλά περισσότεροι πελάτες.
Άρα
καλύτερα τηλεοπτικά, καλύτερες χορηγίες, περισσότερες πωλήσεις στις μπουτίκ.
Και περισσότεροι πελάτες δεν πρόκειται να έρθουν όσο το προϊόν δεν είναι καλύτερο. Καλύτερο σημαίνει χωρίς
μπράβους, χωρίς βία γενικώς, χωρίς εξευτελισμό των κανόνων του παιχνιδιού.
Σημαίνει
ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου οι διαφορές δυναμικότητας θα είναι μικρές.
Σημαίνει
πάνω απ’ όλα, ότι είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε ότι μπορεί να πάρουμε κάνα
κυπελλάκι λιγότερο προκειμένου να κονομήσει
η ομάδα μας (βλ. και αυτό: εδώ).
Ναι
αγαπητά συναρρωστάκια μου, τίποτα δεν είναι πιο καθαρτικό από το κυνήγι της
κονόμας.
Της
νόμιμης κονόμας.
Όχι αυτής που προέρχεται από τις
υπερτιμολογήσεις μεταγραφών (τα γνωστά «σαπάκια»), το στοιχηματισμό, τις
παράλληλες δουλειές και τα ξεπλύματα βρώμικου χρήματος.
Το
θέμα είναι, είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε στις αθλητικές φυλλάδες ότι ο πρόεδρός
μας προσέλαβε τον Χ τσάκαλο διευθύνοντα σύμβουλο με ένα σεβαστό ποσό ως μισθό;
Και
ότι στο τέλος της σαιζόν έβγαλε ως μεγαλομέτοχος ένα ακόμα πιο σεβαστό ποσό ως
κέρδος, αφού, εννοείται, πλήρωσε πρώτα τους πάντες, ιδιώτες και κράτος;
Είμαι
σίγουρος πως όχι.
Γι’
αυτό και θα συνεχίσουμε μέχρι νεωτέρας όλοι μαζί να ζούμε τη μέρα της μαρμότας
στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Παραβάτης
ΥΓ: Ο πυρήνας αυτής της
τελευταίας σκέψης, η πατρότητά του δηλαδή, δεν είναι δική μου.
Το
έγραφε και τον ξαναέγραφε επί δεκαετίες ο Καραγιαννίδης, ιδρυτής και εκδότης
του «Φιλάθλου» - ενδεχομένως και άλλοι,
αλλά εγώ αυτόν έχω υπόψη μου.
Το
πόσους έπεισε το βλέπουμε – δεν έχω αμφιβολίες για τους πόσους θα πείσει κι
αυτό το ένα (1) αρθράκι ενός άγνωστου και ταπεινού ανθυπομπλόγκερ.
Αλλά
δε χάνει κανείς τίποτα να προσπαθεί, έτσι δεν είναι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου