Το κρύο μου πιρούνιαζε το κόκκαλο, έμπαινε λες
από τα ρουθούνια και από τα αυτιά και από το κενό στους καρπούς και από τους
πόρους του δέρματος και διαχεόταν στο απομέσα μου και μου πάγωνε το είναι.
Βεβαίως, μπορεί να μην έφταιγε το κρύο. Είναι
κάτι που παθαίνω όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε πάρα πολλούς ανθρώπους.
Την περασμένη Τετάρτη συγκεντρώθηκε πλήθος στο
Σύνταγμα, ένα πλήθος μεγάλο, σιωπηλό, αξιοπρεπές και φιλήσυχο.
Είχε μαζευτεί για να διαδηλώσει χωρίς συνθήματα,
μόνο με την παρουσία του, υπέρ της κυβέρνησης, κατά των κακών ξένων, και για
διάφορα επιμέρους αιτήματα τα οποία, όπως γίνεται συνήθως μ’ αυτά τα πράγματα,
δεν τα μοιράζονταν όλοι απολύτως.
Δεν υπήρχαν ΜΑΤ. Δεν υπήρχαν κάγκελα μπροστά στη
βουλή, δακρυγόνα, άνθρωποι που σπάνε τα μάρμαρα της πλατείας, αστυνομικοί που
ψεκάζουν τις μούρες διαδηλωτριών…
Επίσης, δεν υπήρχαν ούτε ντουντούκες, ούτε
κρεμάλες, ούτε βρισίδια, ούτε καν κατά της Μέρκελ.
Τα πανό και τα πλακάτ ήταν ελάχιστα, και
έμοιαζαν ερασιτεχνικά και αυτοσχέδια. Μερικά από τα μηνύματα ήταν γραμμένα σε
ξένες γλώσσες.
Μια κυρία με ασημένια μαλλιά, καλοβαλμένη και
γλυκύτατη, στεκόταν κοντά στο δυτικό χρωματιστό καταρράκτη και κράταγε ένα
πλακάτ που έγραφε, προφανώς απευθυνόμενη στο Eurogroup: “WE DO NOT CHEW”.
Οι περισσότεροι ήταν μέσης ή μεγάλης ηλικίας
άνθρωποι. Όπως και το 2011, στην πλατεία των Αγανακτισμένων έβλεπες κυρίως
ανθρώπους που συνήθως δεν πάνε σε διαδηλώσεις. Και στα πρόσωπά τους τώρα έβλεπα
λιγότερο θυμό, κάτι που δεν περίμενα.
Έμοιαζαν ήρεμοι. Μίλησα με μερικούς από αυτούς
και η ποικιλομορφία τους έγινε περισσοτερο εμφανής.
Υπήρχαν νεαροί που είχαν πάει “για να δούνε
πόσος κόσμος θα έρθει”, νεαρές που δεν
ήξεραν ακριβώς για ποιο λόγο γίνεται η διαπραγμάτευση στο Eurogroup,
ηλικιωμένοι που μπορούσαν να επαναλάβουν αυτούσια την προεκλογική ρητορική του
ΣΥΡΙΖΑ περί χρέους (και οι οποίοι με διαβεβαίωναν συνωμοτικά ότι, παρ’ όλο που
η κυβέρνηση δεν το λέει, θα πληρώσει το χρέος στις Σλοβακίες και τις Σλοβενίες,
τις χώρες όπου η μέση σύνταξη είναι το 1/8 της σύνταξης των εν λόγω, ολόκληρο)
και, βεβαίως, οπαδοί της δραχμής.
Οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση
να αναλογιστούν καν την πιθανότητα να μας πουν οι εταίροι όχι.
Μια 60χρονή κυρία μου είπε πως μια χαρά θα
είμαστε με τη δραχμή, απλά έχουνε τρομάξει τον κόσμο τα μεγάλα συμφέροντα. Δεν
ήξερε να μου πει το γιατί, δεδομένου μάλιστα ότι τα μεγάλα συμφέροντα έχουν τα
λεφτά τους σε ευρώ στην Ελβετία.
Όλοι, πάντως, είχαν πάει εκεί επειδή δεν
αντέχουν άλλο να ζουν έτσι, νιώθουν πολύ έντονα αρνητικά συναισθήματα για την
κατάσταση της χώρας τους και, κυρίως, “για να στηρίξουν την Ελλάδα”.
Οι μόνες σημαίες που υπήρχαν ήταν σημαίες της
Ελλάδας.
Η συγκέντρωση των αγανακτισμένων 2.0 ήταν σα μια
σεμνή και αξιοπρεπής γιορτή αφηρημένου πατριωτισμού.
Πώς μπορούν να είναι εκεί, αλληλέγγυοι και
πιστοί σε μιαν αλήθεια, ή, έστω, σε παρόμοιες, εν μέρει αλληλοεπικαλυπτόμενες
αλήθειες; Ζήλεψα την απλότητα αυτής της ταπεινής συνεύρεσης σε μια παγωμένη
πλατεία, ήταν κάτι που από μακριά έμοιαζε με κοινωνικό κεφάλαιο, κάτι που δεν
πιστεύω ότι στην κοινωνία μας υπάρχει.
Στην κοινωνία μας οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνεννοηθούν
μεταξύ τους ούτε σε επιπεδο πολυκατοικίας. Συμπεριφέρονται στους κοινόχρηστους
χώρους της πόλης τους σα χωματερές, αψηφούν και ευτελίζουν οτιδήποτε το κοινό.
Αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέλη ομάδας μόνο όταν πρόκειται για κλαδικές
διεκδικήσεις, την οικογενειακή μονάδα ή το ποδόσφαιρο.
Οπότε τι έκαναν όλοι αυτοί στο Σύνταγμα μέσα
στην παγωνιά; Το 2011 ήταν εμφανής ο συνδετικός ιστός, ήταν η οργή. Το χολερικό
μίσος συνέδεε το πάνω και το κάτω Σύνταγμα, και το μίσος, όπως γίνεται συνήθως,
πολύ γρήγορα κομματικοποιήθηκε.
Το 2015, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει μίσος.
Ποιος είναι ο συνδετικός ιστός τώρα; Είναι η πασιφανής κοινή ιδεολογική
ταυτότητα των συγκεντρωμένων;
Από ό,τι καταλαβαίνω, είναι περισσότερο η
(παράλογη, απονενοημένη) ελπίδα.
Η ηθελημένη ή ακούσια επιλογή της πίστης σε κάτι
συγκεκριμένο (ένα κόμμα, έναν άνθρωπο, μια ιδέα) με σχεδόν θρησκευτικό ζήλο,
ελλείψει εναλλακτικής.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να συμμετάσχω και να
συμμεριστώ, αν και θα το ήθελα. Πολύ ωραία θα ήτανε, να νιώθω κι εγώ ένας από
αυτούς, μαζί.
Την παράλογη ελπίδα, όμως, δε μπορώ να την
ενστερνιστώ, δεν μπορώ καν να την αναγνωρίσω ως placebo.
Σχεδόν όλα
όσα μου είπαν άνθρωποι που μου μίλησαν στο Σύνταγμα ήταν λανθασμένα. Το να
είσαι αγανακτισμένος δε σημαίνει ότι έχεις αυτομάτως δίκιο. Δεν ξέρουν καλά τι
συμβαίνει στη χώρα και στον κόσμο τους, έχουν επιλέξει να πιστεύουν κάποια
πράγματα όπως κάποιος επιλέγει να πιστέψει οποιοδήποτε δόγμα.
Το μόνο για το οποίο ειναι απολύτως αληθινοί,
όμως, είναι τα συναισθήματα. Την αφουγκράζεσαι την απόγνωση, είναι ειλικρινής,
ακόμα κι αν πηγάζει από το ότι της 56χρονης της μείωσαν τη σύνταξη από τα 1800
ευρώ στα 1250.
Τη χρειάζονται την ελπίδα, τη λαχταράνε. Παρ’
όλο που είμαστε από τις περισσότερες απόψεις πιθανότατα εξίσου δυστυχισμένοι,
μοιάζουν να την έχουν ανάγκη πολύ περισσότερο από εμένα.
Το πρόβλημα με την παράλογη ελπίδα ως συνδετικό
ιστό, είναι το ότι δεν είναι αρκετά ισχυρός, και δεν μπορεί να κρατήσει για
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ό,τι κι αν γίνει με το Eurogroup, ό,τι κι αν
αποφασιστεί για το “αριστερό” μνημόνιο-γέφυρα, ό,τι κι αν γίνει μετά, η χώρα
εξακολουθεί να είναι χαλασμένη. Δεν υπάρχει τίποτε που να υποδεικνύει ότι
ετούτη η κυβέρνηση, βγαλμένη από το ύφασμα της χαλασμένης χώρας, έστω κι από το
πιο παραμελημένο -και άπειρο- κομμάτι του, μπορεί να κάνει τις ραγδαίες
μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται σε ολόκληρο το θεσμικό και παραγωγικό υπόδειγμα
της χώρας, ή έστω να τη φτιάξει καλύτερα από τους προηγούμενους.
Και ετούτη η ελπίδα, όπως όλες οι προηγούμενες
(για παράδειγμα, του ’81), θα διαψευστεί. Και, ούτως ή άλλως, η ελπίδα ως
συνδετικός ιστός δεν αρκεί για να αλλάξει την κοινωνία. Ποτέ δεν αρκούσε.
Πολύ πριν τις αποφάσεις του Eurogroup και πριν
δυναμώσει λιγάκι το νωχελικό χιόνι, οι άνθρωποι στο Σύνταγμα, από τον κύριο με
τα δάνεια της Σλοβακίας μέχρι την κυρία με τη δραχμή και από την άλλη με το
πλακάτ “δε μασάμε” στα εγγλέζικα μέχρι εμένα, όλοι γυρίσαμε στα σπίτια μας.
Και οι περισσότεροι επιστρέψαμε σε πολυκατοικίες
χωρίς θέρμανση, καθώς ούτε φέτος μπόρεσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους οι
ένοικοι για το πετρέλαιο.
Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου