31.3.15

Περί των επιπτώσεων ενός φόρου "λίπους"



Φημολογούνταν πως στη λίστα μέτρων που πρότεινε η Κυβέρνηση στα πλαίσια της διαπραγμάτευσής της με τους Θεσμούς περιλαμβάνονταν και ένας φόρος «λίπους» (fat tax) ο οποίος αφορά την φορολογική επιβάρυνση τροφών χαμηλής θρεπτικής αξίας και υψηλής περιεκτικότητας σε συστατικά που αποδεδειγμένα αποτελούν στοιχεία κακής διατροφής.

Ο συγκεκριμένος φόρος παρουσιάζεται ως ένας ακόμα φόρος με εισπρακτικό χαρακτήρα, παρ’ όλα αυτά η φιλοσοφία του εξ ορισμού δεν είναι εισπρακτική, αλλά αποτρεπτική. Ο φόρος αυτός δεν έχει σκοπό τα έσοδα, αλλά την καλυτέρευση των διατροφικών συνηθειών των πολιτών, και αυτό στη θεωρία. Η μόνη ουσιαστική αναμενόμενη οικονομική ωφέλεια έγκειται στην μείωση των ιατροφαρμακευτικών δαπανών για την αντιμετώπιση ασθενειών που οφείλονται στην κακή διατροφή, σε βάθος ακόμα και δεκαετιών. 

Επισημαίνουμε τον όρο «στη θεωρία», γιατί πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των νόμων αυτού του είδους («Food taxes and their impact on competitiveness in the agri-food sector, a study», έκδοση 16/07/2014, τελευταία ενημέρωση 19/12/2014) αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα τέτοιων νομοθεσιών ως προς την αποτροπή της κατανάλωσης των στοχευόμενων συστατικών, όπως και γενικότερα την υιοθέτηση καλύτερων διατροφικών συνηθειών. Ενώ καταγράφεται γενικότερα μια ελαφρά μείωση στην κατανάλωση, η έρευνα δείχνει πως απλώς οι καταναλωτές στρέφονται σε παρόμοιας σύστασης προϊόντα χαμηλότερης τιμής, πιθανώς και χαμηλότερης ποιότητας. 

Τα ευρήματα όμως της έρευνας αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα είναι μάλλον αποθαρρυντικά, αφού υπάρχουν ενδείξεις βλαβερής επίπτωσης στην ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έναντι των μεγαλύτερων και με ευρύτερα δυνατά περιθώρια κέρδους και μείωσης κόστους. Οι επιπτώσεις μπορούν να φτάσουν μέχρι και τον παραγωγό του αγροτοκτηνοτροφικού τομέα, ενώ εγείρονται θέματα ακόμα και παραβίασης Ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού, όπως στο παράδειγμα της Δανίας που κατάργησε σε σύντομο χρονικό διάστημα αντίστοιχο φόρο ο οποίος πρακτικά λειτουργούσε ως έμμεση ενίσχυση των επιχειρήσεων που δεν ενέπιπταν σε αυτόν. Επιπροσθέτως, υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις αναφορικά με τις επιπτώσεις στο διακρατικό εμπόριο, ειδικά ανάμεσα σε όμορες περιοχές. 

Τέλος, υπάρχουν μελέτες αναφορικά με την παχυσαρκία και την υγιεινή διατροφή, οι οποίες θεωρούν πως η αντιμετώπιση της κακής διατροφής είναι περίπλοκο και πολυδιάστατο θέμα, το οποίο αντιμετωπίζεται κυρίως μέσα από την διαπαιδαγώγηση και την υιοθέτηση υγιεινών πρακτικών από το σπίτι (McKinsey Global Institute, «How the world could better fight obesity», Νοέμβριος 2014). 

Σε ότι αφορά την Ελλάδα, και ειδικότερα την Μακεδονία και την Θράκη, βλέπουμε πως δημιουργείται σειρά κινδύνων. Πρώτον, στην ευρύτερη περιοχή της Βορείου Ελλάδος δραστηριοποιούνται βιομηχανίες και βιοτεχνίες παραγωγής τροφίμων που θα μπορούσαν να βρεθούν υπό το καθεστώς του συγκεκριμένου φόρου στο σύνολο σχεδόν των προϊόντων τους, χωρίς απαραίτητα αυτά να θεωρούνται "κακής ποιότητας". Επιπροσθέτως, η εγγύτητα με την FYROM, την Βουλγαρία και την Τουρκία θα μπορούσε να δημιουργήσει επιπλέον πίεση στην ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να τεθούν σε κίνδυνο χιλιάδες θέσεις εργασίας. Δεύτερον, σε μια εποχή όπου η Ελληνική Οικογένεια εξαναγκάζεται λόγω οικονομικής δυσχέρειας να καταφύγει σε φθηνότερα προϊόντα τροφίμων, ένας τέτοιος φόρος ενέχει τον κίνδυνο της περαιτέρω μείωσης της μέσης ποιότητας της διατροφής των Ελλήνων χαμηλότερων εισοδηματικών επιπέδων. Και όλα αυτά για έναν φόρο που όχι μόνο δεν είναι σίγουρο πως θα αποδώσει ικανοποιητικά έσοδα, αλλά πιθανώς να επιβαρύνει με επιπλέον διοικητικά έξοδα το κράτος και τις επιχειρήσεις.

Κλείνοντας, επειδή στις μέρες μας πρέπει να αναφέρονται και τα αυτονόητα, φυσικά και τέτοιου είδους φόροι δεν αναφέρονται επ' ουδενί στο ήδη συσσωρευμένο σωματικό λίπος των υπόλογων φορολογούμενων (ειδάλλως ο υπογράφων θα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα).

Δημήτριος Κ. Ζωτος, DiplEng

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου