Περσινό, αλλά επίκαιρο...
Οπαδός ενός ιδιότυπου
επαρχιωτισμού, χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική του δύναμη για να τον προπαγανδίσει.
Πολιτικά αδαής, μονολιθικός, ναΐφ, αντιευρωπαίος, ο Λάκης Λαζόπουλος υπήρξε και
παραμένει ένας δογματικός. Ισχύς του, η λήθη – κι ας έχει, κατά καιρούς,
επικαλεσθεί στις τηλεοπτικές του εκπομπές τη διαπλαστική ισχύ της ιστορίας.
Χάρη στη λήθη μπορεί να σκεπάζει όχι μόνο τις καλλιτεχνικές του αστοχίες όσο,
κυρίως, τις επιλογές του στη ζωή του και στην πολιτική.
Πριν από καιρό, με πήρε στο τηλέφωνο ένα φιλικό
μου πρόσωπο. Είχα καιρό να ακούσω νέα του, χάρηκα με τη συνομιλία μας, δώσαμε
υποσχέσεις να συναντηθούμε σύντομα από κοντά και, πριν κλείσουμε τη συνομιλία
μας, με ρώτησε ποιος με έβαλε να γράψω ένα αρνητικό κείμενο για τον Λάκη
Λαζόπουλο –κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα όπου εργάζομαι[1]. Ξαφνιάστηκα,
διότι το φιλικό μου αυτό πρόσωπο ξέρει καλά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να με
βάλει κανείς να γράψω οτιδήποτε επί παραγγελία ενώ, αν είχε διαβάσει καλά το
επίμαχο κείμενο, θα είχε διαγνώσει ότι είναι υπαγορευμένο από μια βαθιά ανάγκη
ξεκαθαρίσματος των πραγμάτων – και όταν έχω αυτή την ανάγκη μπορώ να βάζω τη
διασκέδαση πάνω κι απ’ τη δουλειά. Και για μένα, το κείμενο εκείνο ήταν
διασκέδαση…
Στην ίδια συνομιλία, μου επισημάνθηκε ότι και
άλλα επικριτικά κείμενα είχαν γραφεί στην ίδια εφημερίδα για τον Λαζόπουλο,
πράγμα που μοιάζει με ενορχηστρωμένη επίθεση. Απάντησα ότι δεν υπάρχει πιο
φυσικό πράγμα, να ενοχλούνται περισσότερο του ενός αρθρογράφοι ή κριτικοί από
τις επιδόσεις του τηλαυγούς αστέρος κι ότι, όταν κάποιος ενοχλείται από τη
δημόσια συμπεριφορά ή, περισσότερο, από το έργο ενός καλλιτέχνη που εκφράζεται
από το μαζικότερο μέσο των ημερών, την τηλεόραση, είναι φυσικό να θέλει να
εκφράσει δημόσια την ενόχλησή του ή, ακόμα περισσότερο, να εξηγήσει τους λόγους
αυτής της ενόχλησης. Αναρωτήθηκα επίσης πώς είναι δυνατόν ένας καλλιτέχνης που
χρησιμοποιεί τη φόρμα της τηλεοπτικής επιθεώρησης και αφοριστικά συνήθως
περιλούζει πολιτικά και τηλεοπτικά πρόσωπα να θεωρεί ότι ο ίδιος θα βρίσκεται
εσαεί εκτός κριτικής[2].
Εκτός αν πιστεύει ότι αρκεί να μιλάς στο όνομα του λαού για να καταξιωθείς – διότι, ώς τώρα, έτσι κάνει, μιλάει στο όνομα του λαού. Είναι ασφαλής τρόπος αν κολακεύεις αδαείς, πρόσωπα που μαγεύονται από τη δημόσια φήμη σου, από την επιρροή σου, από τη διασημότητά σου. Αλλά, ως γνωστόν, τηλεόραση βλέπουν και άλλοι, που δεν αρκούνται στην επιφανειακή ανάγνωση των θεμάτων, στις κραυγές, στο ανακάτεμα της σοβαρής πλευράς της ζωής με την επιπόλαιη του τηλεοπτικού trash και της κοινοτοπίας. Κι αλίμονό τους, κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί, για να διαπιστώσουν την ταυτότητα της κριτικής ενός πολιτικού-σατιρικού σόου, όπως θέλει να είναι το Αλ-Τσαντίρι News, να δουν ολόκληρη μια εκπομπή του Λαζόπουλου. Αν σε αυτές τις περιπτώσεις η δουλειά δεν ήταν διασκέδαση, οι εργοδότες θα έπρεπε να πληρώνουν επίδομα βαρέος και ανθυγιεινού στον ταλαίπωρο που υφίσταται αυτή τη δοκιμασία.
Προσωπικώς, πάντως, δεν υπάρχει θέμα. Ακόμα κι αν χρειάζεται το απόθεμα μαζοχισμού που μου έχει απομείνει, συνεχίζω να θεωρώ ένα κομμάτι της δουλειάς διασκέδαση. Γι’ αυτό και η προσπάθεια ανάλυσης που ακολουθεί – έστω κι αν χρειάστηκε να ξαναφρεσκάρω, στο γρήγορο, μερικές παλιότερες εκπομπές του Λαζόπουλου, που τις έχω σε DVD, προσφορά του Ελεύθερου Τύπου της Γιάννας Αγγελοπούλου – και, το χειρότερο, να παρακολουθήσω ολόκληρη μια πρόσφατη εκπομπή του, αυτή της Τρίτης 5 Οκτωβρίου, πράγμα που υπό κανονικές συνθήκες για έναν κανονικό θεατή είναι αφόρητο.
Εκτός αν πιστεύει ότι αρκεί να μιλάς στο όνομα του λαού για να καταξιωθείς – διότι, ώς τώρα, έτσι κάνει, μιλάει στο όνομα του λαού. Είναι ασφαλής τρόπος αν κολακεύεις αδαείς, πρόσωπα που μαγεύονται από τη δημόσια φήμη σου, από την επιρροή σου, από τη διασημότητά σου. Αλλά, ως γνωστόν, τηλεόραση βλέπουν και άλλοι, που δεν αρκούνται στην επιφανειακή ανάγνωση των θεμάτων, στις κραυγές, στο ανακάτεμα της σοβαρής πλευράς της ζωής με την επιπόλαιη του τηλεοπτικού trash και της κοινοτοπίας. Κι αλίμονό τους, κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί, για να διαπιστώσουν την ταυτότητα της κριτικής ενός πολιτικού-σατιρικού σόου, όπως θέλει να είναι το Αλ-Τσαντίρι News, να δουν ολόκληρη μια εκπομπή του Λαζόπουλου. Αν σε αυτές τις περιπτώσεις η δουλειά δεν ήταν διασκέδαση, οι εργοδότες θα έπρεπε να πληρώνουν επίδομα βαρέος και ανθυγιεινού στον ταλαίπωρο που υφίσταται αυτή τη δοκιμασία.
Προσωπικώς, πάντως, δεν υπάρχει θέμα. Ακόμα κι αν χρειάζεται το απόθεμα μαζοχισμού που μου έχει απομείνει, συνεχίζω να θεωρώ ένα κομμάτι της δουλειάς διασκέδαση. Γι’ αυτό και η προσπάθεια ανάλυσης που ακολουθεί – έστω κι αν χρειάστηκε να ξαναφρεσκάρω, στο γρήγορο, μερικές παλιότερες εκπομπές του Λαζόπουλου, που τις έχω σε DVD, προσφορά του Ελεύθερου Τύπου της Γιάννας Αγγελοπούλου – και, το χειρότερο, να παρακολουθήσω ολόκληρη μια πρόσφατη εκπομπή του, αυτή της Τρίτης 5 Οκτωβρίου, πράγμα που υπό κανονικές συνθήκες για έναν κανονικό θεατή είναι αφόρητο.
«ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΑΤΟΧΗ»
Η επίσημη πρεμιέρα της εκπομπής του Λαζόπουλου, που επέστρεψε και φέτος στο τηλεοπτικό κανάλι Alpha, έγινε την Τρίτη, 28 Σεπτεμβρίου. Εκεί, μεταξύ άλλων, υπερασπίστηκε και την κοινωνική ομάδα των ιδιοκτητών φορτηγών Δ.Χ., που συγκρουόταν εκείνο το διάστημα με την κυβέρνηση. Οι φορτηγατζήδες αρνούνταν να δεχτούν την επιβεβλημένη από τα πράγματα μεταρρύθμιση του «ανοίγματος» του επαγγέλματός τους (όμοια με άλλα επαγγέλματα που η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για το άνοιγμά τους στο Μνημόνιο που υπέγραψε με την «τρόικα», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), ήθελαν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την εργασιακή προστασία που θα ισοδυναμούσε με τη διατήρηση του μονοπωλιακού προνομίου στις εμπορευματικές μεταφορές εντός της χώρας – ενός προνομίου που, κατά τεκμήριον, εκτός των άλλων, αυξάνει το κόστος των μεταφορών, το οποίο μετακυλίεται στις τιμές των προϊόντων.
Αυτή τη μικρή λεπτομέρεια, ο Λαζόπουλος την
αγνόησε παντελώς, θα ήταν ανασταλτική του «κοφτερού» του λόγου, του επικριτικού
πνεύματός του, της οπτικής γωνίας την οποία έχει επιλέξει για να ασκήσει την
περίφημη σάτιρά του.
Επιλεγμένη οπτική γωνία: αυτό είναι το χαρακτηριστικό των εκπομπών του Λαζόπουλου. Είναι η γωνία του μονίμως διαμαρτυρόμενου Έλληνα, του φοβικού προς οποιαδήποτε πρόκληση, του κλειστού στο καβούκι ενός απομονωμένου έθνους-κράτους που διεκδικεί από την πολιτεία να τον φροντίζει όπως οι γονείς τα ανήλικα. Η γωνία του πιο φοβικού συντηρητισμού απέναντι σε οποιαδήποτε νεωτερικότητα.
Επιλεγμένη οπτική γωνία: αυτό είναι το χαρακτηριστικό των εκπομπών του Λαζόπουλου. Είναι η γωνία του μονίμως διαμαρτυρόμενου Έλληνα, του φοβικού προς οποιαδήποτε πρόκληση, του κλειστού στο καβούκι ενός απομονωμένου έθνους-κράτους που διεκδικεί από την πολιτεία να τον φροντίζει όπως οι γονείς τα ανήλικα. Η γωνία του πιο φοβικού συντηρητισμού απέναντι σε οποιαδήποτε νεωτερικότητα.
Ανέκαθεν ήταν αυτό ακριβώς – στις κάθε φορά
παραλλαγές, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής και τα προβλήματα που κάθε φορά
κυριαρχούσαν. Βλάχος, προέκταση του Τραμπάκουλα που είχε λανσάρει ο Χάρρυ Κλυνν
στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στις επιθεωρήσεις του Θεσσαλικού Θεάτρου·
Μήτσοςx10 αργότερα στην τηλεόραση, ιδεότυπος ενός, πάντα του ίδιου,
μικροαστικού μοντέλου· ο πατέρας του λαού στο Αλ-Τσαντίρι News, που φωνάζει για
λογαριασμό «του καθημερινού ανθρώπου».
Τι λέει; Το ίδιο, μονότονο τροπάριο, χρόνια τώρα. Την εφετζίδικη, μεταμφιεσμένη σε θέαμα, μονότονη διακήρυξη των εθναμυντόρων, περί της μοναδικότητος του έθνους. Στη βάση των κηρυγμάτων του (περί κηρυγμάτων πρόκειται και όχι περί κριτικής) εκφράζει όλες τις φωνές που διεκδίκησαν την εθνική απομόνωση: το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» του ΚΚΕ και του αρχαϊκού ΠΑΣΟΚ, το «είμαστε έθνος ανάδελφον» του Προέδρου Χρήστου Σαρτζετάκη, το ανάθεμα κατά του «état laïque» των ιεραρχών την εποχή της «μάχης για τις ταυτότητες»,[3] τον ανακλαστικό αντιευρωπαϊσμό του Αλέξη Τσίπρα.
Όλος αυτός ο συσσωρευμένος αναδελφισμός εκφράζεται στη στάση του Λάκη
Λαζόπουλου απέναντι στην Ευρώπη[4]. Και γι’
αυτόν, στη συγκυρία, Ευρώπη ίσον Μνημόνιο. Στη δεύτερη εκπομπή της φετινής
σεζόν, στις 5 Οκτωβρίου, όταν του είχε φύγει το άγχος και πλέον αισθανόταν
άνετα, όπως εξομολογήθηκε στο κοινό του, επινόησε και την ορολογία: το
Μνημόνιο, κατά τον Λάκη Λαζόπουλο, είναι «μοντέρνα Κατοχή».Τι λέει; Το ίδιο, μονότονο τροπάριο, χρόνια τώρα. Την εφετζίδικη, μεταμφιεσμένη σε θέαμα, μονότονη διακήρυξη των εθναμυντόρων, περί της μοναδικότητος του έθνους. Στη βάση των κηρυγμάτων του (περί κηρυγμάτων πρόκειται και όχι περί κριτικής) εκφράζει όλες τις φωνές που διεκδίκησαν την εθνική απομόνωση: το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» του ΚΚΕ και του αρχαϊκού ΠΑΣΟΚ, το «είμαστε έθνος ανάδελφον» του Προέδρου Χρήστου Σαρτζετάκη, το ανάθεμα κατά του «état laïque» των ιεραρχών την εποχή της «μάχης για τις ταυτότητες»,[3] τον ανακλαστικό αντιευρωπαϊσμό του Αλέξη Τσίπρα.
ΜΑΝΙΧΑΪΣΜΟΣ
Ο Λαζόπουλος, όπως πολλοί απ’ όσους συζητούν για το Μνημόνιο στην Ελλάδα, παραβλέπουν την πραγματικότητα. Δεν συζητούν για το έλλειμμα, το χρέος, τις συνθήκες που τα δημιούργησαν, δεν αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε στρεβλά, με δανεικά, η χώρα, κάνουν ότι δεν ξέρουν πως το πολιτικό σύστημα ευνοεί τις πελατειακές σχέσεις με τον πολίτη που, στην εφαρμογή τους, συνέβαλαν στο γιγαντιαίο, διεφθαρμένο, κοστοβόρο και εχθρικό στον πολίτη Δημόσιο…
Δεν κάνουν καν τον κόπο να σκεφτούν ποιες
εναλλακτικές λύσεις είχε η χώρα εκτός αυτής που επελέγη.[5] Αντί της
πραγματικότητας, λοιπόν, που είναι οδυνηρή, επιλέγουν εκ του ασφαλούς μια
μαξιμαλιστική κριτική που οδηγεί κατευθείαν στον αναδελφισμό, αλλά έχει το
προνόμιο ότι τροφοδοτεί με εύκολη αντιπολιτευτική και αντιευρωπαϊκή ρητορεία
όσους την επιλέγουν. Κι είναι πολλοί αυτοί. Από την Αλέκα Παπαρήγα μέχρι τον
Αντώνη Σαμαρά. Κι από τον Γιώργο Αυτιά, τον δημοσιογράφο που στην πρωινή ζώνη
της τηλεόρασης χαϊδεύει τα αυτιά των συνταξιούχων, μέχρι τον συνάδελφό του
Γιώργο Δελαστίκ, παλαιό στέλεχος του ΝΑΡ και το πάλαι ποτέ αρθρογράφο της
Καθημερινής.
Είναι οι βασικοί συζητητές του Λαζόπουλου, οι «θεωρητικοί» του, είτε «τα λένε» οι ίδιοι μέσω αποσπασμάτων βίντεο είτε ο Λαζόπουλος μέσω της αναπαραγωγής κειμένων τους.
Είναι οι βασικοί συζητητές του Λαζόπουλου, οι «θεωρητικοί» του, είτε «τα λένε» οι ίδιοι μέσω αποσπασμάτων βίντεο είτε ο Λαζόπουλος μέσω της αναπαραγωγής κειμένων τους.
Στην εκπομπή της 5ης Οκτωβρίου, ήταν (σχεδόν) τα
μοναδικά πρόσωπα με πολιτικό λόγο στα οποία έγινε θετική αναφορά (θετική
αναφορά έγινε και στον Αλέξη Τσίπρα)[6]. Κατά τα άλλα,
απέναντι στον μεγάλο δημοσιογράφο Γιώργο Αυτιά (και στο πυρ το εξώτερον) τέθηκαν
ο Γιώργος Παπανδρέου, η «συγκυβέρνηση» Ντόρα + Καρατζαφέρης + Κουβέλης[7], ο Πάγκαλος
(«που είναι χοντρός», για να συγγενέψει, προφανώς, η σάτιρα των εξωτερικών
χαρακτηριστικών ενός πολιτικού με του Αριστοφάνη, του οποίου ο Λαζόπουλος είναι
κατευθείαν απόγονος) και, βέβαια, πάντα ο Σημίτης («ο άνθρωπος που μας έβαλε
στην ΟΝΕ»). Ιδίως ο Καρατζαφέρης παρουσιάστηκε, σε ένα κρεσέντο πολιτικής
οξυδέρκειας και διεισδυτικότητας, ως «το ακροδεξιό χέρι του τέως σοσιαλιστικού
ΠΑΣΟΚ».
Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας της πολιτικής σάτιρας του Λαζόπουλου είναι εντυπωσιακός. Στον κόσμο του, τα πρόσωπα χωρίζονται σε καλούς και κακούς. Καλοί είναι όσοι εχθρεύονται την Ευρώπη, το Μνημόνιο, το ΠΑΣΟΚ. Κακοί είναι όλοι οι υπόλοιποι.
Ο μονοδιάστατος χαρακτήρας της πολιτικής σάτιρας του Λαζόπουλου είναι εντυπωσιακός. Στον κόσμο του, τα πρόσωπα χωρίζονται σε καλούς και κακούς. Καλοί είναι όσοι εχθρεύονται την Ευρώπη, το Μνημόνιο, το ΠΑΣΟΚ. Κακοί είναι όλοι οι υπόλοιποι.
Το Αλ-Τσαντίρι News πρέπει να είναι μια
από τις τελευταίες μυθοπλασίες που προσφεύγει στον απόλυτο μανιχαϊσμό για να
διεκδικήσει την ταύτιση των θεατών της. Για τις ανάγκες του μανιχαϊσμού αυτού,
ο Γιώργος Αυτιάς μεταμφιέζεται σε πραγματικό «παιδί του λαού» και η εκπομπή του
με θέμα την κλοπή μιας κατσαρόλας με στιφάδο την ώρα του μαγειρέματος (!)
μετατρέπεται σε σύμβολο του αντιμνημονιακού αγώνα: στο εξής, εδώ που έχουμε
φτάσει, έτσι που οι άνθρωποι πεινάνε, «θα μαγειρεύουν με σεκιούριτι».
Δεν είναι τυχαία η αναφορά στον Γιώργο Αυτιά, η αναγόρευσή του από τον Λαζόπουλο σε βασική πηγή της εκπομπής του. Είναι η εγγύηση της λαϊκότητας, η πηγή της έμπνευσης των σατιρικών κειμένων που ο Λαζόπουλος επινοεί. Πού αλλού εκτός από την εκπομπή του Αυτιά θα ακούγονταν με κύρος αυθεντίας φράσεις του τύπου «βάλτε έναν φυλακή», χωρίς μια στοιχειώδη ανάλυση για το πώς το κοινοβουλευτικό σύστημα μέσω των ρυθμίσεων και των παραγραφών που ορίζει έχει εξασφαλίσει ουσιαστικά το ακαταδίωκτο πολιτικών που συνέπραξαν σε σκάνδαλα ;
Ποιο άλλο κοινό θα ανεχόταν χωρίς να αλλάξει
κανάλι προσαρμογές πολυφορεμένων ανεκδότων τύπου «Το πήδημα του Μνημονίου» (το
«πήδημα» «Τροϊκά» σε «ανακουφίστρα», που στο τέλος δεν παίρνει δεκάρα για τις
υπηρεσίες της); Πώς είναι δυνατόν να θεωρείται ασεβές χιούμορ σε φράσεις τύπου
«το αγγούρι κάνει καλό σε πάρα πολλά πράγματα, ενώ τα κολοκυθάκια θα σε
καλύψουν προσωρινά μέχρι να βρεθεί το αγγούρι»; Και πώς μπορούν να λειτουργούν ως σατιρικό υλικό συνεχή ανέκδοτα με κλανιές;
ΟΛΑ ΜΕ ΟΛΑ
Γνωρίζοντας, πάντως, ότι η βάση του κοινού του είναι τα λαϊκά στρώματα, ο Λαζόπουλος προσαρμόζει την εκπομπή του στις προσλαμβάνουσες του κοινού του. Ενός κοινού χωρίς ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα, ποδηγετημένου από τα ΜΜΕ και από την πελατειακή αντίληψη της πολιτικής. Γι’ αυτό το κοινό χρειάζεται «ανάσες» χαβαλέ, έστω και επενδυμένου με ηθικοπλαστικά συνθήματα. Ο χαβαλές αυτός αφθονεί στην τηλεόραση κι είναι τσάμπα – κι αυτό εξυπηρετεί την παραγωγή εκπομπών όπως αυτή του Λαζόπουλου.
Η Μενεγάκη, η Αννίτα Πάνια, η τραγουδίστρια Μαντώ, η Τατιάνα Στεφανίδου, τα είδωλα της πιο λαϊκής τηλεόρασης εξυπηρετούν γάντι αυτό που ο Λαζόπουλος εννοεί χαβαλέ. Τα στιγμιότυπα με κωμικές προεκτάσεις από εκπροσώπους αυτού του τύπου της λαϊκής και δημοφιλούς τηλεόρασης, που διανθίζουν την εκπομπή του, χρησιμεύουν μεν σαν ανάσες από την υπερβολική δόση πολιτικολογίας, ωστόσο κι αυτές ακόμα είναι σχολιασμένες με υπερβολική δόση ηθικολογίας.
ΟΛΑ ΜΕ ΟΛΑ
Γνωρίζοντας, πάντως, ότι η βάση του κοινού του είναι τα λαϊκά στρώματα, ο Λαζόπουλος προσαρμόζει την εκπομπή του στις προσλαμβάνουσες του κοινού του. Ενός κοινού χωρίς ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα, ποδηγετημένου από τα ΜΜΕ και από την πελατειακή αντίληψη της πολιτικής. Γι’ αυτό το κοινό χρειάζεται «ανάσες» χαβαλέ, έστω και επενδυμένου με ηθικοπλαστικά συνθήματα. Ο χαβαλές αυτός αφθονεί στην τηλεόραση κι είναι τσάμπα – κι αυτό εξυπηρετεί την παραγωγή εκπομπών όπως αυτή του Λαζόπουλου.
Η Μενεγάκη, η Αννίτα Πάνια, η τραγουδίστρια Μαντώ, η Τατιάνα Στεφανίδου, τα είδωλα της πιο λαϊκής τηλεόρασης εξυπηρετούν γάντι αυτό που ο Λαζόπουλος εννοεί χαβαλέ. Τα στιγμιότυπα με κωμικές προεκτάσεις από εκπροσώπους αυτού του τύπου της λαϊκής και δημοφιλούς τηλεόρασης, που διανθίζουν την εκπομπή του, χρησιμεύουν μεν σαν ανάσες από την υπερβολική δόση πολιτικολογίας, ωστόσο κι αυτές ακόμα είναι σχολιασμένες με υπερβολική δόση ηθικολογίας.
Θα αναρωτηθεί κανείς: μα είναι δυνατόν να
ηθικολογεί κανείς με την τραγουδίστρια Μαντώ; Κι όμως. Έτσι μόνο μπορεί να
ξεχωρίσει ο Λαζόπουλος. Απαξιώνοντας στο κατεξοχήν κοινό της τηλεόρασης τα
είδωλά του ως φτηνά, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο του ακριβού.
Και έτσι, ως τιμαλφές, μπορεί να επιστρέφει στην πολιτική. Έχοντας αντλήσει κύρος από τη σύγκριση του εαυτού του με την τηλεοπτική υποκουλτούρα μπορεί με όλη του την άνεση, βγαίνοντας από μια αίθουσα μασάζ, να στήνει εκτελεστικά αποσπάσματα στο Νέο Γουδί. Κι ύστερα, πάλι, αφού έχει πια φαντασιωθεί την εκδίκηση του αγανακτισμένου Έλληνα από τον πολιτικό που δεν στέκεται στο ύψος του, μπορεί να ασχοληθεί με όλη του την άνεση με το άλλο αγαπημένο θέμα των ανυπότακτων Ελλήνων: την άρνηση να συμμορφωθούν με την απαγόρευση του καπνίσματος. Γιατί; Απλούστατα, επειδή «ο Έλληνας όταν έχει προβλήματα ανάβει τσιγάρο».
Είπαμε: είμεθα έθνος ανάδελφον.
Ίσως γι’ αυτό, αν και όχι ιδιαίτερα εκδηλωτικά, ψιλοαβαντάρουμε τον Σαμαρά[8]. Όχι ανοιχτά, μην καρφωθούμε – αλλά πάλι όταν ο Σαμαράς αναρωτιέται μήπως ό,τι έχει ετοιμαστεί στη γαλάζια μας χώρα από τους κακούς Δυτικούς της Τρόικας ίσως είναι προανάκρουσμα «κάτι ακόμα πιο ολέθριου», ο Λαζόπουλος αρπάζει τη διατύπωση και αφήνει να επικρέμαται πάνω από το κοινό του και μια υπόνοια θεωρίας συνωμοσίας. Σ’ αυτό το παστίς λαϊκότητας προς τα κάτω, η συνωμοσιολογία συγκαταλέγεται στα θεμιτά μέσα εντυπωσιασμού του κοινού, ήδη γαλουχημένου να μη φέρνει αντιρρήσεις στην καταστροφολογία.
ΟΠΩΣ ΤΩΡΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ
Είπαμε ότι ο Λαζόπουλος έχει επιλέξει εκ των προτέρων την οπτική γωνία με την οποία βλέπει τα πράγματα. Ακόμη κι αν τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως στην προκάτ «ανάλυσή» του, τόσο το χειρότερο για τα πράγματα. Στο κάτω κάτω, αυτός τηλεόραση κάνει – και δύσκολα γυρίζει κανείς να επιβεβαιώσει αν ό,τι κατά καιρούς προέβλεπε, όσα έλεγε, ό,τι κήρυσσε επιβεβαιώνεται από τα πράγματα.
Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω, να δούμε τι έλεγε τότε και αν είχε δίκιο, αν τα γεγονότα τον επιβεβαίωσαν.
Στο παλαιό δημοσίευμα του γράφοντος στο Αντί, που επικαλέστηκα νωρίτερα, υπάρχει και το παρακάτω απόσπασμα:
«…Μολονότι ο σώουμαν συμπεριφερόταν σαν αντιπολίτευση σε όλα τα μεγάλα θέματα της περιόδου που προβαλλόταν στο Mega η σειρά [Δέκα μικροί Μήτσοι], ιδιαίτερα στα εθνικά θέματα, ο “αμφισβητίας” ηθοποιός και συγγραφέας της σειράς συνέπλευσε με τη λεγόμενη “εθνική γραμμή”. Προσφεύγοντας στο θυμικό (και, τις πιο πολλές φορές, μόνο στο συναίσθημα) του θεατή, με προπαγανδιστικό τρόπο, ο Λαζόπουλος κατάφερνε να ευθυγραμμίζεται με τα επίσημα εθνικά δόγματα που ταλαιπώρησαν (και ακόμα ταλαιπωρούν) την ελληνική κοινωνία. Ας θυμηθούμε:
»Στο Μακεδονικό, αφού απαξιωνόταν με τον χειρότερο τρόπο το γειτονικό κράτος, προβάλλονταν οι συγκεντρώσεις της Θεσσαλονίκης και η θέση ότι “η Μακεδονία είναι η ψυχή μας” – που όχι λίγες περιπέτειες μας δημιούργησε.
»Στο Γιουγκοσλαβικό, οι Μήτσοι ευθυγραμμίστηκαν με την απλουστευτική κραυγή “Σέρβοι αδέλφια μας” – και εκφράστηκαν με το αλήστου μνήμης επεισόδιο όπου, μετά την αιματοχυσία στην κεντρική αγορά του Σαράγεβο, είς εκ των Μήτσων συναντούσε ένα ζευγάρι ματοβαμμένων Σέρβων να… διεκτραγωδούν τα δεινά τους από την αδικία που τους έκανε η διεθνής κοινότητα. Τέτοια διεισδυτικότητα από έναν… αντιεξουσιαστή.
Πολιτικά αδαής, μονολιθικός, ναΐφ, αντιευρωπαίος[10], ο Λάκης Λαζόπουλος υπήρξε και παραμένει ένας δογματικός. Ισχύς του, η λήθη – κι ας έχει, κατά καιρούς, επικαλεσθεί στις τηλεοπτικές του εκπομπές τη διαπλαστική ισχύ της ιστορίας. Χάρη στη λήθη μπορεί να σκεπάζει όχι μόνο τις καλλιτεχνικές του αστοχίες όσο, κυρίως, τις επιλογές του στη ζωή του και στην πολιτική[11] (που συχνά μετατρέπονται σε καλλιτεχνική δράση, έστω και αν εν τέλει χρησιμεύουν σε λόγο χειραγώγησης υπέρ ενός συναισθηματικού ανορθολογισμού). Οπαδός ενός ιδιότυπου επαρχιωτισμού, χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική του δύναμη για να τον προπαγανδίσει – έχει και μια υστεροβουλία να το κάνει, στο πλαίσιο αυτού του επαρχιωτισμού αρδεύει το μεγάλο μέρος του κοινού του.
Κατανοητό. Στο κάτω κάτω δεν έχει υπάρξει στην ιστορία ανυστερόβουλος λαϊκιστής.
Ηλίας Κανέλλης
[1] Ο Λάκης Λαζόπουλος
είναι ο καλλιτεχνικός ηγέτης του κάθε πικραµένου. Αρκεί ο πικραµένος να είναι
«λαός»: η γιαγιά στο χωριό, ο µισθοσυντήρητος υπαλληλάκος, οι Μήτσοι –
διάφοροι, δηλαδή, που περιµένουν από έναν τηλεοπτικό αστέρα να «τα ρίξει», να
τους χαϊδέψει τ’ αυτιά. Πού «τα ρίχνει»; Στους κακούς που πίνουν το αίµα του
λαού µε το µπουρί της σόµπας: στην Ευρώπη, την τρόικα, τον Παπανδρέου (όπως
παλαιότερα στον Σηµίτη, αλλά όχι στον Καραµανλή), τους εκσυγχρονιστές, σε όσους
δεν βδελύσσονται το Μνηµόνιο... Μιλάει για λογαριασµό των καλών: δίκιο έχουν
όσοι διαδηλώνουν, όσοι διαµαρτύρονται, οι κοινωνικές οµάδες που αντιστέκονται
σε όποια µεταρρύθµιση, ακόµα και σ’ αυτές που η Ελλάδα σέρνεται εκ των
πραγµάτων για να αποφύγει τη χρεοκοπία. Προχθές, µετέτρεψε την εκποµπή του σε
βήµα αντίστασης των φορτηγατζήδων. Έχουν άραγε δίκιο που επιµένουν να
διατηρήσουν το επάγγελµά τους κλειστό, είναι κακό πράγµα να ανοίξει ο
ανταγωνισµός στις µεταφορές; Τι τον νοιάζει τον Λαζόπουλο; Το µόνο που τον
νοιάζει είναι να συνεχίσει να παριστάνει τη φωνή του πικραµένου. Είναι µια φωνή
βουτηγµένη στη συγκίνηση. Η δηµοκρατία που προωθεί είναι µια δηµοκρατία της
συγκίνησης, η λογική δεν έχει δουλειά σε ένα πετυχηµένο σόου. Η λογική είναι
εξόριστη από το σόου, το προϊόν του Λαζόπουλου. Η κλάψα πουλάει, δεν πουλάνε τα
επιχειρήµατα. Ο Λαζόπουλος παίζει τέλεια τον ρόλο του. Ακκίζεται, κλαψουρίζει,
τίγκα στις ευκολίες και τα κλισέ. Γιατί άλλωστε να το κάνει αλλιώς; Τίγκα στις
ευκολίες και τα κλισέ ήταν πάντα, παραγωγός σλόγκαν και κλαψούρας. Υποτίθεται
ότι είναι µια αντισυστηµική φωνή, παρίστανε τον αντισυστηµικό ακόµα κι όταν
είχε βρεθεί στον προθάλαµο µιας ανυπόληπτης εξουσίας, µε αεροσυνοδούς και
οιωνοσκόπους. Στην πραγµατικότητα είναι ο πνευµατικός ηγέτης του µόνου
συστήµατος στο οποίο µπορεί να απευθυνθεί. Παλιότερα, συνήθιζε να λέει ότι
µιλάει για λογαριασµό «της γιαγιάς στο χωριό» επειδή, προσέθετε, «η γιαγιά στο
χωριό ξέρει». Ο Λαζόπουλος, φυσικά, ξέρει ότι η γιαγιά στο χωριό δεν ξέρει αλλά
η άγνοιά της αυτή είναι που την κάνει πελάτισσά του. Αν ήξερε, δεν θα της
έφταναν τα τραγουδάκια, τα συνθηµατάκια και η αφ’ υψηλού «σάτιρα» των τρελών
του τηλεοπτικού χωριού. Δεν θα της έφτανε ο παραλογισµός δήθεν της συγκίνησης.
Θα ήθελε και λίγη λογική (Τα Νέα, 30/9/2010).
[2] Από πλευράς μου, δεν
είναι η πρώτη δημόσια επίκριση του συγκεκριμένου ηθοποιού. Ενδεικτική είναι η
αναλυτική παρουσίαση των λαϊκιστικών τρόπων του στη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία
του Δέκα μικροί Μήτσοι, που προβαλλόταν επί σειρά ετών στο Mega, από το
περιοδικό Αντί (23/5/1997). Τίτλος εκείνου του κειμένου: «Πότε Λάκης;
και πότε Μήτσος;»
[4] Σε συνέντευξη που μου
παραχώρησε στο περ. Ταχυδρόμος, στην ερώτηση «Για την Ευρώπη τι
πιστεύετε; Αν και η πατρίδα σας, η Λάρισα, είναι κατεξοχήν ευρωπαϊκή περιοχή…»,
απάντησε: «Είναι ε; Να το πω και στη μάνα μου γιατί δεν το έχει υπόψη της να
χαρεί. Να της πω «”μάνα είσαι Ευρώπη”».
[5] Ένα υποδειγματικό στην
απλότητα και τη σαφήνεια άρθρο σχετικό με την προσφυγή της Ελλάδας στο
μηχανισμό διάσωσής της, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, υπογράφεται από τον καθηγητή
Σταύρο Τσακυράκη. Λέει ο αρθρογράφος: «Ήταν ή όχι µονόδροµος το Μνηµόνιο; Το
ερώτηµα αυτό εξαρτάται από το κατά πόσον είχαµε ανάγκη από δανεικά ή όχι. Και
δεν υπάρχει αµφιβολία ότι τα είχαµε ανάγκη. Όχι για να εξυπηρετήσουµε τα παλιά
µας δάνεια, αλλά για να πληρώσουµε µισθούς, συντάξεις, υγεία, παιδεία κ.λπ. Με
δεδοµένο ότι οι αγορές δεν µας δάνειζαν, έπρεπε να αναζητήσουµε νέες µορφές
δανεισµού µε νέους όρους αποπληρωµής. Το Μνηµόνιο µάς εξασφάλισε ένα τεράστιο
δάνειο 110 δισ. ευρώ για τα επόµενα τρία χρόνια και φαίνεται να ήταν ό,τι
καλύτερο µπορούσαµε να ελπίζουµε και να πετύχουµε…» (Τα Νέα, 21/9/2010)
[6] Θετική αναφορά έγινε
και σε ένα περίεργο και έως τη στιγμή της εμφάνισής του αγνώστους ταυτότητος
«Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας» της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων
Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) που την η Οκτωβρίου εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση, τη γεμάτη
υπαινιγμούς, σύμφωνα με την οποία όποιος δημοσιογράφος οδηγείται στην ανάλυσή
του υπέρ του Μνημονίου είναι οιονεί κυβερνητικός εκπρόσωπος. Λέει η ανακοίνωση
αυτή, στην οποία ο Λαζόπουλος έκανε εκτενέστατη αναφορά: «Απαράδεκτο φαινόμενο
αποτελεί η εμφάνιση δημοσιογράφων, κυρίως σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης,
ως οιονεί κυβερνητικών εκπροσώπων. Το Εποπτικό Όργανο Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ,
θεωρεί ότι πρωταρχικό καθήκον είναι η αντικειμενική ενημέρωση, ο πλουραλισμός
στην παρουσίαση θέσεων και απόψεων και ο σεβασμός στην είδηση, ώστε να μην
εμφανίζεται ο δημοσιογράφος ως φερέφωνο, προκαλώντας την αγανάκτηση του
κοινωνικού συνόλου».
[7] «Αλίμονο σ’ αυτούς που
θέλουν να μπουν στην ιστορία με το ζόρι», είπε με τόνους κήνσορα ο Λαζόπουλος
για τους συγκεκριμένους πολιτικούς με τους οποίους διαφωνεί πολιτικά και
ιδεολογικά.
[8] Πάντως, τον δήμαρχο
Αθηναίων τον αβαντάρει με τον τρόπο του. Εντάξει, εκείνος ο καθηγητής (εννοεί
τον Γιώργο Καμίνη) καλός φαίνεται αλλά «ο Νικήτας Κακλαμάνης θα βγει σίγουρα».
[10] «…Το μεγαλύτερο κομμάτι
στην Ευρώπη σέρνεται ψυχολογικά. Και δεν γλιτώνει μια επίσκεψη στο Γκουγκενχάιμ
από την κατάθλιψη που σέρνεται στην Ευρώπη…», δήλωνε στη συνέντευξη που μου
είχε παραχωρήσει στον Ταχυδρόμο, ό.π.
[11] Ανάμεσα σε αυτές τις
επιλογές ζωής ήταν και η θέση του, όπως έχει κατά κόρον γραφεί και ουδέποτε
διαψευσθεί, ότι ανήκε στην «αυλή» της Δήμητρας Λιάνη, όταν κυριαρχούσε (ελέω
του ανίσχυρου Ανδρέα Παπανδρέου) στον εξευτελισμό και την καταβαράθρωση της
πολιτικής πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου