Ήδη έχει 7.8 στο ΙΜDb. Υποψήφια για πέντε Όσκαρ
εκ τω οποίων καλύτερης σκηνοθεσίας και πρώτου γυναικείου ρόλου. Πρωτοκλασάτα
ονόματα φιγουράρουν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο λόγος για το Carol
του Τοντ Χέινς, που εμένα δεν με έπεισε.
Η Κέιτ Μπλάνσετ, σαγηνευτική μέσα στις στενές
πένσιλ τουίντ φούστες, κορτάρει τη νεαρή Ρούνι Μάρα. Η πλούσια κυρία
ερωτεύεται τη φτωχή πωλήτρια με ταλέντο στη φωτογραφία, ενώ παράλληλα
τρέχει ένα δράμα οικογενειακό για την πρώτη, ούσα μητέρα ενός μικρού κοριτσιού
και ήδη χωρισμένη λόγω της προηγούμενης… ανήθικης συμπεριφοράς της.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια ιστορία αγάπης. Άρα,
μας αφορά όλους. Ο Χεϊνς όμως καταφέρνει να αφορά μόνο αυτές τις δυό γυναίκες…
Όλο το έργο σκηνοθετικά είναι ένα αριστούργημα.
Προφανώς. Ο Χέϊνς ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι τις λατρεύει αυτές τις δυό, τις
ακολουθεί πιστά και παραδομένα σε κάθε λίκνισμα του γοφού και πετάρισμα
βλεφάρου. Η γυναικεία ομορφιά αποθεώνεται μέσα από το μεστό πρόσωπο της
Μπλάνσετ και τη βρεφική αφέλεια της ομορφιάς της Μάρα. Η φωτογραφία είναι
εκπληκτική. Τα Χριστούγεννα σκιαγραφώνται καταθλιπτικά και ρεαλιστικά, δρώντας
παράλληλα με το δράμα των δυο γυναικών. Όλα βρίσκονται στη θέση τους σαν
από την Κτίση του Κόσμου, τα σωστά ρούχα, οι σωστές συνθήκες, η ελευθεριάζουσα
φίλη, η συντηρητική πεθερά, το γκρι αμάξι.
Όλο το φιλμ είναι σαν μια εκλεπτυσμένη
υδατογραφία ηθογραφικής στιγμής. Ένα θαμπερό μπεζ που γλυκαίνει τα πρόσωπα και
τα συναισθήματα επενδύει στις μποτιτσελικές πρωταγωνίστριες.
Και εκεί που λες πως θα σε συνεπάρει, κάτι
συμβαίνει και αποκόπτεσαι από τον κόσμο τους. Σε ξερνάει, τον θεατή. Σε
αποδιώχνει, σου κλείνει την πόρτα του πολυτελούς σπιτιού της Μπλάνσετ στα
μούτρα. Σε αφήνει ανέπαφο το ξεθωριασμένο «You are my angel…» της Κάρολ
προς την Τερέζ λίγο πριν την πρώτη εκτόνωση του πάθους τους.
Ο θεατής προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα.
Δεν υπάρχει τίποτα από τη λαγνεία του λεσβιακού έρωτα που θα βρεις μεταξύ της
Αdele και της ερωμένης της. Δεν υπάρχει μητρικότητα στον έρωτά τους, οπότε
διείσδυση στον ομοφυλόφιλο γυναικείο έρωτα. Η κάμερα σου προτάσει
τις υποψίες συναισθήματος, να βγει στις άκρες των χειλιών της
Μπλάνσετ ή στις μικρές παλάμες της Μάρα, μα η ένταση μεταξύ του ζευγαριού
χάνεται μεταξύ των σκηνών. Και η ιστορία τους μένει προσωπική, αφορά εκείνες.
Μα σκοπός της τέχνης είναι να ανυψώσεις το ειδικό ενδιαφέρον σε γενικό. Να σε
απασχολήσει, λες και συμβαίνει στο σαλόνι του σπιτιού σου. Και όμως, ο Χέϊνς
δεν το καταφέρνει.
Το κρατάνε δικό τους με ένα τρόπο σχεδόν άκομψο
για τον θεατή. Θα μπορούσε να είναι ένα μυστήριο για εμάς, από επισκέπτες να
γίνουμε συνοδοιπόροι. Φτάνουμε να ακυρώσουμε το εισιτήριο, αλλά χάνουμε
τον συρμό. Δεν γινόμαστε κοινωνοί του δράματος, δεν παραβιάζουμε καν την
κλειδαρότρυπα του ξενοδοχείου που κάνουν πρώτοι φορά σεξ οι δυό γυναίκες, δεν
είμαστε καν παρατηρητές με κυάλια.
Και ενώ η όλη ιστορία εκτυλίσσεται τη δεκαετία
του ’50, εγώ δεν κατάλαβα τις δυσκολίες ενός τέτοιου έρωτα στη συντηρητική
μεγαλοαστική κοινωνία εκείνης της περασμένης εποχής. Η μάσκαρα της Μπλάνσετ θα
τρέξει στα μάγουλά της αλλά περιστασιακά, ελεγχόμενα, μονοδιάστατα. Δεν
κατάλαβα ούτε την καύλα της Κάρολ-Μπλάνσετ για την άλλη γυναίκα.
Λίγο η Τερέζ-Μάρα δίνει ένα τόνο στην
εγκατάλειψη και την απόρριψη από τον βαθύ, πρώτο έρωτα αλλά μέχρι εκεί. Θα
μπορούσε να είχε φτιάξει ένα μνημειώδες έργο για το λεσβιακό έρωτα, μα μείναμε
με την αίσθηση ότι το άφησε μισοτελειωμένο το εγχείρημα.
Παρεμπιντόντως, υπάρχει μια αριστουργηματική
ταινία ιστορίας αγάπης ετερόφυλου ζευγαριού, το Head-On του Φατίχ Ακίν.
Ό,τι πιο αληθινό έχω δει, σχεδόν.
Βέρα Ι. Φραντζή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου