Το σημαντικό δεν
είναι ότι οι Rolling Stones εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Κούβα.
Σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι το κομμουνιστικό καθεστώς επί 60 και πλέον
χρόνια είχε απαγορεύσει τη μουσική τους –τυπικώς την περίοδο 1961-1966,
ουσιαστικώς στη συνέχεια–, και οι φαν του συγκροτήματος συμπεριφέρονταν όπως οι
δικοί μας αντιστασιακοί στη χούντα. Μαζεύονταν στα σπίτια για να ακούσουν κρυφά
την «ιμπεριαλιστική μουσική» τους.
Φυσικά δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποιο σκεπτικό
το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο απαγόρευε επί της ουσίας τη μουσική πολλών
δυτικών συγκροτημάτων (ανάμεσά τους ήταν και οι Beatles), όπως και κάποιους λατινοαμερικανούς
καλλιτέχνες. Στις δικτατορίες δεν γίνεται διάλογος για τις απαγορεύσεις, δεν
εξηγείται το σκεπτικό. Κάποιοι αποφασίζουν –βαφτίζοντας κάτι «αντεθνικό»,
«ιμπεριαλιστικό», «νεοφιλελεύθερο», κ.λπ.– και διατάσσουν. Και εκατομμύρια
άνθρωποι το στερούνται, έτσι χωρίς αιτιολογία και λογική...
Κάποιοι μπορεί να πουν «Σιγά το πράγμα! Και τι
έγινε που Κουβανοί γεννήθηκαν και πέθαναν χωρίς να ακούσουν ποτέ τους Beatles ή
τους Rolling Stones; Αλλα είναι τα σημαντικά πράγματα στη ζωή...». Ακόμη κι αν
συμφωνήσουμε με την ιεράρχησή τους, ότι δηλαδή ο σοσιαλισμός είναι πιο μεγάλος
από το ροκ εν ρολ, πρέπει να αναρωτηθούμε: Ποιος ορίζει τι είναι σημαντικό στη
ζωή κάποιου; Ο «Πατερούλης» Φιντέλ ή ο κνίτης της γειτονιάς μας; Το γεγονός ότι
πάνω από 250.000 άνθρωποι στήθηκαν μέχρι και 18 ώρες στην ουρά για να ακούσουν
ένα συγκρότημα σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν διαφορετική ιεράρχηση
προτεραιοτήτων από τους δυτικούς Αριστερούς, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να
διαλέξουν αν θα πάνε σε μια συναυλία ή όχι, και μπορούν –επίσης εκ του
ασφαλούς– να καταδικάζουν είτε το ροκ εν ρολ είτε τον κομμουνισμό. Και ποιος
μπορεί να πει κάτι στον 62χρονο νυχτοφύλακα Joaquin Ortiz, που δήλωσε στο
Associated Press: «Μετά τη σημερινή συναυλία μπορώ να πεθάνω. Αυτή ήταν κάτι
σαν την τελευταία μου επιθυμία: να δω τους Rolling Stones».
Κάνει λάθος που είχε μαράζι να ακούσει τους
«γερόλυκους» της ροκ; Μπορεί! Αλλά πόσο δίκιο είχε η «Αυγή» που έγραφε ότι το
ροκ εν ρολ προκάλεσε στη δυτικογερμανική κοινωνία «τόσο κακό όσο και ο
ναζισμός»; («Οι μικροί νταήδες του ροκ εν ρολ», «Αυγή», 29.9.1956).
Η συναυλία του 1967
Ολα τα ολοκληρωτικά συστήματα είχαν πρόβλημα και
απαγόρευαν τη μουσική που θεωρούσαν ανατρεπτική. Εχουν γραφτεί πολλά για την
απαγόρευση της τζαζ από τους ναζί και του ροκ εν ρολ από τα κομμουνιστικά
καθεστώτα. Στην Ελλάδα της «ανάπηρης μετεμφυλιακής δημοκρατίας» ευτυχώς δεν
υπήρξαν απαγορεύσεις, αν και η συναυλία των Rolling Stones στην Αθήνα (τέσσερις
μέρες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967) είχε άδοξο τέλος, όταν ο
Μικ Τζάγκερ είχε την «ανατρεπτική ιδέα» να μοιράσει μερικά κόκκινα γαρίφαλα
στους θεατές.
Η αστυνομία –θεωρώντας, προφανώς, ότι η πράξη
του ήταν κρυφή κομμουνιστική προπαγάνδα!– έσπασε στο ξύλο τον μάνατζερ του
συγκροτήματος, ενώ η συναυλία βυθίστηκε στο σκοτάδι, αφού οι Αρχές κατέβασαν
τον γενικό διακόπτη του ηλεκτρικού στο γήπεδο του Παναθηναϊκού.
Οσο κι αν φανεί παράξενο, το ροκ στην Ελλάδα
είχε δύο βασικούς εχθρούς: την Εκκλησία και την Αριστερά. Οπως λέει ο ιστορικός
Κώστας Κατσάπης: «Και οι δύο ιδεολογίες προσλαμβάνουν ως κάτι το εντελώς
επικίνδυνο αυτό το πολιτιστικό προϊόν που λέγεται ροκ εν ρολ.
Η διαφορά έγκειται στην ερμηνεία του λόγου για
τον οποίο είναι επικίνδυνο. Για μεν το ελληνορθόδοξο στρατόπεδο, το ροκ εν ρολ
είναι δημιούργημα των δυτικών κοινωνιών, οι οποίες από αιώνες έχουν ξεφύγει από
τον ορθό δρόμο της Ορθοδοξίας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων που
πριονίζουν τις βασικές αξίες με τις οποίες πρέπει να δομείται μια κοινωνία,
όπως η οικογένεια και η χρηστή συμπεριφορά.
Σ’ ό,τι αφορά την Αριστερά, το βασικό σημείο
κριτικής είναι η αντιμετώπιση του ροκ εν ρολ ως τμήματος μιας γενικότερης
προσπάθειας των Αμερικανών στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου να προπαγανδίσουν τη
δική τους κοινωνία και τον δικό τους πολιτισμό ως ανώτερο του ευρωπαϊκού ή και
κατ’ επέκταση του ανατολικού» («Η Καθημερινή», 13.3.2016).
Πνευματική διείσδυση
Στη μελέτη του «Ηχοι και απόηχοι. Κοινωνική
ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967» (εκδ. Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε) ο κ. Κώστας Κατσάπης περιγράφει αναλυτικά και
παραθέτει πολλές πηγές για τον ιδεολογικό πόλεμο που έκανε η Αριστερά στη «μόδα
του ροκ εν ρολ»: «Για την Αριστερά το ροκ εν ρολ αποτελούσε τμήμα μιας
γενικότερης διείσδυσης των Ηνωμένων Πολιτειών στη χώρα, διείσδυση η οποία δεν
είχε μονάχα την αναμφισβήτητη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική της
διάσταση, αλλά και την πνευματική. “Η Αμερική δεν εξάγει στη χώρα μας μόνο
κεφάλαια και δεν μας σκλαβώνει μονάχα πολιτικά. Εξάγει και... πνεύμα και πάει
να μας σκλαβώσει και πνευματικά”, υποστήριζε σε σχετικό αφιέρωμά της η “Αυγή”
το 1957».
Η ίδια εφημερίδα ενέτασσε τη ροκ μουσική στην
«προπαγάνδα του περιλάλητου “αμερικάνικου τρόπου ζωής”, [ο οποίος προσπαθεί] να
μας απόδειξη πως ο τρόπος ζωής και σκέψεως της σημερινής Αμερικής και ο πολιτισμός
του δολαρίου είναι τα καλύτερα φρούτα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο δεύτερος
σκοπός που επιδιώκεται είναι να διαφθείρη συνειδήσεις, να πλάση τους Ελληνες
κατ’ εικόνα και ομοίωσιν των δούλων [...], έτσι που να μην μπορούν να
σκέφτονται ελεύθερα».
Γι’ αυτό και το Κεντρικό Συμβούλιο της Νεολαίας
ΕΔΑ το 1959, σύμφωνα με τον κ. Κατσάπη, «κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εισαγωγή
“ξένων στοιχείων” στη διασκέδαση και τον τρόπο ζωής της ελληνικής νεολαίας δεν
στερούνταν πολιτικών προεκτάσεων, το αντίθετο μάλιστα αποτελούσε τμήμα μιας
προσπάθειας στην οποία (φέρεται πως) είχαν αποδυθεί τα τελευταία χρόνια οι
Αμερικανοί με στόχο να “σβύσουν από τους νέους τις γνήσιες εθνικές παραδόσεις,
την εθνική υπερηφάνεια και την αγάπη για την πατρίδα” και να μεταβάλλουν τους
Ελληνες νέους σε “τυφλούς θαυμαστές του αμερικανικού τρόπου ζωής”».
Οι δε θαυμαστές του ροκ εν ρολ, σύμφωνα με την
«Αυγή» του 1958, ήταν «τα παρδαλά μαϊμουδάκια του νέου τρόπου ζωής» που –ως
δέσμιοι του πάθους τους για τον αμερικανικό τρόπο ζωής– έκαναν αχαλίνωτα πάρτι:
«Ωρα τέσσερις πρωινή. Το άρρωστο γειτονάκι απόκαμε πια και αποκοιμήθηκε βαριά
πνιγμένο στον ιδρώτα, το καημένο. Οι εργάτες της συνοικίας βλαστημούν στα
κρεβάτια τους. Η συνοικία ξυπνά. Το πικ-απ βρυχάται. Οι καννίβαλοι χορευτές
ανασκολοπίζονται κατά ζεύγη σε μιαν οργιαστική σάμπα. Καμιά ελληνική πλάκα δεν
ακούστηκε, στ’ αντικρυνό Χόλλυγουντ. Τα πάντα ουίσκυ, καπνός, φωνάρα,
αγριότητα, αδιαφορία για τους περίοικους συνανθρώπους, κραιπάλη».
Αυτές ήταν οι αντιλήψεις της Αριστεράς για το
ροκ και, ευτυχώς, δεν βρέθηκε στην Ελλάδα κανένας κομαντάντε να επιβάλει τα
κομμουνιστικά του γούστα, γιατί τώρα θα μαθαίναμε κι εμείς ότι υπήρξαν οι
Beatles.
Οπως ακριβώς και οι Κουβανοί...
Πάσχος Μανδραβέλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου