Νομίζω ο καθένας από εμάς, σε κάποια στιγμή της
ζωής του έχει σκεφτεί ή αναρωτηθεί ποιός θα μπορούσε να ήταν αν δεν ήταν αυτός
που είναι. Οι περισσότεροι ίσως έχουμε ταυτιστεί με κάποια σπουδαία
προσωπικότητα του παρελθόντος κι έχουμε μπει στην διαδικασία -στα πλαίσια της
φαντασίας, αλλιώς πάμε αλλού!- να σκεφτούμε πως θα ήταν αν ήμασταν στη θέση του
Περικλή, του Ποντίου Πιλάτου, της Μεγάλης Θεοδώρας, του Θωμά Ακινάτη, του
Δάντη, της Βιρτζίνιας Γουλφ, του Τόμας Μαν, του Χέρμαν Γκαίρινγκ ή του Πολ Ποτ.
Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσον έχει μπει κανείς στην
ανάποδη διαδικασία, δηλαδή να σκεφτεί σε ποιάς προσωπικότητας τη θέση δεν θα
ήθελε να βρίσκεται με τίποτα, σκέψη επίσης αρκετά ερεθιστική κατά τη γνώμη μου.
Λοιπόν, αν εμένα μου έλεγαν σε τίνος τη θέση αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να
είμαι, είναι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και εξηγώ το γιατί…
Με την συμπλήρωση σε λίγες ημέρες της
καταστροφικής διετίας από τότε που ο Αλέξης ανέλαβε να μας δώσει την Ελπίδα, το
να αναλάβει κανείς τη διακυβέρνηση αυτής της χώρας είναι το ευκολότερο και το
δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο μαζί. Είναι το ευκολότερο γιατί, πραγματικά
δυσκολεύομαι να σκεφτώ πόσο χειρότερα μπορεί να τα πάει κανείς και πόσο
περισσότερο να καταστρέψει το, από κάθε άποψη, χρεωκοπημένο μας κράτος η
επόμενη κυβέρνηση, αν και διατηρώ την ισχυρή υποψία ότι ο εξυπνότερος λαός του
κόσμου, μπορεί ανά πάσα στιγμή να μας εκπλήξει στέλνοντας στη Βουλή Σώρρες,
Ανταρσύες και Πλεύσεις ή στην αξιωματική αντιπολίτευση αλλά ακόμη και -γιατί
όχι;- στον πρωθυπουργικό θώκο τον σκουρόχρωμο ευτραφή Άρειο της Χρυσής Αυγής
Νίκο Μιχαλολιάκο.
Από την άλλη πλευρά, είναι το δυσκολότερο των
πραγμάτων γιατί ακριβώς αυτή η διακυβέρνηση της ΠρωτοΔευτέρας Φοράς Αριστεράς
υπήρξε ό,τι πιο καταστροφικό έζησε αυτή η χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα, έφερε
στην επιφάνεια ό,τι χειρότερο είχε να επιδείξει ο μεταπολιτευτικός πολιτικός
μας βίος και ειλικρινά, προσπάθησα πολύ να βρω έναν, μόνο έναν τομέα που να
έχει επιδειχθεί μια ελάχιστη έστω πρόοδος, κάτι που να το έκαναν λίγο έστω
καλύτερα από «τους προηγούμενους» αλλά στάθηκε αδύνατον. Η διάλυση που επέφερε
ο ΣΥΡΙΖΑ με την αγαστή συνεργασία του Πάνου –πάντα με μικρό κ- καμμένου υπήρξε
τόσο εκτεταμένη και σε τόσο μεγάλο εύρος και βάθος που το έργο για την επόμενη
κυβέρνηση, όποτε και όπως αυτή προκύψει, είναι πραγματικά τιτάνιο.
Ένας ακόμη λόγος είναι οι προσδοκίες που έχει
πλέον ο καθένας από την κυβέρνηση που θα προκύψει μετά το τσίρκο. Ο Κυριάκος
Μητσοτάκης, ηγέτης του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, του βασικού φορέα της εν
Ελλάδι Κεντροδεξιάς, θα είναι όπως όλα δείχνουν ο επόμενος πρωθυπουργός, όποτε
κι αν γίνουν οι εκλογές, όσα τερτίπια με τον εκλογικό νόμο κι αν δοκιμάσουν οι
συνέταιροι του εθνικολαϊκισμού.
Ήδη, από τις εσωκομματικές εκλογές του
περασμένου έτους, υπήρξε και μια, όχι μικρή, μερίδα πολιτών που ουδόλως
ασχολούντο με τα κοινά και που δεν ανήκαν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας οι
οποίοι προσήλθαν σε αυτή τη διαδικασία, όχι για να ψηφίσουν τον επόμενο πρόεδρο
της ΝΔ, πράγμα που ποσώς τους ενδιέφερε αλλά τον επόμενο πρωθυπουργό της χώρας.
Κάπως έτσι λοιπόν επεκράτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκεφαλαιώνοντας στο πρόσωπό
του τις προσδοκίες ενός κόσμου ταλαιπωρημένου, που δεν παρασύρθηκε από τις
σειρήνες του λαϊκισμού, που αντιλαμβάνεται ως αναγκαίες τις μεταρρυθμίσεις που
χρειάζεται η καθηλωμένη ελληνική κοινωνία και οικονομία και που δεν
διαπραγματεύεται τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.
Όλοι λοιπόν, άνθρωποι που συγκροτούν αυτό το
ετερόκλητο αλλά και τόσο απαραίτητο για τη σωτηρία της χώρας μεταρρυθμιστικό
ευρωπαϊκό μέτωπο, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, σχολιάζουν και
θέτουν επιτακτικά σε κάθε «έκπληξη» από αυτές που δεν έχει βαρεθεί η
συγκυβέρνηση ακροδεξιών και λαϊκιστών να μας προσφέρει το εξής: τί είπε επ’
αυτού ο Μητσοτάκης; Τι σκοπεύει να κάνει με εκείνο ο Μητσοτάκης; Ποιά η θέση
του Μητσοτάκη για το συγκεκριμένο;
Εδώ όμως ας κάνουμε μια παρατήρηση. Είμαστε ένας
λαός που λατρεύει τους Μεσσίες τόσο για να τους υποδέχεται μετά βαΐων και
κλάδων όσο και για να τους σταυρώνει κατόπιν. Αυτό το ρόλο, χωρίς να τον έχει
επιδιώξει ο ίδιος, πολλοί, με καλές προθέσεις ίσως, τον φορτώνουν στο Μητσοτάκη.
Ας το ξεκαθαρίσουμε. Ο Μητσοτάκης δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, δεν πρέπει να
αντιμετωπίζεται, δεν πρέπει να γίνει, ο Μεσσίας του μεταρρυθμιστικού μπλοκ.
Περισσότερο από ποτέ είναι επίκαιρη η ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι η
Ελλάδα πρέπει να πάψει να έχει ανάγκη από Μεσσίες και χρειάζεται να βρει
επιτέλους πρακτικούς απλά ανθρώπους που να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν
προβλήματα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο αντι-Τσίπρας.
Δουλειά του είναι να κάνει επιτέλους την Ελλάδα μια κανονική χώρα. Ούτε να
φέρει ανάπτυξη Ρουμανίας, με όλα όσα αυτή συμπαρασύρει, ούτε να απολύσει 100,
200, 300 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, επειδή με αυτούς –κι ίσως δικαίως-
εξοργίζονται τα συνήθη υποζύγια της φορολογίας του ιδιωτικού τομέα και οι
άνεργοι, ούτε να γίνει ο Έλληνας Φέρχοφσταντ –κατανοώ όσους θα το ήθελαν αλλά
δεν νομίζω ότι αυτό χρειάζεται ή αυτό μπορεί, αν προτιμάτε, η Ελλάδα- ούτε να
συνεχίσει φυσικά να αποτελεί μια εκδοχή εκείνου που είχε εύστοχα αποκληθεί
«γαλάζια πασοκαρία», αντικαθιστώντας απλώς τον Καρανίκα του Τσίπρα με άλλον,
δικό του.
Να βγει μπροστά, να πείσει, να αγωνιστεί για να
πείσει όχι πια τους αποφοίτους του LSE και τους επαΐοντες επί παντός επιστητού
του διαδικτύου αλλά και τους ανθρώπους που αναζητούν «ελπίδες», όμοια με τους
χρήστες ναρκωτικών, σε απατεώνες, φασίστες, ψεκασμένους και ακροαριαστερά
μορφώματα βίας και βλακείας.
Να πείσει το λαό, τους πολίτες, τον καθένα
ξεχωριστά, ότι θα προσπαθήσει, ότι δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές, ότι θα πρέπει
κι ο καθένας από εμάς να κάνει στο μέτρο των δυνατοτήτων του αυτό που πρέπει,
ότι τελικά Μεσσίας αυτής της χώρας μπορεί να γίνει και πρέπει να γίνει ο κάθε
πολίτης της, δεν υπάρχει ούτε άλλος δρόμος, ούτε άλλη συνταγή ούτε άλλη ελπίδα
παρά αυτή που ο καθένας από εμάς στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο του κουβαλάει
στις αποσκευές του.
Αυτά τα δύσκολα έχει να κάνει ο Κυριάκος
Μητσοτάκης αν πραγματικά θέλει να προσφέρει στην πατρίδα του (χάρηκα πολύ που
τον άκουσα πολλές φορές στην ομιλία του στη Βουλή να χρησιμοποιεί αυτόν τον
τόσο κακοποιημένο όρο « η πατρίδα μας») και γι’ αυτό δε θα ήθελα να είμαι στην
πολύ δύσκολη θέση του, παρά μόνο να του ευχηθώ καλή επιτυχία.
Αυτά αρκούν. Κι όσο για τις μεταρρυθμίσεις,
τίποτα το μεγάλο. Προσωπικά μου φτάνει απλώς να δω να ψηφίζεται στη Βουλή η
αφαίρεση του διπλώματος και της άδειας οδήγησης, χωρίς «μα και μου», χωρίς «ναι
μεν αλλά», όσων υπερβαίνουν το 70ο έτος ηλικίας. Απλά, ήσυχα και όμορφα. Και θα
έχουμε πλησιάσει πιο κοντά στο να γίνουμε επιτέλους ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Επίμονος Δεξιός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου