Τα όχι και τόσο παλιά καλά χρόνια, οι Έλληνες
ήταν χωρισμένοι μεταξύ δεξιών και αριστερών, αργότερα μεταξύ νεοδημοκρατών και
πασόκων, και πρόσφατα μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Με διάφορες επί
μέρους παραλλαγές.
Μέχρι που ήρθε στα πράγματα ο Αλέξης, ανάσανε η
οικονομία και η χώρα, χορτάσαμε ψωμάκι, και έτσι σήμερα οι διαχωριστικές
γραμμές είναι κυρίως μεταξύ διασήμων και μαχητών, και πιο συγκεκριμένα μεταξύ
όσων γουστάρουν τον Ντάνο και όσων τον απεχθάνονται.
Ως ειδικός σαρβαϊβολόγος λοιπόν, αφού το
παρακολουθώ ανελλιπώς από την πρώτη μέρα (το βλέπω και σε επαναλήψεις), έχω και ‘γω την άποψή μου για το φαινόμενο
Ντάνος (ή αλλιώς Γιακουμής, όπως τον έβγαλε κάποιος κακοπροαίρετος), που έχει
κάνει την Ελλάδα … Βιετνάμ, και την καταθέτω εδώ με πάσα επιφύλαξη για την
ακρίβειά της… χικ…
Στην αρχή λοιπόν, τότε που οι παίκτες του
σαρβάιβορ ήταν ακόμη όλοι μια γροθιά, μια οικογένεια, υπήρχε αγάπη και θετική
ενέργεια, κι αυτό έβγαινε προς τα έξω, όλοι απορούσαμε πως και γιατί οι μαχητές
έδιωξαν τον Σκιαθίτη λεβέντη από την ομάδα τους σε χρόνο ρεκόρ, ενώ οι διάσημοι
τον θεωρούσαν ξένο σώμα, άσχετα αν ο έρμος συμπεριφέρονταν σαν αρσακειάδα, τους
έπιανε ψάρια, τους κέρδιζε αγωνίσματα, τους καθάριζε καρύδες, και μόνο που δεν τους
έπλενε τα πόδια. Παράλληλα, κάποιες κωλοπετσωμένες της ομάδας των μαϊμού
σελέμπριτι, σαφώς πιο υποψιασμένες από εμάς στον καναπέ, τον είχαν στοχοποιήσει
από την αρχή, και τον έβγαζαν στον τάκο με την πρώτη ευκαιρία, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Σουηδέζα» με τα πολλά τατουάζ και την πρησμένη
κοιλιά, που είχε να λέει πως ο Ντάνος «δεν έχει ακόμη καταφέρει να κερδίσει την
εμπιστοσύνη της ομάδας», «δεν ήρθαμε κοντά», και άλλα τέτοια κουλά και
κοινότοπα φληναφήματα, που οι παίκτες είχαν ξεπατικώσει από το Big Brother, από
τότε που το παρακολουθούσαν ως έφηβοι ή ως παιδιά.
Την ώρα λοιπόν που όλοι εμείς οι ανίδεοι
σοκαριζόμασταν με τις εμμονικές συμπεριφορές του Ορέστη, και απολαμβάναμε τις δολοπλοκίες
του μάνατζερ ράγκμπι (λείπει ο θεούλης), τις χαζοχαρουμενιές της Σάρας, τα
μπούτια της Κολιδά, τις γαλιφιές της Λάουρας, και τις μπηχτές του ντεμέκ
μισθοφόρου, οι διάσημοι με ηγέτη τους το φίδι, ή αλλιώς Χανταμπάκη, έπνεαν τα
μένεα εναντίον του «καλού παιδιού», του λεβεντόπαιδου δασκάλου θαλάσσιου σκι
(βενζινάς είναι τελικά) από το νησί του Παπαδιαμάντη, που επέμενε να κάνουν την
προσευχή τους πριν φάνε το νερόβραστο φακόρυζο που τους είχε ετοιμάσει ο Βούδας
(ολυμπιονίκης).
Γιατί όμως;
Τι έτρεχε;
Προς τι αυτή η αντιπάθεια για τον Αστραπόγιαννο της Σκιάθου; Τι συνέβαινε τις νύκτες
στην εξωτική παραλία που εμείς δεν ξέραμε; Και που μας έκρυβε η παραγωγή; Τι
ρόλο έπαιζε τελικά ο άντρακλας ο Ντάνος με τα μούσκουλα και την τσολιάδικη
καρδιά; Και γιατί τόσο μένος εναντίον του στραβοκάνη κοντοστούπη από την
δασκάλα του γιόγκα, που είχε να λέει για την αρνητική ενέργεια του Σκιαθίτη
ζουμπά, ή από το τσιράκι του φιδιού, τον Λάμπρο τον σπινθηροβόλο, και γενικά απ
όλη την ομάδα των και καλά διασήμων; Ο μόνος που δεν συμμετείχε σε αυτήν την «αναίτια»
για εμάς ανθρωποφαγία ήταν ο μπουνταλάς Σπαλιάρας, που ήταν πάντα στην
καρακοσμάρα του, κοιτώντας πως θα λουφάρει από τα αγωνίσματα συναγωνιζόμενος
στην τούφα και στις ήττες την Λαουρίτα (την περίφημη μπαχαντέλα).
Μέχρι που τα διάφορα μισόλογα, τα ασαφή υπονοούμενα,
οι μπηχτές, κλπ πήραν σάρκα και οστά, με κάποιους αποπεμφθέντες παίκτες να
συνειδητοποιούν την αναντιστοιχία μεταξύ των απόψεων στο νησί και των
εντυπώσεων στον έξω κόσμο, και να αρχίζουν δειλά δειλά να καταγγέλλουν τέρατα
και σημεία, όπως π.χ. το γεγονός ότι ο αγνός και άδολος Ντάνος έτρωγε κρυφά τα ψάρια
που έπιανε (μερικά μαζί με το φίδι), πουλούσε κρυφά τα βράδια εργαλεία της ομάδας
στους ντόπιους, ή έκλεβε παπούτσια και κουβέρτες συμπαικτών του για να τα
ανταλλάξει με ψωμιά και σαλάμια με τους ιθαγενείς! Πράγματα που αν αλήθευαν, θα
έπρεπε να μιλάμε για ένα πραγματικό διπρόσωπο λαμόγιο, που μπροστά του ο
μάνατζερ ράγκμπι, ή ο Χανταμπάκης θα
ήταν όσιοι και μάλιστα του παλαιού ημερολογίου!
Άρχισαν επίσης να συμβαίνουν και άλλα κουφά, που
δεν ταίριαζαν με την εικόνα του ντόμπρου λαϊκού παλικαριού, όπως π.χ. οι εμμονικές
αρχηγικές του τάσεις, το γυάλισμα στο μάτι με το παραμικρό στραβοκοίταγμα
εναντίον του, ακόμη και η παραλίγο χειροδικία του απέναντι στο φίδι, την ώρα
που αυτό ήταν ξαπλωμένο και λιάζονταν. Συμπεριφορές τραμπούκικες δηλαδή, που
δεν συνάδουν με την εικόνα που έβγαινε αρχικά προς τα έξω. Χώρια τα αλλεπάλληλα
σταυροκοπήματα μόλις τον πλησίαζε
κάμερα, χώρια οι συχνές αναφορές στον Θεό για το παραμικρό, χώρια ο ξύλινος (ποδοσφαιρικός)
λόγος μόλις του δίνονταν ο λόγος από τον Σάκη, με ένα μονότονο και μπανάλ στυλ,
που θύμιζε Καραγκούνη, Σαραβάκο… και ώρες ώρες Ανατολάκη.
Εν ολίγοις οι μάσκες άρχισαν να πέφτουν, και όσο
λιγότεροι παίκτες απέμεναν, τόσο ο πραγματικός χαρακτήρας του Ντάνου άρχισε να
εκδηλώνεται πιο φανερά και πιο απρόσκοπτα. Με τους συμπαίκτες του να προβληματίζονται
από την απήχηση που έχει, αφού ως άλλος απέθαντος δεν έλεγε να φύγει όσες φορές
κι αν τον έβγαζαν στη σέντρα, αφού άσχετα με τα διάφορα συμπλέγματά του, το
τηλεοπτικό κοινό έδειχνε να τον λατρεύει.
Γιατί όμως;
Τι έχει ο Γιακουμής πέρα από μούσκουλα, γυμνασμένο στέρνο, και μάτι που γυαλίζει; Τι είναι αυτό που τον
κάνει να λατρεύεται μετά μανίας από εκατοντάδες χιλιάδες θηλυκά, κυρίως σε
εμμηνόπαυση, που από τώρα κιόλας κλείνουν όλα τα διαθέσιμα δωμάτια στην Σκιάθο
μπας και τον πετύχουν πουθενά το καλοκαίρι και σταθούν τυχερές, και ζήσουν κι
αυτές το όνειρο… όπως εκείνη η τουρίστρια, που είχε ζήσει το δικό της όνειρο σε
μια ταινία με τον τσοπάνη Βόγλη. Ήδη μαθαίνω πως έχουν δημιουργηθεί λέσχες με «γιακουμίτσες»,
που πολύ πιθανόν να είναι οι ίδιες που κάποτε στα νιάτα τους (στα 12 τους δηλαδή) ήταν «ρουβίτσες».
Εν πάση περιπτώσει, όπως όλα δείχνουν, ο
Γιακουμής το έχει. Εκπέμπει τεστοστερόνη, έχει ωραία και ευγενική φυσιογνωμία, είναι
γυμνασμένος, είναι γεννημένος νικητής, είναι πραγματικός μαχητής, δεν θέλει να
χάνει, δεν κουράζεται, είναι εύστροφος, είναι δουλευταράς, ενσαρκώνει το
αρχέτυπο του καλού λαϊκού παιδιού, δείχνει ότι έχει τρόπους, παλεύει (λέει) για
το δίκιο, και πάνω απ όλα είναι και αισθάνεται αδικημένος. Ως κλασικός
νεοέλληνας. Αυτό είναι και το βασικό στοιχείο της ντανομανίας που έχει
κυριεύσει την χώρα. Ο Έλληνας πάντα είναι με τον αδικημένο. Όποιος και να είναι
αυτός, και άσχετα αν είναι όντως αδικημένος ή όχι. Έτσι κάνουν καριέρα οι
συνδικαλιστές, έτσι θεριεύουν τα διάφορα κομματικά μορφώματα, και έτσι φτάσαμε
στα χάλια που είμαστε σήμερα, αφού μας αδίκησαν οι κακοί ξένοι τοκογλύφοι, και
φέραμε στα πράγματα τον Αλέξη και τα άλλα παιδιά για να διορθωθεί η αδικία.
Έτσι και με τον Γιακουμή. Ένα μάλλον
συμπλεγματικό ημιμαθή «ευλαβή» επαρχιώτη, πλην όμως όμορφο (σαν αρχαίος Ρωμαίος
χιλίαρχος), που διαθέτει το όλο το πακέτο που κάποτε διέθετε ο Νίκος
Ξανθόπουλος, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, και άλλοι αδικημένοι, τους οποίους πατούσε
το σύστημα, αλλά αυτοί κατάφερναν με την καλοσύνη και την εργατικότητά τους,
ντόμπροι και παλικάρια, να πάνε μπροστά
και να πάρουν στο τέλος την κόρη του εργοστασιάρχη, αφήνοντας πίσω το μυστρί
και το πηλοφόρι, νικώντας στην πορεία τους ντιντήδες που τους υπονόμευαν.
Και αν ήταν λίγο πιο πονηρός ή πιο επιτήδειος ο
Γιακουμής, αντί να κουνιέται σαν μαϊμού στη συναυλία του Στίνγκ, ή αντί να
τραγουδάει Φρανκ Σινάτρα, αντί να χαριεντίζεται με τον Ρουβά, θα έπρεπε να
πιάσει την κιθάρα ή κανένα μπουζούκι και να τραγουδάει τα βράδια στη φωτιά
τραγούδια της ξενιτιάς του Στελλάρα. Τραγούδια για την άτιμη την κενωνία, που μας
πατάει σαν χταπόδια… δηλώνοντας παράλληλα και παοκτσής (αυτό το τελευταίο θα
ήταν ισοδύναμο με αιώνια παραμονή του στο παιχνίδι). Τότε ο ΣΚΑΙ θα έπιανε
κατοστάρια, και ο ίδιος θα είχε εξασφαλίσει στα σίγουρα μια ισόβια καριέρα
βουλευτή (χώρια τις χιλιάδες κλώσες που
θα έπαιρνε στα όρθια όταν θα έβγαινε έξω).
Εμένα πάντως τον ποταπό, μπορεί να με ξεγέλασε
στην αρχή, αλλά μόλις είδα το μάτι να γυαλίζει και να γυρνάει κάθε τρεις και
λίγο, κατάλαβα σχετικά νωρίς περί τίνος πρόκειται. Και δεν θα ήθελα να τον δω
μπροστά μου, ημίγυμνο και τρελαμένο, όταν θα έβαζα βενζίνη στο κατάστημά του,
και θα τολμούσα να αμφισβητήσω την ακρίβεια της αντλίας… Μπρρρρ…. Εκτός κι αν εκείνη
την ώρα χτυπούσε καμιά καμπάνα, τον έπιανε το ευλαβικό του, και γω προλάβαινα
να φύγω σπινάροντας πριν σταματήσει να
σταυροκοπιέται…
Αυτά τα ολίγα περί Γιακουμή, και μάλλον αυτός είναι
που θα πάρει τελικά το μεγάλο έπαθλο, και όχι ο Κύπριος που εγώ θα ήθελα, ή η
τσιγγάνα με τα 42 τατουάζ, που την προμοτάρει (και την πληροφορεί και ταΐζει
στα κρυφά, όπως μαθαίνω) η παραγωγή…
Strange Attractor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου