Φαντασθείτε μια Ελλάδα που είχε επεξεργαστεί όσα
συμπλέγματα τη συνδέουν με την πολύτιμη αρχαιότητά της. Οχι απαραιτήτως στο
ντιβάνι του ψυχαναλυτή, αλλά στις αίθουσες των σχολείων, των πανεπιστημίων, ή
ακόμη καλύτερα, στα βιβλία.
Φαντασθείτε μια Ελλάδα που δεν κοκορευόταν μόνον
στα διεθνή φόρα και τις αγορές για το Νομπέλ του ποιητή της, αλλά είχε διαβάσει
και τον λόγο που έβγαλε για το χρέος απέναντι στη γλώσσα του...
Φαντασθείτε μια Ελλάδα που δεν ναρκισσευόταν
μόνον ότι μιλάει μια γλώσσα που τόσες λέξεις έδωσε στην οικουμένη, αλλά μάθαινε
από την τρυφερή της ηλικία ότι αυτή η γλώσσα είναι η εξέλιξη της αρχαιότερης
ευρωπαϊκής γλώσσας, της μόνης που δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται. Ως εκ τούτου, τη
θεωρούσε πολύτιμη και κατανάλωνε πολύ χρόνο για να ανακαλύψει τις εκφραστικές
της δυνατότητες και να δει το βάθος του πεδίου της. Ο χρόνος αυτός δεν πήγαινε
χαμένος. Αντάμειβε τους ομιλητές στο Κοινοβούλιο, τους δημοσιογράφους και τους
δημοσιολογούντες με την ακρίβεια της έκφρασης και την καλλιέπεια.
Φαντασθείτε μια Ελλάδα που είχε αντιληφθεί ότι η
αρχαιότητα δεν ενδιαφέρει μόνον τις κρουαζιέρες αλλά ενδιαφέρει επίλεκτους από
όλον τον κόσμο. Ως εκ τούτου, είχε φροντίσει να φτιάξει πανεπιστήμια που θα
τους επέτρεπε να σπουδάζουν εδώ τα ελληνικά τους. Μια Ελλάδα, εν πάση περιπτώσει,
που δεν της αρκούσε το όνομα Ελλάδα, αλλά είχε εντρυφήσει στα μυστικά της,
συνομιλούσε μαζί της. Μια Ελλάδα που ήταν βέβαιη για την ταυτότητά της, δεν
είχε ενοχές απέναντί της και δεν φοβόταν μην της την κλέψουν.
Φαντασθείτε τώρα τι θα γινόταν αν κάποιο
γειτονικό της κράτος, ορφανό της τελευταίας βαλκανικής έκρηξης, αντιμετώπιζε ως
υπαρξιακή ανάγκη το όνομα μιας περιοχής που κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στην
ταυτότητα αυτής της Ελλάδας. Η φανταστική αυτή Ελλάδα, τόσο βέβαιη για την
παιδεία της και τις πολιτισμικές της καταβολές, θα κοίταζε με συμπάθεια το
νεαρό παιδί, θα θώπευε τον ώμο του και θα του έλεγε: «Με συγκινείς, παιδί μου,
που θέλεις το όνομά μου. Θα σε βαπτίσω εγώ και θα σε αναλάβω εγώ. Εγώ θα σου
μάθω γράμματα, κι εγώ θα σε συστήσω στους μεγάλους».
Και τώρα που φαντασθήκατε αυτήν την Ελλάδα,
ξεχάστε την για να προσγειωθείτε στην πραγματική Ελλάδα. Μια χώρα που μισεί τη
γλώσσα που μιλάει, μια χώρα που επαίρεται για τις καταβολές της αλλά μπερδεύει
ενίοτε τον Κολοκοτρώνη με τον Λεωνίδα, μια χώρα που βρυχάται γιατί φοβάται τη
σκιά της, κοινώς τον εαυτό της.
Τελειώνει εδώ το «παραμύθι για τη Μακεδονία» και
αρχίζει το παραμύθι της Μακεδονίας. Ελονοσία που φέρνει πυρετό κάθε είκοσι και
κάτι χρόνια, ή κρίση ταυτότητας μιας κοινωνίας ενοχικής απέναντι στην ταυτότητά
της;
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου