Πολλά φάρμακα βλάπτουν στην υγεία.
Τα ΜΜΕ όλου του κόσμου, συχνά περιγράφουν ιστορίες με φάρμακα
«δολοφόνους», αφού το όλο θέμα είναι πιασάρικο.
Στην πραγματικότητα όμως, αν και το ζήτημα των βλαβερών
παρενεργειών των φαρμάκων είναι σοβαρό, τα πλεονεκτήματα τους είναι πολύ περισσότερα.
Πολλά σκευάσματα που θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνα,
χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση θανατηφόρων ασθενειών (καρκίνος, HIV, φλεγμονώδης
αρθρίτιδα, κλπ) επειδή τελικά βοηθούν περισσότερο από όσο βλάπτουν. Για αυτό,
και όταν μιλάμε για τα φάρμακα, θα πρέπει να ζυγίζουμε τα οφέλη με τις συνέπειες.
Αυτό το μήνυμα όμως είναι δύσκολο να περάσει στο κοινό.
Πάντως, η ρύθμιση των φαρμάκων, αλλά και της φαρμακοβιομηχανίας,
έχει ως κεντρικό της άξονα την ασφάλεια των σκευασμάτων.
Το 1961, η θαλιδομίδη, ένα υπνωτικό φάρμακο που θεράπευε
την ναυτία των εγκύων, βρέθηκε να προκαλεί σοβαρά γενετικά προβλήματα σε περισσότερα
από 10.000 μωρά σε 46 χώρες, μέσα στα 4 χρόνια της κυκλοφορίας του.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, αυξήθηκαν οι δοκιμές στη φάση
της εξέλιξης των φαρμάκων, έτσι ώστε να αυξηθεί και η ασφάλειά τους.
Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα, τα περισσότερα ευρέως
διαδεδομένα συνταγογραφημένα φάρμακα να είναι προϊόν ενδελεχών και μακροχρόνιων
ελέγχων, και κλινικών μελετών, που διαρκούν χρόνια, και που κοστίζουν εκατομμύρια,
πριν καν εγκριθούν για χρήση από το κοινό.
Αυτό όμως το μοντέλο δεν είναι πλέον βιώσιμο.
Είναι πανάκριβο, αργό, και αναποτελεσματικό. Από το 2001,
η παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία έχει δαπανήσει $1.1 τρις στην έρευνα και στην ανάπτυξη,
αλλά από τις 12 μεγαλύτερες βιομηχανίες του είδους, έχουν εγκριθεί μόλις 139 νέα σκευάσματα.
Η κατάσταση όμως αλλάζει. Οι γιατροί και οι ασθενείς τους,
δείχνουν πλέον πρόθυμοι να αποκτήσουν γρήγορη πρόσβαση σε νέα βιοφαρμακευτικά
σκευάσματα, μια νέα ποικιλία ενέσιμων φαρμάκων, προτεϊνών, και νουκλεϊκών οξέων,
που παράγονται μέσω της βιοτεχνολογίας.
Αυτού του είδους τα φάρμακα μπορούν να θεραπεύσουν μορφές
του καρκίνου, και άλλες αυτοάνοσες ασθένειες, αντί απλά να σκεπάζουν τα συμπτώματα.
Για αυτό και ζητείται πιο γρήγορη πρόσβαση σε αυτά, από ότι στα υπόλοιπα, η
διαδικασία έγκρισης των οποίων διαρκεί χρόνια.
Δημιουργείται όμως ένα νέο πρόβλημα, με τη μορφή διλήμματος,
αφού οι ρυθμιστικές αρχές ανησυχούν για τα ελλιπή πληροφοριακά στοιχεία ασφάλειας
των νέων αυτών φαρμάκων.
Υπάρχει όμως ένα νέο σύστημα, που ονομάζεται adaptive
licensing, και που επιτρέπει την χορήγηση τέτοιων φαρμάκων, με τη σύμφωνη γνώμη
των αρχών, των ιατρών, και των ασθενών. Ως αντάλλαγμα, οι ασθενείς που τα λαμβάνουν
υφίστανται αυστηρούς συνεχείς ελέγχους και αξιολογήσεις, προκειμένου να
διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του φαρμάκου για γενικότερη χρήση.
Έτσι, με αυτό το μοντέλο, η πιστοποίηση και η τελική έγκριση
ενός νέου φαρμάκου γίνεται μια πιο ελαστική διαδικασία, που βασίζεται στην ανάλυση
κόστους-κέρδους.
Ένα σοβαρό ζήτημα στην κυκλοφορία των νέων αυτών
(βιολογικών) φαρμάκων είναι και η αυξημένη τους τιμή, αφού το κόστος της ανάπτυξής
τους έχει ανέβει κατακόρυφα.
Στην Αγγλία, ένα βιολογικό σκεύασμα κοστίζει κατά μέσο όρο
$15.200 τον χρόνο ανά ασθενή, ενώ το αντίστοιχο συμβατικό μόλις $800.
Μια νέα τάση είναι και τα «προσωποποιημένα» φάρμακα. Αυτά
δηλαδή που προσαρμόζονται στις ειδικές ανάγκες του κάθε ασθενή.
Η αυξημένη γνώση στον τομέα της γενετικής, παράγει πλέον
μια νέα γενιά φαρμάκων, που ταιριάζουν στον κάθε ξεχωριστό ασθενή, κάτι όμως που
προκαλεί νέους πονοκεφάλους στην φαρμακοβιομηχανία, στις ρυθμιστικές αρχές, και
στους ασθενείς.
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου