Μια φορά και έναν καιρό, στα τέλη του 19ου αιώνα,
ζούσε στο αναπτυσσόμενο τότε Λος Άντζελες μια παρέα από ανήσυχα πλουσιόπαιδα,
που έχοντας βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια, και προκειμένου να καταπολεμήσουν την
ανία τους, άρχισαν να παριστάνουν τους … Ινδιάνους.
Ήταν τόση η εμμονή τους με το ινδιάνικο στοιχείο, που όταν
όλοι οι φίλοι τους έπαιζαν τους καουμπόιδες, αυτοί την έβρισκαν να παίρνουν τον
ρόλο του «κακού», δηλαδή του Ινδιάνου, ώστε να προβοκάρουν την αυτάρεσκη επικρατούσα
κουλτούρα.
Και επειδή οι μνήμες από την εποχή που οι λευκοί πιονέροι
είχαν παραμερίσει ολοκληρωτικά του ερυθρόδερμους ιθαγενείς, εξοντώνοντάς τους όλους
σχεδόν, ήταν σχετικά νωπές, οι γονείς των παιδιών, αλλά και κάποιοι δάσκαλοί τους, υποφέροντας από ενοχικά σύνδρομα,
όχι μόνο δεν απέτρεπαν τα παιδιά στο να παίζουν τους Ινδιάνους, αλλά μερικές φορές
τα ενθάρρυναν κιόλας!
Κάποιοι μάλιστα μεγαλύτεροι, βουτηγμένοι ως τα μπούνια στα οφέλη της λευκής κυριαρχίας επί του «άγριου»
φαρ γουέστ, δεν δίσταζαν και οι ίδιοι να παριστάνουν κάθε λίγο και λιγάκι τους «κακούς»
Ινδιάνους, θεωρώντας το κάτι σαν μόδα.
Τους έβλεπες δηλαδή να κυκλοφορούν με φτερά, μοκασίνια,
κοτσίδες και αλογουρές, αναπολώντας τις παλιές καλές ινδιάνικες συνήθειες.
Άλλωστε οι μνήμες των συγκρούσεων είχαν ήδη ξεθωριάσει,
και ότι απέμενε ήταν μια παραμορφωμένη και εξιδανικευμένη εικόνα μιας ράτσας και
ενός έθνους ανθρώπων που τώρα πια απλά δεν υπήρχε.
Και όπου υπήρχε δεν ήταν παρά μια σκιά του άλλοτε εαυτού της…
Κάποιοι άλλοι όμως, με καλύτερη μνήμη, που είχαν ζήσει οι
ίδιοι την σχετικά πρόσφατη σύγκρουση των λευκών αποίκων με τους Ιθαγενείς, θυμόντουσαν
και την άλλη πλευρά αυτών των «ευγενών άγριων». Την πραγματική δηλαδή.
Θυμόντουσαν την σε
πολλά στοιχεία απάνθρωπή τους φύση, την αγριάδα τους, και την παντελή έλλειψη
δυτικών αρχών και χριστιανικών αξιών,
που αφού δεν τις δέχτηκαν με το καλό, τους ανάγκασαν οι ίδιοι (με φωτιά, τσεκούρι,
και με πολύ αίμα) να τις δεχτούν με το
στανιό. Όσοι δηλαδή απέμειναν…
Βλέποντας λοιπόν τα παιδιά ότι στην πόλη δεν τα παίρνουν
και πολύ στα σοβαρά, αφού οι μεν τους χαμογελούσαν συγκαταβατικά, και οι δε τους
εχθρεύονταν ανοιχτά, αποφάσισαν να πάνε σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό, και να
δείξουν εκεί το παιχνίδι τους.
Φαντάστηκαν πως οι καθυστερημένοι ντόπιοι θα τους αποδέχονταν
πολύ πιο εύκολα, θα εντυπωσιάζονταν από τα πλουμιστά φτερά και τα μακριά τόξα τους,
και μπορεί και να τους φοβόντουσαν κιόλας…
Το όνειρό τους δηλαδή θα γίνονταν πραγματικότητα.
Θα ήταν (έστω στα ψέματα) κανονικοί Ινδιάνοι.
Και αυτό έκαναν…
Πήγαν σαν τσούρμο σε ένα μεθοριακό χωριό (το Ελ Βελβέντο),
και μεταμφιεσμένοι σε αιμοβόρους Ινδιάνους, βαμμένοι μάλιστα με τα χρώματα του
πολέμου, προσπάθησαν να ληστέψουν την
μοναδική τράπεζα του χωριού.
Και παρά λίγο να τα καταφέρουν.
Έλα όμως που ο ντόπιος σερίφης δεν ήταν ούτε τυχαίος, ούτε
και μασούσε από ινδιανάκια, αφού ο ίδιος είχε πολεμήσει στα νιάτα του εναντίον
των πραγματικών Απάτσι… και ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και έτοιμος.
Έτσι, με το που πήγαν τα παιδιά να κάνουν τα τσαλιμάκια τους,
ο σερίφης με τους βοηθούς του τα τσάκωσε από τον γιακά, τα έκλεισε σε ένα
σκοτεινό κελί, και τα έδερνε μια εβδομάδα…
Τα έδειρε τόσο πολύ, που αυτά άρχισαν να ζητάνε τις μανούλες
τους.
Και αυτές έσπευσαν στο χωριό για να σώσουν τα βλαστάρια τους
από τα χέρια του κακού σερίφη.
«Μα είναι παιδιά» του φώναζαν, «απλά παίζουν»…. «ούτε καν
ξέρουν να χειριστούν τα τόξα και τα τόμαχοκ..», «δεν ντρέπεσαι»;
Ο σερίφης δεν ήταν απ αυτούς που μιλάνε πολύ.
Μάλιστα, δεν είπε τίποτα στις ωρυόμενες μανάδες.
Απλά με μια κίνηση του χεριού του τις έδειξε την μεγάλη
ξεθωριασμένη πινακίδα στην είσοδο του σκονισμένου χωριού που έγραφε: «Καλώς ήρθατε.
Εδώ είμαστε ένα φιλήσυχο χωριό. Δεν θέλουμε φασαρίες, λυσσασμένα σκυλιά,
ντεσπεράντος, και Ινδιάνους. Οι παραβάτες θα τιμωρούνται με μαυρισμένα μάτια».
Strange
Attractor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου