Ο Ηλίας έχασε πρόσφατα τη μητέρα του και είναι
συντετριμμένος.
Ήταν μοναχοπαίδι και ήταν πολύ δεμένος μαζί της, ειδικά
μετά το διαζύγιο των γονιών του.
Εργάζεται σε μία ιδιωτική εταιρία, και έκανε χρήση της άδειας
των δύο ημερών που δικαιούται για τον θάνατο συγγενούς (ΕΓΣΣΕ 2002-2003).
Οι συνθήκες είναι πλέον δύσκολες στη δουλειά,
η επιχείρηση δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, και ο Ηλίας προσπαθεί να
διατηρήσει το επίπεδο της απόδοσής του, ξέροντας ότι δεν έχει περιθώρια
χαλάρωσης.
Η Μαρία, η σύζυγός του, ποτέ δεν τα
πήγε καλά με την πεθερά της και, αν και αποφεύγει να το εκφράζει, δεν
αισθάνεται ιδιαίτερη λύπη για την απώλεια.
Τα τελευταία χρόνια ελάχιστα έβλεπε τη μακαρίτισσα, ήταν
σαν δύο ξένες.
Ωστόσο, επειδή εργάζεται στο Δημόσιο, σε κάποιο
υπουργείο, η Μαρία δεν έχασε την ευκαιρία και πήρε τρεις ημέρες άδεια, όπως
προβλέπεται για τους δημοσίους υπαλλήλους (αρ. 50 § 1 ΚΔΥ).
Της πέρασε από το μυαλό να κολλήσει και μία μέρα
«μηχανογραφική» (μία ημέρα άδεια κάθε δίμηνο που δικαιούνται οι δημόσιοι
υπάλληλοι που εργάζονται σε υπολογιστή, αρ. 50 § 6 ΚΔΥ) και δύο ημέρες που
δικαιούται για την αιμοδοσία (αρ. 50 § 5 ΚΔΥ) στην οποία συμμετέχει τακτικά,
(και η ίδια η ημέρα της αιμοδοσίας είναι άδεια), και να πεταχτεί μέχρι τη Λαμία
στους ηλικιωμένους γονείς της, αλλά τελικά δεν θέλησε να αφήσει τον άνδρα της
σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.
Η Κατερίνα, ξαδέλφη της Μαρίας, και η
Ελένη, φίλες από την παιδική τους ηλικία, γέννησαν με διαφορά ελάχιστων ημερών
το πρώτο τους παιδί.
Ήταν πολύ χαρούμενες που θα μοιράζονταν αυτή την εμπειρία
και θα μπορούσαν να βοηθήσουν η μία την άλλη.
Η Κατερίνα, ιδιωτική υπάλληλος, εννέα εβδομάδες (63
ημέρες) μετά τον τοκετό επέστρεψε στη δουλειά της (ΕΓΣΣΕ 2000-2001), αφήνοντας
το μωρό της στη φροντίδα της γιαγιάς της, διότι και η δική της μητέρα εργαζόταν
ακόμα και δεν υπήρχε καμία υποδομή που θα μπορούσε να δεχτεί μωράκια τόσο
μικρά.
Για 12 μήνες ωστόσο εργαζόταν δύο ώρες λιγότερο κάθε μέρα
(ΕΓΣΣΕ 1993-1994, 2002-2003 και 2004-2005), προσπαθώντας να ισορροπήσει στη νέα
κατάσταση για την οικογένεια.
Στη συνέχεια, το ωράριό της για ένα εξάμηνο ήταν μειωμένο
για μία ώρα καθημερινά, και πριν γίνει δύο χρονών το παιδί της είχε επιστρέψει
στους κανονικούς ρυθμούς του πλήρους ωραρίου.
Η γιαγιά της εξακολουθούσε να προσέχει το παιδί, και όσο
αυτό μεγάλωνε τη βοηθούσε και ο παππούς, που είχε βγει στη σύνταξη
αναγνωρίζοντας πλασματικά χρόνια για τη στρατιωτική του θητεία (και
πληρώνοντας, ως δημόσιος υπάλληλος 6,7% επί των συντάξιμων αποδοχών του κατά την
αίτηση, έναντι 20% που θα πλήρωνε αν εργαζόταν στον ιδιωτικό τομέα – ika.gr).
Η Ελένη έβλεπε τη φίλη της και
αισθανόταν πολύ τυχερή που είχε καταφέρει, μερικά χρόνια πριν, να μπει στο
δημόσιο από το παράθυρο, χάρη σε μία γνωριμία του πατέρα της με τον βουλευτή
της περιοχής του.
Τρείς μήνες (90 ημέρες) μετά τη γέννα επέστρεψε κι εκείνη
στη δουλειά, αλλά μέχρι να γίνει δύο ετών το παιδί της εργαζόταν δύο ώρες
λιγότερο κάθε μέρα, και στη συνέχεια, μέχρι το παιδί της να γίνει τεσσάρων, μία
ώρα λιγότερο (αρ. 52 ΚΔΥ και αρ. 53 § 2).
Γνωρίστηκε μάλιστα και με έναν νέο υπάλληλο στην υπηρεσία
της - που είχε διοριστεί πριν εκείνη φύγει σε άδεια μητρότητας, αλλά δεν είχε
εμφανιστεί στην υπηρεσία, διότι είχε αμέσως κάνει χρήση της εννεάμηνης άδειας
που στο δημόσιο δικαιούνται και οι πρωτοδιοριζόμενοι (έναντι του μειωμένου
ωραρίου) αν έχουν παιδί κάτω των τεσσάρων ετών (αρ. 64/2008 γνωμοδότηση του
ΝΣΚ, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, ΔΙΔΑΔ/Φ.51/590/οικ.
14346/29-5-2008 του ΥΠ.ΕΣ) – και ανταλλάζανε εμπειρίες.
Η Κατερίνα, που αγαπούσε πολύ
τη δουλειά της και ήθελε να ανέλθει στην εταιρία, πιέστηκε να
προσαρμοστεί στον νέο της ρόλο, αυτόν της μητέρας.
Νόμιζε ότι μόνο εκείνη είχε αναγκαστεί να αλλάξει, και
ώρες-ώρες αναρωτιόταν αν θα ήθελε να ήταν ο σύζυγός της δημόσιος υπάλληλος,
ώστε να μπορούσε να πάρει κι αυτός τη διάφορά της άδειας φροντίδας παιδιού
μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα (όπως προβλέπεται για τους δημοσίους
υπαλλήλους, αρ. 25 § 3 ΚΔΥ) και να μείνει κι εκείνος λίγο στο σπίτι με το μωρό –
για να δει τη γλύκα, όπως έλεγε.
Πάντως και οι δύο φίλες
αισθανόταν τυχερές, όταν έβλεπαν την Ειρήνη και την Μαρίνα.
Η Ειρήνη, ιδιωτική υπάλληλος όπως και ο σύζυγός της, είχε
ένα βαριά άρρωστο παιδάκι και χρειαζόταν να τρέχει σε γιατρούς και νοσοκομεία.
Πάσχιζε να οργανωθεί επιστρατεύοντας συγγενείς και φίλους και κάνοντας χρήση
των 10 ημερών αδείας ετησίως (ΕΓΣΣ 2004-2005), που έδινε σε αυτήν και στον
πατέρα ο νόμος για τον σκοπό αυτό, για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.
Το παιδάκι της Μαρίνας ήταν κάπως
καλύτερα, αλλά και πάλι… ως δημόσια υπάλληλος πάντως, δικαιούνταν όχι 10, αλλά
22 ημέρες άδειας ετησίως για τις ανάγκες του (αρ. 50 § 2 ΚΔΥ).
Η Μαρίνα και η Ειρήνη ελάχιστο
χρόνο είχαν για να διαβάσουν τις εφημερίδες, ή να ακούσουν ειδήσεις.
Έτρεχαν κάθε μέρα, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις
της καθημερινότητας. Έτσι δεν έμαθαν ότι εκείνες τις ημέρες κάποια εφημερίδα
αποκάλυψε ότι καταδικασμένοι για δολοφονίες πρώην δημόσιοι υπάλληλοι, ήδη
έγκλειστοι σε κάποιες φυλακές, εξακολουθούσαν να λαμβάνουν μέρος του μισθού
τους, καθώς δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί οι κρίσεις των πειθαρχικών συμβουλίων.
Όπως προβλέπεται από τον νόμο, «η πειθαρχική διαδικασία
είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από ποινική ή άλλη δίκη» (Μέρος Ε’ «Πειθαρχικό
Δίκαιο» ΚΔΥ).
Οι πολίτες στην Ελλάδα είναι
χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες: στους εντός του συστήματος υπάλληλους του στενού και του
ευρύτερου δημόσιου τομέα, και στους εκτός συστήματος, του ιδιωτικού και τους
αυτοαπασχολούμενους.
Δεν τους χωρίζει όποιος το επισημαίνει, έχει φροντίσει γι
αυτό ο νόμος, ο οποίος προέβλεψε να έχουν μεγαλύτερα ευεργετήματα οι μέσα από
τους έξω, αν και ο λογαριασμός σε μεγάλο βαθμό πληρώνεται από τους έξω.
Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στις επαναλαμβανόμενες
δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης, της συμπολίτευσης και της εντός του
κοινοβουλίου αντιπολίτευσης, σχετικά με το ότι δεν θα γίνει καμία απόλυση στο
δημόσιο, για να το καταλάβουμε.
Παρά τους 1,32 εκατ. ανέργους του
ιδιωτικού τομέα (26,4% του ενεργού πληθυσμού), η άρνηση να γίνουν απολύσεις και
στο Δημόσιο είναι ένα μόνο μέρος της αδικίας.
Ο όγκος των διακρίσεων που έχουν κατά καιρούς
θεσμοθετήσει οι κυβερνήσεις, πάντα εις βάρος του ιδιωτικού τομέα, υπό την πίεση
της εκάστοτε αντιπολίτευσης και των συνδικάτων, είναι τεράστιος.
Είναι όμως καιρός να σκεφτούμε και να θεσμοθετήσουμε ένα
κοινό πλαίσιο υποχρεώσεων και παροχών για όλους τους εργαζομένους.
Η εξίσωση δεν χρειάζεται να γίνει προς τα κάτω, ούτε όμως
πρέπει να σκεφτόμαστε μαξιμαλιστικά.
Ας αρχίσουμε.
Γεωργία Πανοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου